Από την ίδρυσή της, σχεδόν πριν από έναν αιώνα, ο στόχος της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας συνοψίζεται σε μια απλή φράση: «Μηδενικά προβλήματα με τους γείτονές μας». Αλλά η κατάσταση φαίνεται πλέον να είναι διαφορετική «Έχουμε προβλήματα με όλους τους γείτονές μας, ακόμη και με τους υπερατλαντικούς συμμάχους μας». Επίσης στο εσωτερικό οι Τούρκοι έχουν να αντιμετωπίσουν μια αφθονία πολιτικών προβλημάτων, καθώς βρίσκονται κάτω από μεγάλη πίεση εξαιτίας των πολέμων στη Συρία και το Ιράκ, αλλά και τον καθορισμό της ΑΟΖ σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Είναι μία σπάνια περίπτωση συνεχούς εντάσεως και κρούσεων στη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Από την άλλη μεριά, κινείται όλο και πιο κοντά στην Ρωσία, είτε με το συντονισμό των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Μέση Ανατολή ή και συμφωνώντας να αγοράσουν το σύστημα αεράμυνας S-400, παρά τις διαμαρτυρίες από τις ΗΠΑ και τις άλλες χώρες του ΝΑΤΟ. Πέραν αυτών, εμβαθύνει τη στρατηγική της συνεργασία με τη Ρωσία ενώ οι ΗΠΑ επιθυμούν να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από τη Συρία. Επίσης ενισχύει το ναυτικό της συντονισμό με τη Ρωσία στη Μαύρη Θάλασσα και διαπραγματεύεται την επέκταση των διμερών οικονομικών δεσμών των. Επίσης στη Συρία, μαζί με τη Ρωσία συμφώνησαν να δημιουργήσουν ένα κοινό κέντρο συντονισμού για τη διεξαγωγή κοινών στρατιωτικών περιπολιών κατά μήκος των μετώπων στη Βόρεια Συρία.
Φαίνεται λοιπόν ότι υπάρχει σημαντική επιδείνωση των ήδη τεταμένων σχέσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Τουρκίας το τελευταίο διάστημα, κυρίως για τους παρακάτω πέντε λόγους:
1. Από τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία, έχει μείνει η πικρία της Τουρκίας για την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών που παρέχουν στη συριακή επέκταση του κουρδικού στοιχείου και του επιχειρησιακού βραχίονα (YPG) που πολέμησε το Ισλαμικό Κράτος, στο πλαίσιο των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF). Επί του παρόντος, αμφότερες οι χώρες αδυνατούν να συνεργαστούν μετά την ήττα του Ισλαμικού Κράτους και έτσι αναστέλλεται η απόφαση του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τράμπ να αποσύρει τις περισσότερες αμερικανικές δυνάμεις από τη Συρία. Το κεντρικό ζήτημα αφορά το μέλλον των κουρδικών δυνάμεων. Ενώ η αμερικανική κυβέρνηση θέλει να εγγυηθεί την ασφάλεια των συμμάχων της, η Τουρκία εξακολουθεί να τους βλέπει ως απειλή και θέλει να επεκτείνει τη δική της επιρροή στη βόρεια Συρία.
2. Οι εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία, κυρίως οι προσπάθειες του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να επεκτείνει και να ενισχύσει την πολιτική του εξουσία, δημιουργεί σημαντική ζημιά στον δημοκρατικό ιστό της χώρας του. Ο Ερντογάν και οι υποστηρικτές του, συχνά χρησιμοποιούν φλογερή ρητορική εναντίον της αμερικανικής κυβέρνησης και της περιφερειακής δραστηριότητάς της για να συνθέσουν τη δική τους αφήγηση, δηλαδή ότι η πηγή των προβλημάτων της Τουρκίας είναι εξωτερική και οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε εξωτερικά στοιχεία καθώς η Τουρκία έχει αυξήσει υπερβολικά την ισχύ της, την τελευταία δεκαετία.
3. Την ίδια στιγμή, Η Τουρκία αντιμετωπίζει πολύπλοκα οικονομικά προβλήματα και σημαντική πτώση της αξίας της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου. Κατά τη διάρκεια της έντασης των σχέσεων των δύο κρατών με εκκίνηση την κράτηση του Πάστορα Μπρόνσον, τότε ο Πρόεδρος Τράμπ διέταξε την επιβολή αυστηρών τιμολογιακών ρυθμίσεων στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου από την Τουρκία. Πέραν αυτών, επιβλήθηκαν και πρόσθετες οικονομικές κυρώσεις λόγω της εμμονής για αγορά του αντιαεροπορικού συστήματος S-400 από τους Ρώσους. Συνολικά, ο Ερντογάν κατηγορεί συχνά τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους έναντι της Τουρκίας.
