Υπερφορτώνεται ο τουρκικός μηχανισμός προπαγάνδας στοχοποιώντας σταθερά πλέον το Αιγαίο και αλλοιώνοντας την πραγματικότητα με σκοπό τη συκοφαντία της Ελλάδας στη διεθνή κοινότητα.
«Το πρόβλημα του Αιγαίου υφίσταται μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας εδώ και δεκαετίες. Οι αυξανόμενες στρατιωτικές δραστηριότητες και οι γενικότεροι λόγοι της Ελλάδας στα νησιά έχουν πυροδοτήσει ξανά την ένταση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας», αναφέρει τουρκικό ΜΜΕ.
Τονίζοντας ότι δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα ότι οι εξοπλιστικές δραστηριότητες στα νησιά παραβιάζουν σαφώς το διεθνές δίκαιο, ο Δρ. Ονούρ Ουράζ (Onur Uraz) επισημαίνει, «το δικαίωμα της Τουρκίας να χρησιμοποιεί σκληρή βία εάν η Ελλάδα προχωρήσει τις τρέχουσες παραβιάσεις της ένα βήμα παραπέρα και καταφύγει σε πράξεις που θα δώσουν στην Τουρκία το δικαίωμα αυτοάμυνας, δηλαδή παραβιάσεις της κυριαρχίας της Τουρκίας».
Ένας ακόμα Τούρκος αναλυτής-φερέφωνο του τουρκικού καθεστώτος επιχειρεί να δικαιολογήσει ανόμως τις απειλές και τις παράνομες διεκδικήσεις της Τουρκίας, μιλώντας ακόμα και για χρήση βίας από την Άγκυρα.
«Το πρόβλημα του Αιγαίου υφίσταται μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας εδώ και δεκαετίες. Μία από τις κύριες συγκρούσεις αυτού του προβλήματος είναι ότι η Ελλάδα παραβιάζει το «μη στρατιωτικό» καθεστώς των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Οι αυξανόμενες στρατιωτικές δραστηριότητες και οι γενικότεροι λόγοι της Ελλάδας στα νησιά έχουν πυροδοτήσει ξανά την ένταση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας. Ως εκ τούτου, έχει καταστεί απαραίτητο να συζητηθούν τα θεμέλια του προβλήματος του Αιγαίου στο διεθνές δίκαιο, τα επιχειρήματα των μερών και τα βήματα που μπορεί να κάνει η Τουρκία απέναντι στις αυξανόμενες δραστηριότητες της Ελλάδας.
Από την προοπτική της συνεχιζόμενης σύγκρουσης σήμερα, η σημαντική πτυχή της Απόφασης της Διάσκεψης των Πρεσβευτών του Λονδίνου είναι ότι τα νησιά που παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για στρατιωτικούς σκοπούς ή να οχυρωθούν στρατιωτικά. Η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης, σύμφωνα με το άρθρο 12, επιβεβαιώνει και αποσκοπεί στη συνέχιση της τάξης που καθιερώθηκε από το ψήφισμα της Διάσκεψης των Πρεσβευτών του Λονδίνου του 1914.
Άλλες σαφείς διατάξεις σχετικά με τον αφοπλισμό των νησιών που παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα περιλαμβάνονται στο άρθρο 13 της Συνθήκης της Λωζάνης (όσον αφορά τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο) και στο άρθρο 4 της Σύμβασης για τα Στενά της ίδιας ημερομηνίας (Σαμαντίρεκ, Λήμνος, Imroz/Gökçeada, Bozcaada και Rabbit). Μια άλλη αξιοσημείωτη κατάσταση είναι ότι ενώ δεν υπάρχει άμεση διάταξη σχετικά με τον αφοπλισμό των 12 νησιών, τα οποία επιβεβαιώθηκε ότι παραμένουν στην Ιταλία με τη Συνθήκη της Λωζάνης, κρίθηκε σκόπιμη μια ρύθμιση προς αυτή την κατεύθυνση σχετικά με τα νησιά που απέμειναν στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τη συνθήκη, οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις στα εν λόγω νησιά θα περιοριστούν σε μια τακτική στρατιωτική μονάδα που θα μπορεί να στρατολογηθεί και να εκπαιδευτεί επιτόπου και μια οργάνωση χωροφυλακής και αστυνομίας που θα είναι ανάλογη με τον αριθμό των χωροφυλάκων και της αστυνομίας στο ολόκληρη την ελληνική επικράτεια.
