Η συνάντηση Μητσοτάκη Ερντογάν ολοκληρώθηκε μέσα σε καλό κλίμα και εναποτέθηκε στους υπουργούς εξωτερικών να συνεχίσουν την επικοινωνία, με την προσδοκία σε κάποια φάση στο μέλλον να βρουν μια λύση με βάση του Διεθνές Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, ειδικά στο θέμα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών. Αυτή τουλάχιστον είναι η ελπίδα της Αθήνας.
Το βασικό πρόβλημα σε αυτή την προσπάθεια είναι ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS).
Ανατρέχοντας δε στα υπουργεία εξωτερικών των δύο χωρών αντιλαμβάνεται αμέσως την διαφορετική άποψη της Άγκυρας για το θέμα.
Στην ιστοσελίδα του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών διαβάσουμε σχετικά:
«Η υφαλοκρηπίδα
Η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου αποτελεί διένεξη μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης που επηρεάζεται μεταξύ των δύο χωρών.
Η διαμάχη για την υφαλοκρηπίδα δεν είναι παρά ένα ουσιαστικό στοιχείο μεταξύ των εκκρεμών διαφορών. Έχει σχέση με τη συνολική ισορροπία δικαιωμάτων και συμφερόντων στο Αιγαίο. Η διαφορά αφορά τις περιοχές της υφαλοκρηπίδας που πρέπει να αποδοθούν στην Τουρκία και την Ελλάδα πέρα από τα 6 μίλια χωρικής θάλασσας στο Αιγαίο.
Η Τουρκία είναι έτοιμη να ξεκινήσει διάλογο με την Ελλάδα με σκοπό την εξεύρεση μιας δίκαιης διευθέτησης του ζητήματος που θα είναι προς το συμφέρον των δύο χωρών.
Το θέμα της υφαλοκρηπίδας έχει οδηγήσει στο παρελθόν σε εντάσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας.
Στις 10 Αυγούστου 1976, η Ελλάδα απηύθυνε ανακοίνωση στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας ζητώντας επείγουσα συνεδρίαση του Συμβουλίου με την αιτιολογία ότι «μετά από πρόσφατες επανειλημμένες κατάφωρες παραβιάσεις από την Τουρκία των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στην υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο, έχει δημιουργηθεί μια επικίνδυνη κατάσταση που απειλεί τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια». Την ίδια ημέρα, με μονομερή αίτηση, η Ελλάδα άσκησε αγωγή στο ICJ κατά της Τουρκίας για «μια διαφορά σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας που ανήκει στην Ελλάδα και την Τουρκία στο Αιγαίο Πέλαγος και σχετικά με τα αντίστοιχα νομικά δικαιώματα αυτών των κρατών να εξερευνήσουν και εκμεταλλευτούν την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου». Επίσης την ίδια ημέρα η Ελλάδα υπέβαλε αίτημα για προσωρινά μέτρα προστασίας.
Στις 25 Αυγούστου 1976, το Συμβούλιο Ασφαλείας, στο ψήφισμά του 395(1976), κάλεσε τα μέρη «να ξαναρχίσουν τις άμεσες διαπραγματεύσεις για τις διαφορές τους» και τα κάλεσε «να κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να διασφαλίσουν ότι αυτές οι (διαπραγματεύσεις) καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτά λύσεις». Το Συμβούλιο, επιπλέον, "κάλεσε την Τουρκία και την Ελλάδα από την άποψη αυτή να συνεχίσουν να λαμβάνουν υπόψη τη συμβολή που τα κατάλληλα δικαστικά μέσα, ιδίως το ICJ (Διεθνές Δικαστήριο), είναι κατάλληλα να προσφέρουν στη διευθέτηση τυχόν υπολειπόμενων νομικών διαφορών που ενδέχεται να εντοπίσουν σε σχέση με παρούσα διαφορά».
