Με εθνικιστική ρητορική απευθύνθηκε ο μεγάλος νικητής των εκλογών στους Τούρκους.
Οι πρώτες εκτιμήσεις στο ελληνικό Yπουργείο Άμυνας
Η καθαρή επικράτηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στην Τουρκία με 51,4% δίνει τη δυνατότητα στον πρόεδρο της γειτονικής χώρας να υλοποιήσει το σχέδιό του ώστε να μείνει στη συνείδηση των Τούρκων ως ο «Ατατούρκ του 21ου αιώνα» και, αφετέρου, να συνεχίσει την πολιτική του στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου, εντείνοντας ταυτόχρονα την επιθετική ρητορική του έναντι της Δύσης σε συνδυασμό με τη διεύρυνση των ανοιγμάτων που πραγματοποιεί σε χώρες όπως η Ρωσία και το Ιράν.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, μερίδα του τουρκικού Τύπου σημείωνε ότι το ήμισυ του τουρκικού λαού «βλέπει» στο πρόσωπο του Ερντογάν τον εγγυητή του εθνικού χαρακτήρα του τουρκικού κράτους, των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, καθώς και των νεο-ιμπεριαλιστικών αυτοκρατορικών επιδιώξεων για τη «μεγάλη πατρίδα», ενώ από την άλλη ο Κιλιτσντάρογλου ήταν πάντα μια «χλιαρή» προσωπικότητα που τέθηκε επικεφαλής των κομμάτων της αντιπολίτευσης ελλείψει καλύτερου, δεδομένου ότι ο «μόνος άνθρωπος» που θα μπορούσε ενδεχομένως να νικήσει τον νυν πρόεδρο της Τουρκίας είναι ο δήμαρχος Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου, ο οποίος όμως τέθηκε εκτός δράσης.
Εθνικιστική ρητορική
Τις τελευταίες ημέρες, με δεδομένες τις εκτιμήσεις ότι οι κάλπες στην Τουρκία θα αναδείκνυαν νικητή τον ίδιο, ο Ερντογάν αναβάθμισε την εθνικιστική ρητορική της προεκλογικής καμπάνιας του, κάτι που καταγράφηκε και από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ελληνικού υπουργείου Εθνικής Αμυνας. Ενδεικτική προς αυτή την κατεύθυνση ήταν άλλωστε τόσο η δεύτερη δοκιμαστική εκτόξευση του νέου βαλλιστικού πυραύλου Tayfun, που πραγματοποιήθηκε το πρωί της περασμένης Τρίτης στα ανοιχτά των ακτών της Μαύρης Θάλασσας, όσο και η ανακοίνωση της μεγάλης αεροναυτικής άσκησης «Θαλασσόλυκος 23» που πρόκειται να ξεκινήσει την ερχόμενη Πέμπτη και να ολοκληρωθεί στις 12 Ιουνίου στο Αιγαίο, με τη συμμετοχή 18.000 στρατιωτών, 113 πλοίων, 9 υποβρυχίων, 59 αεροσκαφών και 19 μη επανδρωμένων οχημάτων.
Θεωρείται βέβαιο εξάλλου ότι η ανανέωση της προεδρικής του θητείας για ακόμη μία πενταετία θα επιχειρηθεί να συνδυαστεί από τον Ερντογάν με τις αυριανές εκδηλώσεις που πρόκειται να γίνουν στην Κωνσταντινούπολη με αφορμή την άλωσή της στις 29 Μαΐου 1453. Στο πλαίσιο αυτό, έχει ήδη προγραμματιστεί από το εκλογικό επιτελείο του η μετάβασή του, το πρωί της Δευτέρας στον Ναό της Αγια-Σοφιάς, η οποία πλέον λειτουργεί και ως τέμενος, προκειμένου να προσευχηθεί. Το γεγονός μάλιστα αναμένεται να συνδυαστεί και με μια μεγάλη φιέστα από την πλευρά των οπαδών του.
