Για άλλη μία φορά το ΝΑΤΟ στέκεται στο πλευρό της Τουρκίας. Στο Πενταπόσταγμα έχουμε αναφέρει πολλάκις πως Βορειοατλαντική Συμμαχία το μόνο που κάνει είναι να προστατεύει τον Ερντογάν.
Έφθασε μάλιστα στο σημείο να υπερασπιστεί τον Ερντογάν έναντι του Μακρόν για το περιστατικό στη Λιβύη. Όπως αναφέραμε πριν λίγες ημέρες, η έρευνα του ΝΑΤΟ για το θερμό επεισόδιο μεταξύ γαλλικών και τουρκικών πλοίων τον περασμένο Ιούνιο χαρακτηρίστηκε εξαιρετικά ευαίσθητο θέμα, προκειμένου να συζητηθεί δημόσια, ενώ δεν αποδίδει ευθύνες στην Αγκυρα!
Το παρασκήνιο των συνομιλιών
Οι πρώτες εκδοχές του άτυπου εγγράφου που είχε συντάξει ο γ.γ. του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ και αποτέλεσε πρόπλασμα για την ανταλλαγή απόψεων Ελλάδας και Τουρκίας ήρθε στη δημοσιότητα, έργο που ανέλαβαν τις προηγούμενες ημέρες οι στρατιωτικοί αντιπρόσωποι των δύο χωρών, ο αντιναύαρχος Ιωάννης Παυλόπουλος και ο ομόλογός του αντιπτέραρχος Ισμαήλ Ουνέρ.
Σε αυτό όπως θα δείτε δεν υπάρχει καμία καταδίκη της Τουρκίας, παρά μόνο καταγραφή των γεγονότων!
Εως σήμερα το έγγραφο έχει υποστεί τουλάχιστον οκτώ μετατροπές, έπειτα από ισάριθμες προτάσεις που κατέθεταν προς τον πρόεδρο ή τον αντιπρόεδρο της Στρατιωτικής Επιτροπής ο εκπρόσωπος της Ελλάδας ή της Τουρκίας, υπό τη μορφή υποβολής σχολίων, σύμφωνα με την ''ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ''.
Από τις επτά παραγράφους του άτυπου εγγράφου με τίτλο «προσχέδιο προκαταρκτικού εγγράφου για τον μηχανισμό αποτροπής συγκρούσεων του ΝΑΤΟ», πλέον ενδεικτική της μορφής των επαφών ανάμεσα στις δύο αντιπροσωπείες είναι η πέμπτη. Τονίζεται ότι «για να διασφαλίσουμε ότι τα έθνη μας έχουν το όφελος της στρατιωτικής κατεύθυνσης και ηγεσίας στο υψηλότερο επίπεδο, δεσμευόμαστε στην άμεση διαθεσιμότητα 24ωρων γραμμών απευθείας επικοινωνίας μέσω ασφαλών νατοϊκών και διμερών δικτύων επικοινωνίας, ώστε να μπορούμε να έλθουμε σε επαφή και να ξεκινήσουμε την αποκλιμάκωση όποτε είναι απαραίτητο και να συζητήσουμε επείγοντα ζητήματος ενδιαφέροντος που προκύπτουν από τις στρατιωτικές δραστηριότητες και τους ελιγμούς μας».
Προηγουμένως, στην τρίτη παράγραφο υπάρχει σαφής αναφορά στις δραστηριότητες του «Ορούτς Ρέις» και στην ανάγκη απόσυρσης των ναυτικών μονάδων από την περιοχή.
Τονίζεται, συγκεκριμένα, ότι «συμφωνούμε ώστε άμεσα και μεθοδικά να αποχωρήσουν όλες οι ευρισκόμενες σε κόκκινο συναγερμό αεροπορικές και θαλάσσιες αναπτύξεις δραστηριοτήτων που άρχισαν ως αποτέλεσμα των πρόσφατων διμερών εντάσεων, ξεκινώντας με την απόσυρση όλων των ναυτικών μονάδων και των σχετικών πολιτικών σκαφών από το σύνολο της περιοχής της αντιπαράθεσης, με σκοπό την αποκλιμάκωση και την αποφυγή των συγκρούσεων». Σημειώνεται ότι η ελληνική πλευρά είχε προτείνει και την ονομαστική αναφορά του «Ορούτς Ρέις» στο υπό διαμόρφωση κείμενο, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έγινε δεκτό από την τουρκική.
Σκοπός των επαφών σε επίπεδο ΝΑΤΟ δεν είναι παρά η αναβίωση, με πιο συνεκτικό τρόπο, των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Οπως φάνηκε και από την επικοινωνιακή διαχείριση της ανταλλαγής απόψεων ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, η Αθήνα δεν επιθυμεί βαθύτερη εμπλοκή του ΝΑΤΟ.
Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, η Αθήνα θεωρεί ότι εμπλέκοντας το ΝΑΤΟ η Αγκυρα επιθυμεί να αμβλύνει τις γωνίες, που δεν είναι άλλες από την αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, και να τις παρουσιάσει ως «διμερείς» διαφορές. Υπενθυμίζεται ότι σε προηγούμενη φάση, και με την ενθάρρυνση του ΝΑΤΟ, αυτός ο διμερής μηχανισμός αποφυγής συγκρούσεων και αποτροπής ατυχημάτων σχεδιαζόταν να γίνει αντικείμενο συζητήσεων σε επίπεδο αρχηγών Ενόπλων Δυνάμεων, δηλαδή ανάμεσα στον κ. Φλώρο και στον Τούρκο ομόλογό του Γιασάρ Γκιουλέρ.
Πρακτικά οι συζητήσεις στο ΝΑΤΟ συνιστούν μια προσπάθεια να επανέλθουν σε ισχύ θέματα για τα οποία υπήρχε πολυετής συμφωνία ανάμεσα σε Αθήνα και Αγκυρα. Στις 10 Ιουνίου 2006, οι τότε υπουργοί Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη και Αμπντουλάχ Γκιούλ, σε συνάντηση που είχαν στην Κωνσταντινούπολη, είχαν συμφωνήσει στην ενεργοποίηση 24ωρης «κόκκινης γραμμής» ανάμεσα στα αεροπορικά στρατηγεία Λάρισας και Εσκί Σεχίρ, την επέκταση του μνημονίου Γιλμάζ – Παπούλια από δύο σε τρεις μήνες (δηλαδή του θερινού μορατόριουμ), αλλά και την εγκαθίδρυση απευθείας «κόκκινης γραμμής» ανάμεσα στους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων των δύο χωρών.