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1976 το Διεθνές Δικαστήριο απέρριψε το ελληνικό αίτημα για προσωρινά μέτρα προστασίας. Το Δικαστήριο αποφάσισε επίσης ότι οι περιοχές πέρα από τα χωρικά ύδατα ήταν στην πραγματικότητα «περιοχές υπό αμφισβήτηση».
Αργότερα, το 1978, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν ήταν αρμόδιο να εξετάσει την ελληνική προσφυγή επί της ουσίας του ερωτήματος.
Σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, και ενόψει της απόρριψης του ελληνικού ισχυρισμού και αξιώσεων από το Δικαστήριο, η Τουρκία και η Ελλάδα υπέγραψαν συμφωνία στη Βέρνη στις 11 Νοεμβρίου 1976. Βάσει αυτής της συμφωνίας, τα μέρη αποφάσισαν να διεξαγάγουν διαπραγματεύσεις με σκοπό την επίτευξη συμφωνία για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Σύμφωνα με τους όρους της παρούσας Συμφωνίας, οι δύο κυβερνήσεις ανέλαβαν, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση να απόσχουν από οποιαδήποτε πρωτοβουλία ή ενέργεια σχετικά με την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Η συγκεκριμένη υποχρέωση τηρήθηκε και από τις δύο χώρες εδώ και πολλά χρόνια και έτσι κατέστη δυνατό να αποτραπεί η κλιμάκωση της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου σε εντάσεις και αντιπαραθέσεις.
Η Συμφωνία της Βέρνης του 1976 εξακολουθεί να ισχύει και οι όροι της εξακολουθούν να είναι δεσμευτικοί και για τις δύο χώρες.
Επιπλέον, το Διεθνές Δικαστήριο της Δικαιοσύνης, σε απόφαση που ελήφθη το 1982, δήλωσε ότι «η οριοθέτηση πρέπει να πραγματοποιείται με συμφωνία σύμφωνα με τις αρχές της ισότητας και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις».
Ωστόσο, η Ελλάδα, η οποία τερμάτισε τη διαδικασία διαπραγμάτευσης με την Τουρκία το 1981, ξεκίνησε σεισμικές και συναφείς δραστηριότητες και σχεδίασε γεωτρήσεις στις αμφισβητούμενες περιοχές της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου το 1981. Αυτές οι δραστηριότητες που ήταν ανοιχτές παραβιάσεις της Συμφωνίας της Βέρνης αποτέλεσαν την κύρια αιτία την κρίση του Μαρτίου 1987 μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Αυτή η κρίση για τις γεωτρήσεις πέρα από τα χωρικά ύδατα, ήταν στην πραγματικότητα το αποκορύφωμα των μονομερών ενεργειών που διέπραξε η Ελλάδα στο Αιγαίο. Η κρίση αποφεύχθηκε και ξεκίνησε η «Διαδικασία του Νταβός», που οδήγησε σε συναντήσεις μεταξύ Υπουργών Εξωτερικών και Πρωθυπουργών. Ωστόσο, η διαδικασία δεν απέφερε απτά αποτελέσματα στα μείζονα ζητήματα, κυρίως λόγω της ελληνικής επιμονής ότι η ατζέντα των διαπραγματεύσεων δεν μπορούσε να περιέχει καμία αναφορά στα ζητήματα του Αιγαίου.
Τα χωρικά ύδατα
Ένα άλλο ζωτικό στοιχείο της λεπτής ισορροπίας δικαιωμάτων και συμφερόντων στο Αιγαίο είναι το εύρος των χωρικών υδάτων.
Σύμφωνα με το σημερινό όριο των 6 μιλίων, τα ελληνικά χωρικά ύδατα αποτελούν περίπου το 43,5 τοις εκατό του Αιγαίου πελάγους. Για την Τουρκία το ίδιο ποσοστό είναι 7,5 τοις εκατό. Το υπόλοιπο 49 τοις εκατό είναι ανοιχτή θάλασσα.