Εξάλλου, η προσπάθεια του Ερντογάν να κατακτήσει μια θέση δίπλα στον Κεμάλ ή ακόμη και να τον ξεπεράσει στη συνείδηση των Τούρκων συνδέεται άρρηκτα με την Κωνσταντινούπολη, δεδομένου ότι μέσα στις βασικές του βλέψεις είναι να τη μετατρέψει σε νέα πρωτεύουσα του τουρκικού κράτους. Μόνο τυχαίο δεν είναι άλλωστε ότι το νέο αεροδρόμιο της Πόλης, το οποίο είναι από τα μεγαλύτερα του κόσμου, δεν έχει ακόμη ονοματοποιηθεί, με σκοπό, στο απώτερο μέλλον, να πάρει το όνομα του Ερντογάν.
Έκθεση Πενταγώνου
Σύμφωνα με σχετική αναφορά στρατιωτικών επιτελών του ελληνικού Πενταγώνου, ο μεγάλος κερδισμένος από τις εκλογές στη γειτονική μας χώρα είναι ο τουρκικός εθνικισμός, κάτι που αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι από την κάλπη της πρώτης Κυριακής (14/5) τα ποσοστά από τα κόμματα που προέρχονται από την πολιτική μήτρα των «Γκρίζων Λύκων» αθροίζουν περί το 30%.
«Αυτό που διαφαίνεται είναι μια βαθιά συντηρητική κοινωνία, ισλαμιστική που αξίζει να σημειωθεί ότι ακολουθεί έναν άνθρωπο ο λόγος του οποίου χαρακτηρίζεται από ανορθολογικά στοιχεία», αναφέρουν οι στρατιωτικοί επιτελείς, επισημαίνοντας ταυτόχρονα τη λάθος ανάγνωση της Τουρκίας από την πλευρά της Δύσης (φαινόμενο mirror effect). «Η ερμηνεία πρέπει να γίνεται εκτός Δυτικού πλαισίου. Η τουρκική κοινωνία, όπως φάνηκε και από το πώς ψήφισε η νεολαία, έχει γαλουχηθεί με την ιδέα της μεγάλης Τουρκίας. Η επανεκλογή Ερντογάν θα σημάνει την ισλαμοποίηση της χώρας ώστε να αποκτήσει τον οθωμανικό χαρακτήρα που επιθυμεί ο ίδιος», τονίζουν οι Ελληνες επιτελείς.
Παράλληλα, στο πλαίσιο της αναφοράς τους, επισημαίνουν πως η συγκεκριμένη διαδικασία αναμένεται να προκαλέσει την αντίδραση της Δύσης, κάτι το οποίο ενδεχομένως να αναγκάσει την Τουρκία να πέσει στην αγκαλιά της Ρωσίας και των ευρασιατικών δυνάμεων.
«Λαμβανομένων υπ’ όψιν των θέσεων όλου του τουρκικού πολιτικού συστήματος σχετικά με την Ελλάδα (ο Τούρκος ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου επανήλθε για την αμφισβήτηση των νήσων του Αιγαίου, εναερίου χώρου, χωρικών υδάτων, ο ΥΠΑΜ Χουλουσί Ακάρ περί Γενοκτονίας Ποντίων δήλωσε πως είναι φαντασιώσεις και δεν υπάρχουν στοιχεία), θα πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή από την ελληνική πλευρά, δεδομένου ότι ενδέχεται να δεχθεί πιέσεις από τη Δύση προκειμένου να αποδεχτεί μια τουρκική ατζέντα που θα λειτουργήσει σε βάρος της», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Παράλληλα, οι επιτελείς του Πενταγώνου υποστηρίζουν πως η χώρα μας, «ξέροντας ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να αλλάξει πρόσωπο και ότι αποτελεί μια αναθεωρητική δύναμη, θα πρέπει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που θα δημιουργηθεί από μια ευρασιατική στροφή της, ώστε να αποτελέσει έναν προμαχώνα και παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή, αναβαθμίζοντας έτσι και τη σχέση της με τις ΗΠΑ. Πέρα από τα εξοπλιστικά, είναι απαραίτητη η παρουσία της Ελλάδας ως δυναμικού παίκτη στις συμμαχίες της περιοχής αποτελώντας παράγοντα ειρήνης στην περιοχή αλλά και ενεργειακής ασφάλειας», καταλήγουν οι επιτελείς, χαρακτηρίζοντας παράλληλα ως «ψευδοεπιχείρημα» το ότι οι δύο χώρες έχοντας νεοεκλεγείσες κυβερνήσεις θα μπορούσαν να αναλάβουν το κόστος εκατέρωθεν υποχωρήσεων.
