Οι επανειλημμένες εκκλήσεις του Ερντογάν, να διευθετηθεί η «διαφορά στο Κασμίρ» στον ΟΗΕ-παρά τη διεθνή θέση που δηλώνεται, ότι το ζήτημα είναι διμερές ζήτημα και πρέπει να επιλυθεί μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν-έχουν οδηγήσει σε μια αναταραχή των σχέσεων.
Η ραγδαία επιδείνωση της σχέσης των δυο χωρών, προκλήθηκε από την παρέμβαση του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις εσωτερικές υποθέσεις της Ινδίας. Το «κατηγορώ» του Ερντογάν κατά της Ινδίας, επικεντρώνεται στη μεταχείριση του μουσουλμανικού πληθυσμού και στον έλεγχο του Νέου Δελχί στην αμφισβητούμενη περιοχή του Κασμίρ.
Υπάρχει η υποψία στην Ινδία ότι η Τουρκία υιοθετεί μια τέτοια στάση, ενώ εκφράζεται από το Πακιστάν. Οι προσπάθειες του Ερντογάν να αναπτύξει βαθιούς στρατιωτικούς δεσμούς με το Πακιστάν σε βάρος της Ινδίας, δεν βοήθησαν ιδιαίτερα την κατάσταση. Χάρη σε όλους αυτούς τους παράγοντες, η Ινδία παίρνει μια σκληρή θέση απέναντι στην Τουρκία.
Η Τουρκία και η Ινδία διατηρούσαν διμερείς σχέσεις εδώ και αιώνες. Ωστόσο, αυτή η σχέση βρίσκεται σε καθοδική πορεία. Οποιοσδήποτε ιστορικός και πολιτιστικός δεσμός που μοιράζονται, εξαφανίζεται με τέτοια ταχύτητα, που και οι δύο ανταλλάσσουν τώρα ανοιχτά διπλωματικά χτυπήματα στην παγκόσμια σκηνή, όχι σε μυστικό, διπλωματικό επίπεδο, αλλά δημοσίως. Οι αυξημένες εντάσεις τους είναι πιθανό να δημιουργήσουν συνθήκες πολέμου, με την Ινδική κοινωνία να καλεί πλέον ανοιχτά σε ενέργειες κατά της Τουρκίας.
Ο Ερντογάν είχε πει στο παρελθόν, ότι «η Ινδία αυτή τη στιγμή έχει γίνει μια χώρα όπου οι σφαγές είναι ευρέως διαδεδομένες. Ποιες σφαγές; Σφαγές μουσουλμάνων. Από ποιον; Τους Ινδουιστές!». Είναι δυνατόν να μιλάει τούρκος για σφαγές, όταν η Τουρκία είναι ο εμπνευστής των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας; Κάθε γενοκτονία που έχει διαπραχθεί έχει τις ρίζες της στην σφαγή της Χίου, του Πόντου, της Ιωνίας, των Αρμενίων, των Ασσυρίων, κάθε εθνικής μειονότητας η οποία είχε την ατυχία να βρίσκεται εντός τουρκικής διοίκησης.
Προστίθεται σε αυτό το γεγονός, ότι ο Ερντογάν έθεσε το ζήτημα του Κασμίρ υπό την ινδική διοίκηση, στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ για τρία συνεχόμενα χρόνια ενώ γνώριζε καλά ότι τα μόνιμα πέντε μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και ο κόσμος γενικά, δεν επιθυμούν να παρέμβουν σε ένα θέμα που πιστεύουν ότι εμπίπτει απόλυτα στις εσωτερικές υποθέσεις της Ινδίας.
Τόσο το καθεστώς των μουσουλμάνων όσο και αυτό του Κασμίρ, ήταν πάντα «αδιάφορα ζητήματα» στην ινδική πολιτική. Όποιος μιλάει για αυτά τα θέματα ή εγείρει ανησυχίες σχετικά με αυτά, είτε εντός της χώρας είτε εκτός, αντιμετωπίζεται με βαθιά καχυποψία και με κάποιο βαθμό εχθρότητας.
