Στις 31 Ιουλίου του 1984,η τότε ελληνική κυβέρνηση γνωστοποιεί την απόφαση της να προχωρήσει στην αγορά 80 μαχητικών F-16 και Mirage-2000 για την ελληνική Πολεμική Αεροπορία, το εξοπλιστικό πρόγραμμα που έμεινε γνωστό ως «η αγορά του αιώνα». Σύμφωνα με τους αρχικούς υπολογισμούς, το κόστος της προμήθειας των μαχητικών αεροσκαφών ξεπερνούσε τα 200 δισεκατομμύρια δραχμές. Κατά την υλοποίηση του προγράμματος, το ποσό αυτό αυξήθηκε σημαντικά ενώ «η αγορά του αιώνα» εξελίχτηκε σε ένα θερμοκήπιο οικονομικών και πολιτικών σκανδάλων. Οι σχετικές παραγγελίες συνοδεύτηκαν από «μπόνους» για τους «μεσάζοντες», τα οποία κατά καιρούς αποτιμήθηκαν από 15% έως και 20 % του πραγματικού κόστους για την προμήθεια του στρατιωτικού εξοπλισμού.
Αναμφίβολα, ήταν επιτακτική ανάγκη να ενισχυθούν οι αμυντικές δαπάνες της χώρας. Η ισλαμοφασιστική Τουρκία είχε ήδη εισβάλλει στην Κυπριακή Δημοκρατία το 1974 και κατείχε παράνομα εδαφικά το 40% της Μαρτυρικής Μεγαλονήσου, ενώ ταυτόχρονα έδειχνε έντονες επιθετικές και επεκτατικές διαθέσεις στο Αιγαίο. Προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και να εξασφαλιστεί μακροπρόθεσμα η ακεραιότητα του εθνικού μας εδάφους και το απαραβίαστο του εθνικού μας χώρου, ήταν απαραίτητο να υπάρξει η ανάλογη ενίσχυση του οπλοστασίου της ΠΑ με σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη.
Το Ανώτερο Αεροπορικό Συμβούλιο της εποχής, είχε καταλήξει ομόφωνα ότι το αεροσκάφος που πληρούσε τους στόχους της Πολεμικής Αεροπορίας και της χώρας ήταν το F-18L.Ένας τύπος με λίαν ικανοποιητικές επιδόσεις στο air superiority και air to ground και με μεγάλη ακτίνα δράσεως. Ήταν ένα πολεμικό αεροπλάνο που εξασφάλιζε την αποτροπή και δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για ανάληψη πρωτοβουλιών. Επιπροσθέτως, το F-18 ήταν ένας τύπος αεροπλάνου που ήταν άγνωστος στην τουρκική πλευρά και για τα οποία θα υπήρχε ομοιοτυπία στη συντήρηση και στην εκπαίδευση.
Όμως, ο Ανδρέας Παπανδρέου φοβούμενος την πιθανότητα αμερικανικού εμπάργκο στο μέλλον, αλλά και για πολιτικούς λόγους -κυρίως την εξαργύρωση πολιτικού γραμματίου στον Φρανσουά Μιτεράν-,επέλεξε να αγοραστούν και γαλλικά μαχητικά, εάν και ήταν ακριβότερα από τα αμερικανικά F-16 που τελικά επελέγησαν. Ο όλος σχεδιασμός της Π.Α. κατέληγε στον κάλαθο των αχρήστων από επιχειρησιακής απόψεως, ενώ ο κωδικός στον εθνικό μας προϋπολογισμό για τη λειτουργία δυο γραμμών υποστήριξης και εφοδιασμού, θα έπαιρνε δυσβάστακτες διαστάσεις, χωρίς να επιτυγχάνονται οι ενδιάμεσοι εθνικοί στόχοι. Οικονομοτεχνικές μελέτες κατεδείκνυαν ότι το κόστος αποκτήσεως 120 αεροσκαφών F-18 δεν διέφερε από το κόστος αποκτήσεως των 80 αφών F-16 και Mirage 2000.
Στην αγορά ενεπλάκη ο Σαουδάραβας Αντνάν Κασόγκι,ο οποίος ήταν γνωστός «βαρόνος των όπλων» και εκπροσωπούσε τα γαλλικά αεροσκάφη και ακόμη και σήμερα στα επιτελεία της Π.Α. λέγεται ότι ήταν αυτός που δίδαξε στους Έλληνες ιθύνοντες το know how των μιζών και των offshore εταιριών. Το 1984, ο Κασόγκι έφτασε με το ιδιωτικό του τζετ στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Εκεί τον υποδέχτηκε ο Αντώνης Λιβάνης, που ήταν διευθυντής στο πολιτικό γραφείο του τότε πρωθυπουργού. Μεταφέρθηκε στο Καστρί, όπου συνάντησε τον Ανδρέα Παπανδρέου και συνομίλησαν για αρκετή ώρα.
Ο Σαουδάραβας έμεινε σε ξενοδοχείο πολυτελείας στη Συγγρού και σύμφωνα με ιστορικές πηγές, ο δισεκατομμυριούχος μεσάζοντας ενώ έτρωγε σε γνωστό εστιατόριο της εποχής, ένας μασέρ του έκανε μαλάξεις που θα καταπράυναν το βάρος από τις διαπραγματεύσεις για την πώληση του στρατιωτικού εξοπλισμού κα ταυτόχρονα του κρατούσαν συντροφιά τρείς καλλονές. Ό έντυπος τύπος της εποχής που άνηκε κατά κύριο λόγο στην αντιπολίτευση ανέφερε ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε κρουαζιέρα στο υπερπολυτελές γιοτ του Κασόγκι και ότι τους συνέδεε ιδιαίτερη φιλία. Όμως, τα ρεπορτάζ δεν επιβεβαιώθηκαν και δεν υπήρξαν αποδείξεις για αυτήν την σχέση.
Όσον αφορά την αγορά των F-16,ήταν το ξεκίνημα της μέχρι σήμερα συνεργασίας της χώρας μας με την παντοδύναμη αμερικανική εταιρεία όπλων Lockheed Martin,η οποία έχει «αρμέξει» πολλά δισεκατομμύρια ευρώ από τον εθνικό προϋπολογισμό μέχρι τώρα.H επίσημη συμφωνία αγοράς των αεροσκαφών υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 1987 και το πρόγραμμα ονομάστηκε Peace Xenia Ι και η πρώτη ομάδα F-16C/D παραδόθηκε μεταξύ Νοεμβρίου 1988 και Οκτωβρίου 1989.
Θάνος Κάλλης
Δικηγόρος-Ιστορικός