Το όλο θέμα που έχει προκύψει με την ανύψωση ενός Σταυρού σε μοναστηριακό χώρο στη Χιμάρα, σε σημείο μάλιστα όχι τόσο προβεβλημένο, αν μη τι άλλο φέρνει στην επιφάνεια το ουσιαστικό πρόβλημα: αυτό της πίεσης του Ισλάμ και της εχθρότητας ειδικά προς το σύμβολο του Τιμίου Σταυρού, σύμφωνα με το άρθρο στο taxydromos.gr
Μπορεί οι κύκλοι που ξεκίνησαν το θόρυβο να αναφέρονται στο γεγονός ότι οι νέοι που ασχολήθηκαν με την υλοποίηση τάματος τους ανυψώνοντας το Σταυρό, είχαν μαζί τους και ορισμένα άλλα εκκλησιαστικά σύμβολα (μπορεί και παρωχημένα ως προς το περιεχόμενο τους), εν τούτοις όμως ξεκάθαρα δείχνουν ότι το πρόβλημα τους είναι ο Σταυρός. Το Ισλάμ έχει συγγενικό πρόβλημα εχθρότητας με το Σταυρό και την Ανάσταση. Όσο και να προσπαθούν να το αποκρύπτουν μιλώντας μάλιστα και για «Ελληνικό Σταυρό» – ενώ είναι κατ εξοχήν Οικουμενικό έμβλημα των Χριστιανών – ο πυρήνας του ζητήματος είναι ότι τους ενοχλεί λόγω μουσουλμανικού φονταμενταλισμού.
Ως εκ τούτου προκύπτει σαφώς και ο ρόλος των Ορθόδοξων κοινοτήτων στην αντιμετώπιση αυτής της εχθρότητας του Ισλάμ ειδικά σε περιοχές στρατηγικού ενδιαφέροντος όπως αυτές της Αδριατικής και του Ιονίου. Μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνονται απλά ξεσπάσματα αμφότερων, στο βάθος όμως είναι επιστροφή στην ιστορία. Αυτής που ρομαντικά στην Ευρώπη το προσεγγίζουν ως η αντιπαλότητα του Σταυρού με την Ημισέληνο.
Και είναι σαφές ότι και στη Χιμάρα δεν έχουμε παρά μια επανάληψη όσων διαχρονικά έχουν συμβεί, μετά την πτώση του κομουνισμού και την ελευθερία της πίστεως σε όσες προσπάθειες Ορθοδόξων να ανεβάσουν περήφανα ένα Σταυρό, πανηγυρίζοντας ακριβώς αυτή την απελευθέρωση.
Για να μην μας διαφεύγουν ορισμένα τέτοια κρούσματα και εκδηλώσεις των πιέσεων του Ισλάμ και την εχθρότητα προς το Σταυρό.
Κορυφαίο βέβαια αυτό της 13ης Σεπτεμβρίου 2004, την προηγούμενη δηλαδή της γιορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, όταν με πρωτοβουλία κορυφαίου κρατικού υπαλλήλου, στην περιοχή της Τζάρας, δίπλα στον Άγιο Δημήτριο, τοποθετήθηκε δυναμίτιδα να ανατειναχτεί ο Σταυρός που κατασκεύαζαν ώστε να εξυπηρετήσει και τις ανάγκες κωδωνοστασίου, οι Ορθόδοξοι πιστοί της περιοχής. Το θέμα είχε λάβει τότε πολύ μεγάλες διαστάσεις και στον τύπο είχε διαχυθεί ακριβώς η ίδια εχθρότητα και προκατάληψη. Το ζήτημα είχε απασχολήσει το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση κατόπιν σχετικών επερωτήσεων Ορθόδοξων Ευρωβουλευτών.
Αναλόγως αντιμετωπίστηκε απ’ την πολιτεία κατόπιν και πάλι σχετικής αναμόχλευσης απ’ τον τύπο και τους γνωστούς κύκλους, η προσπάθεια νέων απ’ την Ενορία του Αγίου Βασιλείου στο Τσαούσι, τον Αύγουστο 2010. Και τότε ήταν ακριβώς τρεις μέρες πριν το πανηγύρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Πάλι σε ένα μικρό λόφο δίπλα στην Εκκλησία υπήρξε πρωτοβουλία για κατασκευή του Σταυρού και κινήθηκαν όλα τα μέσα του κράτους ώστε να παρεμποδιστεί.