Είναι προφανές ότι η επέκταση από την Ελλάδα των χωρικών της υδάτων πέρα από τα σημερινά 6 μίλια στο Αιγαίο, θα είχε τις πιο άδικες επιπτώσεις και θα συνιστούσε, επομένως, κατάχρηση δικαιώματος.
Εάν το πλάτος των ελληνικών χωρικών υδάτων επεκταθεί στα 12 μίλια λόγω της ύπαρξης των νησιών, η Ελλάδα θα αποκτούσε περίπου το 71,5 τοις εκατό του Αιγαίου, ενώ το μερίδιο της Τουρκίας θα αυξανόταν σε μόλις 8,8 τοις εκατό. Η ανοιχτή θάλασσα του Αιγαίου θα μειωθεί στο 19,7%.
Ο αντίκτυπος μιας τέτοιας ελληνικής επέκτασης των χωρικών της υδάτων θα ήταν να στερήσει την Τουρκία, ένα από τα δύο παράκτια κράτη του Αιγαίου, από το βασικό της δικαίωμα πρόσβασης στην ανοιχτή θάλασσα από τα χωρικά της ύδατα, τα οικονομικά οφέλη που προέρχονται από το Αιγαίο, επιστημονική έρευνα κ.λπ.
Οποιαδήποτε αύξηση πέραν των 6 μιλίων είναι εντελώς απαράδεκτη για την Τουρκία».
Ανατρέχοντας δε στην ιστοσελίδα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών διαβάζει κανείς σχετικά: «Η έναρξη της διαφοράς σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας τοποθετείται χρονικά στον Νοέμβριο του 1973, όταν η τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίων χορήγησε άδειες για διεξαγωγή ερευνών επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας δυτικά των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Έκτοτε, οι επανειλημμένες τουρκικές απόπειρες παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας επί της υφαλοκρηπίδας της έχουν αποτελέσει σοβαρότατο σημείο τριβής στις διμερείς σχέσεις, φέρνοντας τις δύο χώρες ακόμα και στο χείλος ένοπλης σύγκρουσης (1974, 1976, 1987, 2018, 2020).
Το 1976, η Ελλάδα έφερε το θέμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας, λόγω της σοβαρότητάς του, και παράλληλα προσέφυγε μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Τουρκία δεν την ακολούθησε, επικαλούμενη τη μη αναγνώριση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου από αυτήν. Το Δικαστήριο δεν υπεισήλθε στην ουσία του ζητήματος για τυπικούς λόγους, λόγω έλλειψης αρμοδιότητας.
Οι δύο χώρες άρχισαν διαπραγματεύσεις για το θέμα της υφαλοκρηπίδας τον Νοέμβριο του 1976, συνυπογράφοντας το γνωστό ως Πρακτικό της Βέρνης, το οποίο έθετε το πλαίσιο του διαλόγου. Ο διάλογος, όμως, τερματίσθηκε άπρακτος το 1981, λόγω των συνεχών παλινδρομήσεων και της αδιάλλακτης στάσης της Τουρκίας, οπότε εξέπνευσε παράλληλα και το Πρακτικό της Βέρνης, το οποίο αφορούσε τις συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις και επομένως η ισχύς και η διάρκειά του τελούσαν σε άμεση συνάρτηση με εκείνες.
Τον Μάρτιο του 2002, στο πλαίσιο της διαδικασίας της ελληνο-τουρκικής προσέγγισης που εγκαινιάσθηκε το 1999, οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε μια διαδικασία εμπιστευτικών Διερευνητικών Επαφών, με σκοπό να διερευνηθεί εάν και κατά πόσον υπάρχει κοινό έδαφος και συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαπραγματεύσεων που θα μπορούσαν ενδεχομένως να καταλήξουν σε συμφωνία για την υφαλοκρηπίδα. Οι εν λόγω Διερευνητικές Επαφές είχαν διακοπεί το 2016 με υπαιτιότητα της Τουρκίας. Μετά την αποκλιμάκωση που ακολούθησε τις εντάσεις του δεύτερου μισού του 2020, που είχαν προκληθεί από την Τουρκία, οι Διερευνητικές Επαφές ξεκίνησαν εκ νέου τον Ιανουάριο του 2021. Έχουν ήδη πραγματοποιηθεί 62 γύροι.