4. Η απόφαση που έλαβε η διοίκηση Τράμπ σε σχέση με το Ισραήλ και κυρίως η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ και της μετεγκατάστασης της πρεσβείας των ΗΠΑ, καθώς και η προεδρική διακήρυξη που αναγνωρίζει την ισραηλινή κυριαρχία επί των υψωμάτων του Γκολάν, είναι ένα ακόμη πεδίο αντιπαραθέσεως. Η Τουρκία επέκρινε έντονα αυτά τα βήματα και ήταν από τα πρώτα μουσουλμανικά κράτη που αντιτάχθηκαν.
5. Τέλος η αμερικανική υποστήριξη του άξονα Ισραήλ-Ελλάδας-Κύπρου, που αντικατοπτρίζεται από τη συμμετοχή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο στη συνάντηση των ηγετών των χωρών αυτών τον Μάρτιο, θεωρήθηκε ως ένα ακόμη κτύπημα εναντίον της Τουρκίας.
Ο Ερντογάν επιβεβαιώνει με κάθε ευκαιρία την πρόθεσή του να αγοράσει και να εγκαταστήσει το ρωσικό Πυραυλικό Σύστημα S-400 παρά τις σημαντικές πιέσεις από τις ΗΠΑ που περιλαμβάνουν απειλές κυρώσεων και αποπομπής της από τη συμπαραγωγή και τη μη παράδοση των αεροσκαφών F-35. Μάλιστα δήλωσε ότι η Τουρκία θα μπορούσε να αγοράσει το ρωσικό S-500 εκτός από το S-400 σε ένδειξη της αποφασιστικότητάς του να ακολουθήσει στενότερους αμυντικούς δεσμούς με το Κρεμλίνο. Η εμβάθυνση της συνεργασίας της Τουρκίας με τη Ρωσία φαίνεται να υπονομεύει τη συνοχή του ΝΑΤΟ και θέτει σε κίνδυνο τις προοπτικές μιας συμφωνίας μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας για τη σταθεροποίηση της Ανατολικής Συρίας.
Οι ΗΠΑ σήμερα είναι απίθανο να επιτύχουν μια αλλαγή στη συμπεριφορά του Ερντογάν και να καλύψουν το διευρυνόμενο στρατηγικό χάσμα με την Τουρκία. Η εκτίμηση, από τη συνεργασία του Κρεμλίνου με την Άγκυρα είναι ότι θα μπορούσε να διαταράξει την απόφαση λήψης αποφάσεων του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου του ΝΑΤΟ που βασίζεται στην αρχή της συναίνεσης. Εννοώ ότι η Ρωσία θα μπορούσε τελικά να χρησιμοποιήσει τη διαφωνία της Τουρκίας για να επιτύχει defacto βέτο στην εφαρμογή βίας «συλλογικής άμυνας» μέσω του Άρθρου 5 του καταστατικού του ΝΑΤΟ.
Αυτοί οι λόγοι έχουν οδηγήσει αρκετούς αναλυτές στρατηγικής να αναρωτιούνται αν το ΝΑΤΟ θα μπορούσε να είναι σε καλύτερη θέση χωρίς την Τουρκία ως μέλος της συμμαχίας. Αυτό όμως είναι ομολογουμένως μια πολύ δύσκολη απόφαση. Καθώς αντιμετωπίζουμε το χαμηλότερο σημείο σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας σήμερα, πρέπει να σκεφτούμε μαζί με τις ΗΠΑ, με σύνεση και μέσα από μια ουσιαστική στρατηγική πως μπορούμε αμφότεροι να ωφεληθούμε από την πιθανή αποχώρηση αυτού του ζωτικής σημασίας εταίρου του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ.