Δύο άλλα σημαντικά βήματα σχετικά με τον αφοπλισμό των νησιών είναι η Σύμβαση του Μοντρέ του 1936 και η Συνθήκη Ειρήνης του Παρισιού του 1947. Με το πρόσθετο πρωτόκολλο της Σύμβασης του Μοντρέ, έγινε αποδεκτή η εκ νέου ανάπτυξη στρατιωτών και όπλων στην «περιοχή των Στενών» της Τουρκίας. Η Συνθήκη Ειρήνης του Παρισιού υπογράφηκε μεταξύ των νικηφόρων κρατών και της Ιταλίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η Τουρκία δεν είναι μέρος αυτής της συνθήκης. Το άρθρο 15 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων ορίζει ότι τα 12 νησιά παραχωρούνται στην Ελλάδα από την ηττημένη Ιταλία. Η δεύτερη παράγραφος του ίδιου άρθρου αναφέρει ξεκάθαρα ότι 12 νησιά θα αφοπλιστούν. (Αυτά τα νησιά είναι και θα παραμείνουν αποστρατιωτικοποιημένα).
Το πρώτο από τα επιχειρήματα της Ελλάδας αφορά σε νησιά όπως η Λήμνος και η Σαμοθράκη στο Βορειοανατολικό Αιγαίο. Σύμφωνα με το επιχείρημα της Ελλάδας, το καθεστώς αυτών των νησιών ρυθμίστηκε από τη Σύμβαση για τα Στενά της Λωζάνης του 1923, μια επέκταση της Συνθήκης της Λωζάνης, και τα τουρκικά και ελληνικά νησιά στην περιοχή αφοπλίστηκαν. Ωστόσο, η Σύμβαση του Μοντρέ του 1936 και η Σύμβαση για τα Στενά της Λωζάνης του 1923 καταργήθηκαν. Στη Σύμβαση για τα Στενά του Μοντρέ δεν έγινε παρόμοια ρύθμιση για τα ελληνικά νησιά.
Η ελληνική πλευρά ενεργεί βάσει του προοιμίου της Σύμβασης του Μοντρέ για τα Στενά, χρησιμοποιώντας τη φράση «η Σύμβαση αντικαθιστά τη Σύμβαση για τα Στενά του 1923» και την απουσία ανάλογης διάταξης «αφοπλισμού». Ωστόσο, δεν είναι σαφές εάν η Σύμβαση του Μοντρέ ρυθμίζει μόνο τις διατάξεις ή καταργεί ολόκληρη τη Σύμβαση για τα Στενά. Διότι η Σύμβαση του 1923 για τα Στενά της Λωζάνης είναι μια φυσική επέκταση της Συνθήκης της Λωζάνης. Επιπλέον, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η Σύμβαση για τα Στενά του Μοντρέ έχει δημιουργήσει μια πλήρη κατάργηση, η επανεμπλοκή στρατιωτικών δραστηριοτήτων της Τουρκίας στη ζώνη του Βοσπόρου συνέβη με τη ρητή διάταξη στο πρόσθετο πρωτόκολλο της Σύμβασης για τα Στενά του Μοντρέ.
Το δεύτερο επιχείρημα της Ελλάδας αφορά τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου όπως η Λέσβος και η Χίος και αφορά κατά βάση το 13ο άρθρο της Συνθήκης της Λωζάνης. Στο άρθρο 13 της Συνθήκης της Λωζάνης, δεν υπάρχει ρητός περιορισμός στον αριθμό των στρατιωτών και στον τύπο στρατιώτη που απαγορεύεται να αναπτυχθεί. Ωστόσο, αν και η Συνθήκη της Λωζάνης δεν χρησιμοποιούσε άμεσα τον όρο «αφοπλισμός» όπως η Συνθήκη των Παρισίων, όταν διαβάζονται μαζί τόσο η γενική δομή του άρθρου 13 και του άρθρου 12 όσο και το ψήφισμα της Διάσκεψης των Πρεσβευτών του Λονδίνου του 1914, γίνεται σαφές ότι το ελληνικό επιχείρημα είναι παράλογο.
