"Πρέπει να έχουμε πάντα μία διπλωματική στρατηγική και βεβαίως έχει πολύ μεγάλη σημασία να πείθεις την αμερικανική κυβέρνηση, τον Πρόεδρο, το Κογκρέσο, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη διεθνή κοινότητα που δυσλειτουργεί λόγω Ουκρανίας, δεν λειτουργεί το Συμβούλιο Ασφαλείας."
Για την επόμενη ημέρα στην Τουρκία, μετά τη νίκη του Ταγίπ Ερντογάν, αλλά και τις σχέσεις της Δύσης και ειδικότερα της Ελλάδας με την Τουρκία αναφέρθηκε εκτενώς ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος.
Όπως επισήμανε την Κυριακή στο Open, «είναι έτσι τεμαχισμένη η Τουρκία ως κοινωνία και ως έθνος ώστε ο Ερντογάν να εκπροσωπεί με αυθεντικό και συμπαγή τρόπο το 50% και κάτι, όπως φαίνεται τώρα από το αποτέλεσμα, της Τουρκίας».
Επισήμανε ότι «εμείς θέλουμε πάρα πολύ η Τουρκία να σέβεται τις δυτικές, τις ευρωπαϊκές αντιλήψεις για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, αλλά αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο για την Τουρκία όπως έχει και βρίσκεται, άρα θα υπάρχουν πάντα πολύ σημαντικές αποκλίσεις από αυτό που λέγεται δημοκρατικές αξίες και αξίες του κράτους δικαίου.
» Αλλά η Τουρκία δεν επιδιώκει πλέον την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έχει αυτή τη γραμμή, έχει όμως πολύ μεγάλη σημασία για τη Δύση ως στρατηγική οντότητα και για το ΝΑΤΟ εν τέλει η Τουρκία να είναι μία δυτική χώρα, μία χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, με εξαιρετισμούς, με αποκλίσεις, με προβλήματα, με ιδιορρυθμίες τις οποίες τις συνεχίζει και τις εντείνει όλα αυτά τα 21 χρόνια του κ. Ερντογάν επικαλούμενη τη γεωγραφική της θέση, την ιστορία της, τα προβλήματα ασφάλειας».
Και πρόσθεσε ότι «έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να αντιλαμβανόμαστε ότι το πρόβλημα της ιδιορρυθμίας και του εξαιρετισμού της Τουρκίας απασχολεί την Αμερική, την Ευρώπη, τη Δύση εδώ και δεκαετίες, όμως με αυτά και με εκείνα υπάρχει η Τουρκία μέσα στο ΝΑΤΟ».
Τόνισε δε ότι «δεν θα αλλάξει σε γενικές γραμμές» η εικόνα της Τουρκίας μετά την επανεκλογή Ερντογάν.
Σε ερώτημα αν η Τουρκία θα συνεχίσει να απομακρύνεται από τη Δύση και γενικότερα για τη στάση της Ελλάδας, ο κ. Βενιζέλος απάντησε, μεταξύ άλλων, ότι «πρέπει να έχουμε μία αυτοτέλεια, πρέπει να ξέρουμε ότι τα περιφερειακά ζητήματα, όπως τα ελληνοτουρκικά ή το κυπριακό, βεβαίως επηρεάζονται από τους παγκόσμιους συσχετισμούς, από τις τεκτονικές αλλαγές λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, λόγω της με την Κίνα, όμως υπάρχει και μία σχετική αυτονομία».
Ειδικότερα για τη στάση του Ερντογάν είπε ότι «θα είναι ο Ερντογάν μετά τους σεισμούς, γιατί οι σεισμοί είναι ένα δεδομένο, όπως ένα δεδομένο ήταν και οι σεισμοί της πρώτης περιόδου του 2002, όταν είχαμε κάνει την πρώτη, ας το πούμε έτσι, μετασεισμική προσέγγιση και ξεκινήσαμε τις διερευνητικές επαφές. Αλλά τα πράγματα δεν θα είναι ούτε εύκολα ούτε ευθύγραμμα, το ζήτημα είναι εμείς τι θέλουμε».