Καταρχάς πρέπει να βρεθεί το αντιστάθμισμα στη θεμελιώδη στρατηγική σημασία της Τουρκίας. Μπορεί να γίνει αυτό;
Επανειλημμένα στο ΝΑΤΟ, οι σύμμαχοι θεωρούσαν ότι, «η Τουρκία είναι μια κρίσιμη γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης» Στην πραγματικότητα, η Τουρκία ήταν κάτι πολύ περισσότερο από απλώς μια γέφυρα. Δεν είναι μόνο η εξαιρετική θέση της στο γεωπολιτικό γίγνεσθαι της περιοχής, αλλά διακρίνουμε και από την ιστορία της Τουρκίας, πως είναι από κάθε άποψη ένα κέντρο εξουσίας από μόνη της. Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Τούρκοι απέδειξαν την ικανότητά τους να οικοδομήσουν μια ισχυρή οικονομία, να διεξάγουν πολύπλοκες διπλωματικές κινήσεις εδρασμένες στη Βυζαντινή στρατηγική, και να κυριαρχούν σε τεράστια τμήματα της επικράτειας σε όλη την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Σήμερα, η Τουρκία έχει μια αξιοσημείωτη οικονομία στον κόσμο αφού βρίσκεται στις G-20, παρά τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, είναι ένας αυξανόμενος πληθυσμός των 80 περίπου εκατομμυρίων, και διαθέτει μια ισχυρή διασπορά σε όλο τον κόσμο (κυρίως στη Γερμανία και τις ΗΠΑ). Κατέχει επίσης το δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ και φιλοξενεί στρατηγικής σημασίας βάσεις όλων των δυνάμεων της συμμαχίας. Ο στρατός της είναι άκρως επαγγελματικός (αν και κακοποιήθηκε σε επίπεδο ανωτέρας και ανωτάτης ηγεσίας από την αντιμετώπιση των εκκαθαρίσεων μετά το πραξικόπημα). Η Τουρκία είναι επίσης, ένας ισχυρός και σημαντικός παράγοντας σε όλη τη Μέση Ανατολή σήμερα, και θα είναι ένας σημαντικός παγκόσμιος παίκτης. Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι ΗΠΑ εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν την προσπάθεια να ενθαρρύνουν τις γεωπολιτικές σχέσεις που διατηρούν με την Τουρκία προσανατολισμένες προς το Βορειοατλαντικό άξονα. Αυτές εκτιμάται ότι θα περιλαμβάνουν βοήθεια στην άμβλυνση των εντάσεων με την Ελλάδα στο Αιγαίο, στη ροή των προσφύγων καθώς και την επίλυση του Κυπριακού με την προϋπόθεση να μη διαταραχθεί η ισχυρή σχέση με το Ισραήλ, να προστατευθούν οι Κούρδοι της Συρίας και να αποδεχτούν το καθεστώς της Ιερουσαλήμ. Επίσης εκτιμάται ότι θα βοηθήσουν προς την κατεύθυνση μειώσεως της εντάσεως με τους σουνίτες Άραβες, οι οποίοι αισθάνονται ότι απειλούνται από τις τουρκικές κινήσεις και την ευθυγράμμιση τους με το Ιράν.
Για εμάς φαίνεται πολύ αληθοφανές, αν όχι οφθαλμοφανές, ένα σενάριο στο οποίο η Τουρκία όταν πιεστεί σε σημείο θραύσης ατλαντικών σχέσεων, θα επιλέξει να εξάγει τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της μέσω εντάσεων, κυρίως στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, εναντίον του Ελληνισμού. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αεροναυτικές μας δυνάμεις, ιδιαίτερα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο είναι γνωστές και υποθέτουμε ότι το ΝΑΤΟ θα τηρήσει ουδετερότητα επειδή δεν επιθυμεί τη σύγκρουση με τη Ρωσία, οπότε σε μια πιθανή σύγκρουση θα χάσουμε τα περισσότερα, εάν όχι όλα, προτού υπάρξει επαρκής συμμαχική κινητοποίηση. Συνεπώς, η επόμενη κίνηση μας θα ήταν να προετοιμαστούμε για μια σημαντική αεροναυτική αντεπίθεση στο Αιγαίο και ταυτόχρονα με μια στρατιωτική στην περιοχή της Θράκης. Με τη σειρά της, η ηγεσία της Τουρκίας, έχοντας επίγνωση της μειονεκτικής τους θέσης να αντιμετωπίσουν μια πλήρως προετοιμασμένη επίθεση με ίσους όρους στην εγγύς περιοχή μας, λόγω κυρίως της απασχόλησης στο Συριακό και Κουρδικό πεδίο μαχών, θα επιδιώξει να αποτρέψει τις σοβαρές επιθετικές ενέργειες για να καταλήξει σε ευνοϊκή διπλωματική διευθέτηση. Σε αντίθετη περίπτωση, η Άγκυρα θα συγκεντρώσει τις σχετικά περιορισμένες δυνάμεις της στα στρατιωτικά αδύνατα σημεία της, και εδώ ξεκινά πραγματικά το θέμα μας για προβληματισμό.
Τίποτα δεν θα είναι εύκολο ή χωρίς κόστος. Αλλά θα ήταν μια τεκτονική αλλαγή με τεράστιες διαστάσεις αν η Τουρκία απομακρυνθεί από το ΝΑΤΟ. Είμαστε σε κίνδυνο και πρέπει να δούμε πως μετατοπίζεται το γεωπολιτικό πάζλ, και χρειαζόμαστε ένα στρατηγικό σχέδιο για να ενισχύσει την αποτρεπτική μας ισχύ.Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να κρατήσουμε τα μάτια μας ανοικτά όσον αφορά την στρατηγική αξία της Τουρκίας και να αφήσουμε κατά μέρος τις αναλύσεις ακροβασίας. Ο Ερντογάν γίνεται πιο αυταρχικός και έρχεται πιο κοντά προς τη Ρωσία και το Ιράν, κάθε μέρα. Αλλά αν βρεθεί η Τουρκία έξω από το ΝΑΤΟ θα κάνει τα πράγματα χειρότερα, αφού θα είναι σαν ένα φορτηγό που τρέχει στην εθνική οδό με σπασμένα φρένα,γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο.
ΠΗΓΗ: Δημήτρης Τσαϊλάς Υποναύαρχος ε.α., ΠΝ – liberal.gr