Το τρίτο επιχείρημα της Ελλάδας αφορά τα νησιά του Νοτιοανατολικού Αιγαίου (Δωδεκάνησα). Εφόσον η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση των Παρισίων, δεν υπάρχει καμία ευκαιρία να επιβεβαιωθεί η ρήτρα αφοπλισμού εδώ κατά της Ελλάδας. Ωστόσο, η σχετική δέσμευση αφοπλισμού προστέθηκε για την προστασία της περιφερειακής ασφάλειας, λαμβάνοντας υπόψη τις ανησυχίες της Τουρκίας, και αποτελεί την ουσιαστική διάταξη της συνθήκης. Από την άποψη αυτή, ακόμη και αν η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος αυτής της συνθήκης, είναι δικαιούχος τρίτη χώρα λόγω της φύσης της συνθήκης και μπορεί να απαιτήσει από την Ελλάδα να τηρήσει τη σχετική υποχρέωσή της.
Στην πραγματικότητα, υπό το φως των διατάξεων της Συνθήκης των Παρισίων και της Συνθήκης της Λωζάνης, η Ελλάδα, έχοντας επίγνωση της ανεπαρκούς νομικής αιτιολόγησης για τα νησιά του Κεντρικού και Νοτίου Αιγαίου, προέβαλε το επιχείρημα "rebus sic stantibus" μετά το 1990. Το επιχείρημα του rebus sic stantibus, το οποίο είναι μία από τις βασικές αρχές του δικαίου των συνθηκών, σημαίνει ότι μια συνθήκη ή μια διάταξή της καθίσταται ανεφάρμοστη ως αποτέλεσμα μιας ουσιαστικής αλλαγής των συνθηκών. Το πρώτο επιχείρημα της Ελλάδας σε αυτό το πλαίσιο. Το γεγονός ότι και τα δύο κράτη είναι μέλη του ΝΑΤΟ και έχουν ένα κοινό αμυντικό σύστημα εξαλείφει τις ανησυχίες για την ασφάλεια που αποτελούν τη βάση του αφοπλισμού. Ένα άλλο επιχείρημα είναι ότι η Τουρκία θεωρεί την ιδέα της μονομερούς επέκτασης των χωρικών της υδάτων από 6 μίλια σε 12 μίλια από την Ελλάδα ως αιτία πολέμου (casus belli), ότι αλλάζει ριζικά τις συνθήκες και δημιουργεί το δικαίωμα αυτοάμυνας. Η ίδρυση από την Τουρκία του Στρατού Αιγαίου (4η Στρατιά) στις 20 Ιουλίου 1975 ανεξάρτητα από το ΝΑΤΟ και η ανάπτυξή του στα ελληνικά νησιά είχε παρόμοια επίδραση στην Ελλάδα.
Η νομική βάση των παραπάνω ισχυρισμών της Ελλάδας είναι επίσης σοβαρά αδύναμη. Διότι η ιδέα της Ελλάδας να αυξήσει μονομερώς τις χωρικές θαλάσσιες περιοχές των νησιών με τρόπο που θα συνιστούσε ξεκάθαρη επίθεση στο κυριαρχικό δικαίωμα της Τουρκίας παραβιάζοντας τις διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης και τη δέσμευση προς το ΝΑΤΟ είναι ξεκάθαρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, η δήλωση της Τουρκίας ότι θα χρησιμοποιήσει το δικαίωμα αυτοάμυνας είναι κυρίαρχο δικαίωμα παρά θεμελιώδης αλλαγή των συνθηκών.