Η επόμενη μέρα για την Τουρκία
Αδιαμφισβήτητα μία από τις πρώτες μεγάλες προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο Ερντογάν κατά τη διάρκεια της νέας του πενταετίας στην προεδρία της χώρας είναι η εξαιρετικά κακή κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, με την τουρκική λίρα να έχει φτάσει στο ναδίρ και τον πληθωρισμό να καλπάζει. Στο πλαίσιο αυτό, αναμένεται να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο το αφήγημα που καλλιεργεί τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με το οποίο για την οικονομική κατάρρευση της Τουρκίας δεν ευθύνονται οι επιλογές της οικονομικής και νομισματικής του πολιτικής, αλλά οι εχθρικές δυνάμεις του εξωτερικού που επιθυμούν την ανατροπή του.
Οπως αναφέρει, μιλώντας στο «ΘΕΜΑ», ο καθηγητής Γεωστρατηγικής στη Σχολή Εθνικής Αμυνας (ΣΕΘΑ) Γιώργος Φίλης, ο νέος Τούρκος πρόεδρος αναμένεται να αντιμετωπίσει δύο υπαρξιακά για τη χώρα και τον ίδιο ζητήματα. «Η οικονομική κατάρρευση αναμένεται να επιταχυνθεί, αφού οι πρόσφατοι σεισμοί επέφεραν στην Τουρκία ένα κόστος κυμαινόμενο από 100 έως 200 δισ. δολάρια. Κανένας συνδυασμός κεφαλαίων χωρίς τη συμμετοχή Δυτικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δεν θα επιφέρει ουσιαστική ανακούφιση.
Ο Ερντογάν θα πρέπει να επιλέξει μεταξύ της συνέχισης της πολιτικής χαμηλών επιτοκίων και αύξησης του ΑΕΠ, αλλά με πλήρη κατάρρευση της λίρας και καμία βοήθεια πό τη Δύση, ή της αύξησης των επιτοκίων, κατάρρευσης εταιρειών και νοικοκυριών, συρρίκνωσης του ΑΕΠ αλλά σταθεροποίησης της λίρας, μέσω της βοήθειας από τους Δυτικούς», υποστηρίζει ο κ. Φίλης προσθέτοντας ότι ο Ερντογάν θα πρέπει να κατευνάσει όλους εκείνους στο εσωτερικό και στη Δύση αναφορικά με τη νέα του θητεία. «Η κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία καθιστά αναγκαία για την Ουάσινγκτον την επιβεβαίωση ότι η Τουρκία δεν θα διολισθήσει στο ευρασιατικό στρατόπεδο.
Η οικονομική κατάρρευση της Τουρκίας σε συνδυασμό με την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης Δύσης - Ρωσίας θα αναγκάσει τον Ερντογάν είτε να αλλάξει πολιτική ακυρώνοντας όλη την ιδεολογική και (γεω)πολιτική του συγκρότηση, κάνοντας εχθρό τη Ρωσία, είτε να συνεχίσει στον δρόμο της οικονομικής κατάρρευσης και πρόσδεσης στη Ρωσία, κινδυνεύοντας να βιώσει από τις αντιπολιτευόμενες δυνάμεις ένα νέο 2016», καταλήγει ο καθηγητής Γεωστρατηγικής στη ΣΕΘΑ.