Υπάρχει η υποψία στην Ινδία ότι η Τουρκία υιοθετεί μια τέτοια στάση, για να δεσμεύσει στρατιωτικά – όπως έκανε με το Αζερμπαϊτζάν – και το Πακιστάν. Οι προσπάθειες του Ερντογάν να αναπτύξει στενούς στρατιωτικούς δεσμούς με το Πακιστάν σε βάρος της Ινδίας, επιδείνωσαν την κατάσταση. Χάρη σε όλους αυτούς τους παράγοντες, η Ινδία παίρνει μια σκληρή θέση απέναντι στην Τουρκία. Θέση που μπορεί να καταλήξει ακόμα και σε πολεμική σύγκρουση.
Είναι πολύ νωρίς για να πούμε ποιος θα χάσει περισσότερο από τις συνέπειες. Ωστόσο, οι πρώτες ενδείξεις υποδηλώνουν ότι οι κατευθύνσεις εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν έναντι της Ινδίας, ενδέχεται να κοστίσουν ακριβά στην Τουρκία.
Στο παρελθόν, όποτε υπήρχε μια τέτοια πρόκληση από τον Ερντογάν, το Νέο Δελχί προσπαθούσε να εκφράσει την οργή του με διπλωματικά μέσα. Απαντώντας στα σχόλια του Ερντογάν για το Κασμίρ, κατά την ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 2020, το Υπουργείο Εξωτερικών της Ινδίας επέλεξε μια διπλωματική αντίδραση, υποστηρίζοντας ότι «αυτές οι παρατηρήσεις (για το Κασμίρ), δεν αντικατοπτρίζουν ούτε την κατανόηση της ιστορίας ούτε τη διεξαγωγή διπλωματίας. Διαστρεβλώνουν γεγονότα του παρελθόντος, για να προωθήσουν μια στενόμυαλη άποψη για το παρόν».
Όταν όμως ο Ερντογάν προσπάθησε να διεθνοποιήσει την «εσωτερική διαμάχη» για το Κασμίρι στον ΟΗΕ, ο πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι, απάντησε πραγματοποιώντας συναντήσεις με τον πρόεδρο της Κύπρου και τον πρωθυπουργό της Αρμενίας, αλλά και «απόρρητη» συνάντηση με Έλληνα αξιωματούχο, στο περιθώριο της ετήσιας συνάντησης του Οργανισμού. Ελλάδα, Κύπρος και Αρμενία έχουν σοβαρές διαφορές με την Τουρκία και συχνά χρειάζονται σημαντικούς παγκόσμιους παίκτες, για να μιλήσουν εκ μέρους τους. Τέτοιος παγκόσμιος παίκτης και μάλιστα πυρηνική δύναμη, είναι η Ινδία.
Αυτή τη φορά, όταν ο Ερντογάν αποφάσισε πάλι να «καβαλήσει» το αγαπημένο του καλάμι στην ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, το Νέο Δελχί προχώρησε σε πραγματικό διπλωματικό πόλεμο. Η Ινδία υπενθύμισε στην Τουρκία ότι σε αντίθεση με την Άγκυρα, η οποία εισέβαλε και κατέλαβε μέρος του κυρίαρχου κράτους της Κύπρου το 1974, το Νέο Δελχί δεν έχει λάβει τέτοια μέτρα σε σχέση με το Κασμίρ.
Αν μη τι άλλο, η Ινδία υπερασπίστηκε επανειλημμένα το κυρίαρχο έδαφός της στο Κασμίρ, ενάντια στην εισβολή από το γειτονικό Πακιστάν. Για να «υπενθυμίσει» στον Ερντογάν ότι η εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας κρέμεται από μία κλωστή και τη δεινή διεθνή της θέση, ο Ινδός υπουργός Εξωτερικών, που ήταν παρών στην UNGA συγκάλεσε εσπευσμένα μια συνάντηση με τον Κύπριο ομόλογό του για να συζητήσει το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, σχετικά με την Τουρκική εισβολή και κατοχή της βόρειας Κύπρου και την επανένωση του νησιού.