«Ας κάνουμε μία ψύχραιμη αποτίμηση των 21 αυτών χρόνων διακυβέρνησης Ερντογάν», συνέχισε και είπε: «Βεβαίως από την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 η κρίση του κράτους δικαίου βαθαίνει, ο εξαιρετισμός εντείνεται. Υπάρχουν πολύ σοβαρά προβλήματα στη σχέση της Τουρκίας με τη Δύση, αλλά από την άλλη μεριά βλέπουμε ότι αυτό γίνεται ανεκτό από τη Δύση, πρωτίστως από τις Ηνωμένες Πολιτείες, γιατί υπάρχουν κενά στρατηγικής στη Δύση, τα οποία καλύπτει κατά κάποιον τρόπο –εντός ή εκτός εισαγωγικών– αυτός ο τουρκικός εξαιρετισμός, αυτή η κίνηση Ερντογάν μεταξύ Δύσης και μη Δύσης».
Για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις είπε: «Θετικό καταρχάς είναι το να μην έχεις κρίση, η οποία μάλιστα καθίσταται ανεξέλεγκτη και όπως σας είχα πει και την προηγούμενη φορά πρέπει κάποια στιγμή να συζητήσουμε σοβαρά και δημόσια πλέον τι σημαίνει θερμό επεισόδιο, αν φτάσουμε ποτέ σε θερμό επεισόδιο. Διότι πρέπει να ξέρουμε ότι και ένα θερμό επεισόδιο δεν οδηγεί σε γενικευμένο πόλεμο μεταξύ δύο κρατών μελών του ΝΑΤΟ, οδηγεί στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης.
Άρα πρέπει να έχουμε πάντα μία διπλωματική στρατηγική και βεβαίως έχει πολύ μεγάλη σημασία να πείθεις την αμερικανική κυβέρνηση, τον Πρόεδρο, το Κογκρέσο, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη διεθνή κοινότητα που δυσλειτουργεί λόγω Ουκρανίας, δεν λειτουργεί το Συμβούλιο Ασφαλείας.
» Από την άλλη μεριά πρέπει να έχεις και μία θωράκιση στρατιωτική, η οποία σου προσφέρει μία ασφάλεια, διότι πρέπει να είσαι έτοιμος και για κάθε ενδεχόμενο, αλλά με το είμαι έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο δεν πάω στην καρδιά του προβλήματος, δεν αλλάζω τα δεδομένα, περάσαμε με τα δεδομένα αυτά 50 χρόνια. Τα 50 χρόνια, βεβαίως, ήταν χρόνια ευτυχή τελικά για την Ελλάδα, η περίοδος της μεταπολίτευσης, αλλά οι πληγές που υπάρχουν στην εξωτερική πολιτική, τα ανοικτά θέματα εξακολουθούν να υπάρχουν από το 1974 μέχρι σήμερα. Αυτό μας πιέζει, γιατί αυτό καθορίζει την πολιτική εξοπλισμών, επηρεάζει την εξωτερική πολιτική, το κεφάλαιό μας το διπλωματικό στρέφεται προς την κατεύθυνση αυτή. Άρα πρέπει να συμφωνήσουμε τι κάνουμε με το ζήτημα του ορυκτού πλούτου».
Κλείνοντας τόνισε ότι «αυτό που μας λείπει είναι μία εσωτερική συζήτηση για το πώς θα εξειδικεύσουμε την εθνική μας στρατηγική, γιατί η στρατηγική μας υπάρχει, είναι στερεή, έχει πολύ μεγάλη εθνική υποστήριξη, αλλά είναι γενική, δεν έχει εξειδικευθεί, δεν έχει γίνει επιχειρησιακή.
» Τώρα πρέπει να γίνει μία συζήτηση εθνικού πλαισίου και εθνικής συναίνεσης για το ζήτημα αυτό. Τέτοιο κενό επεξεργασμένης στρατηγικής έχουμε και στο κυπριακό, με δεδομένο ότι θέλουμε μία λύση ομοσπονδιακή, διζωνική, η οποία να σέβεται τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας. Αλλά μετά από όλα όσα έχουν συμβεί τι θα κάνουμε τώρα; Απάντηση εθνική εσωτερική δεν έχουμε εξειδικεύσει, δεν έχουμε επεξεργαστεί με λεπτομέρειες και επιχειρησιακά. Αυτό πρέπει να κάνουμε τώρα».