Ας μην διαφεύγει το γεγονός ότι το βασικό στοιχείο που ενόχλησε και διέγειρε όλη την εχθρότητα κατά της πρωτοβουλίας αδειδοτημένης ανακατασκευής του συγκροτήματος της Ιεράς Μονής του Αγίου Νικολάου στα Στενά της Κλεισούρας είναι ακριβώς ο Τίμιος Σταυρός που την κοσμεί. Το τι έχει γραφεί σχετικά και αναλωθεί σε εκπομπές από «διανοούμενους με γραβάτες» εμποτισμένους απ’ το μουσουλμανικό μένος κατά του συμβόλου των Χριστιανών, χρειάζεται πολύς χώρος να αναπαραχθεί.
Και βία ανάλογη υπήρξε κατ επανάληψη κατά του Σταυρού στα υψώματα πάνω απ’ το Ελμπασάν, με τοποθέτηση πολλές φορές εκρηκτικών σε μεγάλες ποσότητες, στην Μουζακιά στην Ενορία της Στάνης κ.α.
Για τον δικό μας επίσης χώρο δεν θα πρέπει να διαφεύγουν της ανάμνησης οι κατ εξακολούθηση βανδαλισμοί κατά μικρών εικονοστασίων στην εθνική οδό από Αργυρόκαστρο προς Αγίους Σαράντα, την περίοδο 1998-2000. Με μένος έσπαγαν και παρά τις αντικαταστήσεις, το σημείο του Σταυρού. Εκ των υστέρων ανακαλύφθηκε ότι τα έπρατταν νέοι υπό την παρακίνηση ακραίου ισλαμιστή ιμάμη απ’ το Ιράκ που είχε εγκατασταθεί στο Δέλβινο. Τα ωθούσε μάλιστα στις πράξεις αυτές ως απόδειξη πιστότητας και παραδοχής της δικής του «κατήχησης».
Την ίδια περίοδο υπήρξαν και άλλα ανάλογα κρούσματα με βεβηλώσεις ναών, με κορυφαία την πυρπόληση και πλήρη καταστροφή του ι. Ναού του Αγίου Γεωργίου στο Μετόχι, πλησίον των Αγίων Σαράντα. Η πυρπόληση εξ άλλου του μεγαλοπρεπούς ι. Ναού των Ταξιαρχών στη Γορατζή, το καλοκαίρι 1993 παρέμεινε μια υπόθεση καλυμμένη από μυστήριο. Την ίδια εποχή στο Αργυρόκαστρο δραστηριοποιούνταν ακραίος ισλαμιστής ιεροκήρυκας απ’ το Τέτοβο, που απομακρύνθηκε κατόπιν έντονης δυσαρέσκειας για τη ρητορική του και της ίδιας της ντόπιας κοινότητας των μουσουλμάνων.
Αυτά είναι ορισμένα γεγονότα εκδήλωσης ακραίου μίσους και επιθετικότητας κατά του Σταυρού που η περίπτωση της Χιμάρας τα φέρνει και πάλι στο προσκήνιο. Δεν είναι βέβαια τα μόνα, δυστυχώς.
Γι αυτό και τα όσα σχετικά με την περίπτωση της Παναγίας της Αθαλειώτισας γράφονται και τεκταίνονται αυτές τις μέρες θέλουν ιδιαίτερη προσοχή. Η πολιτεία γι άλλη μια φορά διολίσθησε σε τοπία που ακραίοι αντιχριστιανικοί κύκλοι υπέδειξαν υπό το περίβλημα πάντα του «εθνικού συμφέροντος». Οι απειλές τους μάλιστα ότι θα επιχειρήσουν να ανατινάξουν το Σταυρό είναι ενδεικτικές του βαθύτερου μίσους που τους διακατέχει.
Στην ουσία πρόκειται όσο και να φαίνονται πρωτοβουλίες σποραδικές αυτές των κοινοτήτων των Ορθοδόξων αποτελούν πράξεις αντίστασης προς το μουσουλμανικό ολοκληρωτισμό και φονταμενταλισμό που απειλεί να τινάξει στον αέρα την συνύπαρξη των θρησκευτικών κοινοτήτων στην περιοχή αυτή της Βαλκανικής.
Διότι τόσο η πρωτοβουλία της πολιτείας εν προκειμένου κυρίως όμως οι θέσεις που προβάλει μερίδα των ΜΜΕ αποτελούν αντιστροφή της τάξης των πραγμάτων.