Χάρη στη «συνεπή» εχθρική στάση του Ερντογάν κατά της Ινδίας σε διάφορα παγκόσμια φόρουμ, το Νέο Δελχί φαίνεται ότι αποφάσισε τελικά να εγκαταλείψει όλες τις διπλωματικές προσεγγίσεις προς την Άγκυρα. Υπό την ηγεσία μιας εθνικιστικής κυβέρνησης, το Νέο Δελχί προβαίνει πλέον σε αυτό που μπορεί να περιγραφεί ως «επιθετική διπλωματία».
Ενώ το Νέο Δελχί υποστήριζε, ότι «η Τουρκία πρέπει να μάθει να σέβεται την κυριαρχία των άλλων εθνών και να προβληματίζεται βαθύτερα για τις πολιτικές της» το 2020, συντάσσεται τώρα ανοιχτά με τους εχθρούς της Τουρκίας, με πρόθεση να υπονομεύσει τα συμφέροντα της Άγκυρας στην περιοχή.
Για να κλιμακώσει περαιτέρω την επίθεσή του κατά της Τουρκίας, το Νέο Δελχί συνήψε αμυντική συμφωνία με την Αρμενία, τον παραδοσιακό αντίπαλο της Τουρκίας στην περιοχή. Σε μια συμφωνία 40 εκατομμυρίων δολαρίων, το Νέο Δελχί προμήθευσε το Ερεβάν με τέσσερα ραντάρ εντοπισμού όπλων SWATHI, που αναπτύχθηκαν από τον Οργανισμό Αμυντικής Έρευνας και Ανάπτυξης της χώρας (DRDO). Η Ινδία έχει επίσης ενταχθεί, στον συνασπισμό των χωρών που καταδικάζουν τις διασυνοριακές επιθέσεις της Άγκυρας εναντίον των κουρδικών δυνάμεων στη Συρία.
Σύμφωνα με τους εθνικιστές της Ινδίας, δεν πρέπει να υπάρχει πολιτιστική ανταλλαγή μεταξύ Τουρκίας και Ινδίας. Κατά την άποψή τους, δεδομένου ότι ο Ερντογάν, ο σκληροπυρηνικός Ισλαμιστής ηγέτης της Τουρκίας, συνηθίζει να υποστηρίζει το Πακιστάν στην αμφισβητούμενη περιοχή Τζαμού και Κασμίρ, η προώθηση των πολιτιστικών δεσμών είναι ακατάλληλη.
Κάποτε η Τουρκία, ήταν κορυφαίος τουριστικός προορισμός για τους Ινδούς. Πλέον όμως υφίσταται ολικό μποϊκοτάζ, τόσο από τους ινδούς πολίτες όσο και από τα μεγάλα ταξιδιωτικά γραφεία.
Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε, είναι ότι τόσο η Άγκυρα όσο και το Νέο Δελχί, βρίσκονται υπό τον έλεγχο δύο δεξιών κυβερνήσεων η μία ισλαμιστική και η άλλη ινδουιστική. Πολλές από τις διατριβές που ανταλλάσσονται μεταξύ αυτών των δύο κυβερνήσεων, αναφέρονται στις συγκεκριμένες αφηγήσεις του θρησκευτικού εθνικισμού. Η σκληρή στάση του Ερντογάν στις εσωτερικές υποθέσεις της Ινδίας, απορρέει από την ίδια την προσπάθεια της Τουρκίας, να καθιερώσει τα διαπιστευτήριά της ως ένα σύγχρονο, χωρίς σύνορα ισλαμικό καθεστώς μεταξύ των μουσουλμανικών κρατών.
Δώσαμε μεγάλη έμφαση στην πολιτιστική εχθρότητα μεταξύ Ινδίας και Τουρκίας, διότι είναι ίσως η μόνη πληγή που δεν μπορεί να επουλωθεί. Απομένει η συνέχιση των τουρκικών προκλήσεων, με την στρατιωτική σύμπλευση Πακιστάν – Τουρκίας, για να ανάψει το φυτίλι μίας περιφερειακής σύγκρουσης που μπορεί να γίνει παγκόσμια.