Επιπλέον, η ίδρυση από την Τουρκία του Στρατού Αιγαίου (4η Στρατιά) αποτελεί φυσική προέκταση της κυριαρχίας της. Η Τουρκία δεν έχει καμία δέσμευση ότι δεν θα το κάνει αυτό. Ωστόσο, η Ελλάδα δεσμεύεται από τις διατάξεις για τον αφοπλισμό των προαναφερόμενων συμβάσεων. Ο ισχυρισμός της Ελλάδας ότι τονίζοντας την αρχή της «κυριαρχίας» και τον ισχυρισμό ότι μπορεί να παραβιάζει την αρχή της «πιστότητας της συνθήκης» έρχεται σε αντίθεση με όλες τις διδασκαλίες του διεθνούς δικαίου. Από την άλλη πλευρά, είναι σαφές ότι το κοινό αμυντικό σύστημα υπό το ΝΑΤΟ δεν προσφέρει έγκυρες προϋποθέσεις για την αλλαγή της νομικής κατάστασης, ειδικά στις σημερινές συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση της διεθνούς τάξης.
Αναμένεται ότι το πρόβλημα μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας θα επιλυθεί με ειρηνικά μέσα. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις και οι προσπάθειες διαμεσολάβησης που συνεχίζονται εδώ και χρόνια είναι διαρκώς ατελέσφορες, η επικίνδυνη αυτοπεποίθηση της Ελλάδας και το γεγονός ότι η εν λόγω διαμάχη δεν μπορεί να προσαχθεί στη διεθνή δικαιοσύνη χωρίς τη συναίνεση και των δύο μερών δεν κάνει πιθανή την ειρηνική λύση προς το παρόν.
Από την άλλη, δεν υπάρχει κανένα επιχείρημα ότι οι εξοπλιστικές δραστηριότητες στα νησιά παραβιάζουν σαφώς το διεθνές δίκαιο. Εάν η Ελλάδα προχωρήσει τις τρέχουσες παραβιάσεις της ένα βήμα παραπέρα και καταφύγει σε πράξεις που θα δώσουν στην Τουρκία το δικαίωμα της αυτοάμυνας, δηλαδή παραβιάσεις της κυριαρχίας της Τουρκίας, η Τουρκία έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει σκληρή βία.
Για παράδειγμα, οι μονομερείς προσπάθειες «de facto» ή «de jure» για επέκταση των χωρικών υδάτων των νησιών έχουν χαρακτήρα παραβίασης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Τουρκίας. Αυτή η κατάσταση δίνει στην Τουρκία το δικαίωμα της αυτοάμυνας.
Και πάλι, σε περίπτωση που οι στρατιωτικές δραστηριότητες στα νησιά μετατραπούν σε απειλή επίθεσης κατά της Τουρκίας, και αυτή η απειλή είναι ξαφνική, αναπόφευκτη, δεν μπορεί να εξαλειφθεί με άλλα μέσα και δεν υπάρξει ευκαιρία διαπραγμάτευσης για τη λύση του προβλήματος, το δικαίωμα άμυνας για αμυντικούς σκοπούς προκύπτει για την Τουρκία.
Είναι σημαντικό τα νομικά στοιχεία και τα επιχειρήματα που θα διασφαλίσουν τη νομιμότητά του να υποβληθούν σε προσεκτική επεξεργασία και να διαβιβαστούν στη διεθνή κοινότητα σε περίπτωση που προκύψουν οι συνθήκες που θα υποχρεώσουν την Τουρκία να χρησιμοποιήσει βία».
Εν κατακλείδι, ο Τούρκος αναλυτής κατηγορεί την Ελλάδα για παραβίαση των διατάξεων των ισχυουσών συνθηκών και νομιμοποιεί την οποιαδήποτε πολεμική αντίδραση της Τουρκίας, χαρακτηρίζοντάς την "αυτοάμυνα".
Η Ελλάδα ωστόσο είναι σαφές πως δεν απειλεί κανέναν, αλλά απειλείται, και ως εκ τούτου οποιαδήποτε διένεξη στο Αιγαίο έχει ως βασική πηγή την Τουρκία και την νεο-οθωμανική πολεμική ρητορική της, κάτι που είναι σαφές σε ολόκληρη τη διεθνή κοινότητα.