Σε περίπτωση που διαφανεί ότι δεν καθίσταται δυνατή η εξεύρεση κοινού εδάφους εντός εύλογου χρόνου, η πάγια θέση της Ελλάδας, η οποία συνάδει απολύτως με το διεθνές δίκαιο και έχει τεθεί και ως κριτήριο στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, είναι η παραπομπή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ), προκειμένου να μη διαιωνισθεί η διαφορά. Δεδομένου, όμως, ότι η Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη γενική υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, απαιτείται ειδική συμφωνία (συνυποσχετικό) που θα αποτελέσει τη νομική βάση για τη δικαιοδοσία του ΔΔΧ.
Οι θέσεις της Ελλάδας επί της ουσίας του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας και των ορίων αυτής, βασίζονται στις προβλέψεις του ισχύοντος δικαίου της θαλάσσης, συμβατικού και εθιμικού και είναι οι εξής:
• Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας προβλέπει κυριαρχικά δικαιώματα του παρακτίου κράτους επί της υφαλοκρηπίδας, το εύρος της οποίας είναι τουλάχιστον 200 ν.μ., εφόσον το επιτρέπει η απόσταση μεταξύ των αντικειμένων ακτών. Τα δικαιώματα αυτά του παρακτίου κράτους υφίστανται ipso facto και ab initio. Η Ελλάδα κύρωσε την ως άνω Σύμβαση με τον Ν. 2321/1995, που βάσει του Συντάγματος υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, αλλά και ως νεώτερος νόμος κατισχύει παντός παλαιότερου.
• Σύμφωνα με το άρθρο 121 (2) της Σύμβασης Δικαίου της Θάλασσας, όλα τα νησιά δικαιούνται αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) και υφαλοκρηπίδας. Οι ζώνες αυτές καθορίζονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις της Σύμβασης, όπως αυτές εφαρμόζονται στις ηπειρωτικές περιοχές. Ο γενικός αυτός κανόνας αποτελεί και εθιμικό δίκαιο, δεσμεύει, δηλαδή, και τα κράτη που δεν είναι συμβαλλόμενα στη Σύμβαση. Κατ’ εφαρμογή του κανόνα αυτού, όλα τα ελληνικά νησιά, σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας, έχουν υφαλοκρηπίδα.
• Στο πλαίσιο αυτό, ζήτημα οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας τίθεται μόνον μεταξύ των αντικείμενων ακτών των ελληνικών νησιών που βρίσκονται απέναντι από την Τουρκία και των τουρκικών ακτών.
• Ως προς τη μέθοδο οριοθέτησης, πάγια θέση της χώρας μας αποτελεί ότι η οριοθέτηση όλων των θαλασσίων ζωνών, συμπεριλαμβανομένης της υφαλοκρηπίδας, θα πρέπει να γίνει με βάση την αρχή της ίσης απόστασης/μέσης γραμμής.
Συναφώς σημειώνεται ότι , σύμφωνα με το άρθρο 156 του Ν 4001/2011 (ΦΕΚ Α΄ 179 - «για τη λειτουργία Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις»), ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης με γειτονικά κράτη, το εξωτερικό όριο της ελληνικής υφαλοκρηπίδας είναι η μέση γραμμή μεταξύ των ελληνικών ακτών και των ακτών που είναι παρακείμενες ή αντικείμενες σε αυτές.