Ενα ακόμη ζήτημα που αναμένεται επίσης να ενσκήψει στην Τουρκία είναι και ο περιορισμός της δημοκρατίας, αλλά και η ετεροβαρής σχέση μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, δεδομένου ότι λόγω της συμπεριφοράς του Ερντογάν ως «σουλτάνου», αλλά και των δυνατοτήτων που του δίνει το προεδρικό σύστημα, η τουρκική Εθνοσυνέλευση θα καταστεί διακοσμητική, κι αυτό παρά το γεγονός ότι την πλειοψηφία την έχει το κυβερνών κόμμα.
Οπως επισημαίνει με δήλωσή του στο «ΘΕΜΑ» ο Ιωάννης Παπαφλωράτος, νομικός - διεθνολόγος και καθηγητής στρατιωτικών σχολών, «ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εάν ολοκληρώσει τη θητεία του το 2028, θα έχει παραμείνει στα ηνία της χώρας του επί 24 και πλέον έτη. Επομένως, θα γίνεται πλέον λόγος για “εποχή Ερντογάν”. Βεβαίως, ουδείς μπορεί να προδικάσει το τελικό αποτύπωμα που θα αφήσει στην Ιστορία, καθώς είναι αντιμέτωπος με μια σειρά σοβαρών προκλήσεων. Η πρώτη εξ αυτών συνίσταται στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και την ανοικοδόμηση των σεισμόπληκτων περιοχών.
Υπενθυμίζεται ότι δύο παρόμοια θέματα βοήθησαν στην ανάδειξή του στην πρωθυπουργία, τον Μάρτιο του 2003. Μια άλλη πρόκληση είναι οι σχέσεις του με τη Δύση, τόσο με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και με την Ευρωπαϊκή Ενωση, οι οποίες θα γίνονται όλο και πιο πολύπλοκες όσο συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία. Τέλος, έχει να διαχειριστεί τις εξελίξεις στον Καύκασο, στη Λιβύη και την Ανατ. Μεσόγειο, ενώ το αφήγημα της “Γαλάζιας Πατρίδας” θα δημιουργήσει αναπόφευκτα νέα ένταση με την Ελλάδα στο Αιγαίο».
Μία ακόμη σημαντική πρόκληση πάντως, την οποία αναμένεται πως θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο Ερντογάν, έχει να κάνει με τη διαχείριση των σχέσεών του με τη Ρωσία, σε συνάρτηση και με τις πιέσεις που ήδη αντιμετωπίζει από την πλευρά της Δύσης και ιδιαίτερα των Ηνωμένων Πολιτειών, προκειμένου να κόψει τον ομφάλιο λώρο που ενώνει τις δύο πλευρές. Πρόκειται για κάτι καθόλου εύκολο για τον Ερντογάν, λόγω και της «ειδικής σχέσης» που έχει η Αγκυρα με τη Μόσχα.
Δεδομένης άλλωστε της κακής κατάστασης της τουρκικής οικονομίας ο «σουλτάνος» δεν έχει και πολλά περιθώρια να ενταχθεί πλήρως στο μέτωπο που έχουν δημιουργήσει οι χώρες της Δύσης έναντι της Ρωσίας, έπειτα από την εισβολή στην Ουκρανία, αλλά ούτε και να συμμορφωθεί με τις εκκλήσεις της Ουάσινγκτον για κυρώσεις στη Μόσχα.
Ενδεικτικά να σημειώσουμε πως οι εμπορικές συναλλαγές Τουρκίας - Ρωσίας διπλασιάστηκαν στα 68,19 δισ. δολάρια το 2022 από 34,73 δισ. δολάρια το 2021, ενώ νωρίτερα το 2023 ο Πούτιν μείωσε τις τιμές εξαγωγών του ρωσικού φυσικού αερίου στην Τουρκία, κίνηση που θεωρήθηκε πως έγινε σε μια προσπάθεια να βοηθήσει τις εκλογικές προοπτικές του Ερντογάν.