Ως προς το εύρος των χωρικών υδάτων
Το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας ορίστηκε το 1936 στα 6 ναυτικά μίλια από την ακτή (Ν. 230/1936 και μεταγενέστερο Ν.Δ. 187/1973). Διατηρήθηκε, εντούτοις, ρητώς το όριο των 10 ναυτικών μιλίων αιγιαλίτιδας ζώνης όσον αφορά στον εναέριο χώρο, βάσει της προγενέστερης νομοθεσίας (Διάταγμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1931, σε συνδυασμό με τον νόμο 5017/1931).
Βάσει εθιμικού κανόνα του Δικαίου της Θάλασσας, που ενσωματώνεται και στη Σύμβαση των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, η Ελλάδα δικαιούται να επεκτείνει μέχρι τα 12 ν.μ. την αιγιαλίτιδα ζώνη της.
Το δικαίωμα επέκτασης του ορίου της αιγιαλίτιδας ζώνης μέχρι τα 12 ν.μ. είναι κυριαρχικό και ασκείται μονομερώς και κατά συνέπεια δεν υπόκειται σε κανενός είδους περιορισμό ή εξαίρεση και δεν επιδέχεται αμφισβητήσεως από τρίτα κράτη (το άρθρο 3 της Σύμβασης, που ενσωματώνει κανόνα εθιμικού δικαίου, ουδένα περιορισμό ή εξαίρεση ως προς το δικαίωμα αυτό θέτει). Η συντριπτική πλειοψηφία των παράκτιων κρατών, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, έχει προσδιορίσει το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. Η ίδια η Τουρκία έχει επεκτείνει, ήδη από το 1964, την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ν.μ. στον Εύξεινο Πόντο και τη Μεσόγειο.
Η Ελλάδα κατά την κύρωση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (Ν. 2321/1995) δήλωσε ρητά ότι επιφυλάσσεται να ασκήσει σε οιοδήποτε χρόνο το δικαίωμά της να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ν.μ.
Ως αντίδραση προς τη νόμιμη αυτή θέση της Ελλάδας, η τουρκική Βουλή εξουσιοδότησε με ψήφισμά της (8/6/1995) την τουρκική κυβέρνηση, εν λευκώ και στο διηνεκές, να κηρύξει πόλεμο (casusbelli) στην Ελλάδα (εξουσιοδότηση για χρήση και στρατιωτικών μέσων κατά της Ελλάδος), σε περίπτωση που η τελευταία επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της πέραν των 6 ν.μ.
Η συμπεριφορά αυτή της Τουρκίας παραβιάζει κατάφωρα θεμελιώδεις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών περί απαγόρευσης χρήσης ή απειλής χρήσης βίας (άρθρο 2, παρ. 4), περί ειρηνικής επίλυσης (άρθρο 2, παρ. 3) και περί καλής γειτονίας και ειρηνικής συνύπαρξης (Προοίμιο).
Παράλληλα, δυναμιτίζει τη συμμαχική σχέση που οφείλουν να έχουν κράτη που μετέχουν στην ίδια Συμμαχία και αντίκειται στις βασικές αρχές στις οποίες στηρίζεται το ΝΑΤΟ (άρθρα 1 και 2 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου).
Η άρση του casus belli έχει συμπεριληφθεί μεταξύ των βασικών κριτηρίων για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, στο πλαίσιο της υποχρέωσής της για πλήρη σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και της καλής γειτονίας που αποτελεί θεμέλια αρχή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι αυτονόητο ότι ένα υποψήφιο προς ένταξη κράτος δεν είναι δυνατόν να απειλεί με πόλεμο άλλο κράτος και πολύ περισσότερο ένα μέλος της ΕΕ και μελλοντικό εταίρο.
Αποτελεί, επίσης, αναγκαία προϋπόθεση για την ουσιαστική βελτίωση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων και τη μείωση της έντασης. Είναι προφανές ότι οι προσπάθειες εξομάλυνσης των σημείων τριβής και ειρηνικής επίλυσης των διαφορών δεν μπορούν να ευοδωθούν υπό το κράτος απειλής πολέμου.»