O αστεροειδής ή κομήτης που έπεσε στην χερσόνησο Γιουκατάν του Μεξικού οδήγησε στην εξαφάνιση τα δύο τρίτα των φυτών και των ζώων όλου του πλανήτη. Κι όμως, αυτό το δραματικό συμβάν φαίνεται ότι γέννησε το μεγαλύτερο τροπικό δάσος του κόσμου.
Πριν από την πρόσκρουση, τα δάση της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής κυριαρχούνταν από γυμνόσπερμα φυτά, αποκαλύπτει μελέτη που δημοσιεύεται στο Science.
Περίπου δέκα εκατομμύρια χρόνια μετά το καταστροφικό συμβάν, τα γυμνόσπερμα είχαν δώσει τη θέση τους σε αγγειόσπερμα και τα δάση της περιοχής είχαν ήδη πάρει τη μορφή της ζούγκλας που γνωρίζουμε σήμερα, αναφέρουν ερευνητές του Ινστιτούτου Τροπικής Έρευνας του ιδρύματος Smithsonian.
Γυμνόσπερμα είναι τα φυτά που δεν παράγουν πραγματικά άνθη, σε αντίθεση με τα λεγόμενα αγγειόσπερμα φυτά, τα οποία εμφανίστηκαν περίπου 60 εκατομμύρια χρόνια πριν το τέλος της εποχής των δεινοσαύρων.
Οι φτέρες ήταν σημαντικό μέρος της δασικής χλωρίδας πριν από το χτύπημα, έδειξε η μελέτη. Τα μεγαλύτερα δέντρα ήταν κωνοφόρα, μεταξύ άλλων συγγενείς της αροκάριας, τα οποία όμως είχαν μικρή πυκνότητα και άφηναν μεγάλα ξέφωτα ανάμεσά τους.
«Η ομάδα μας εξέτασε πάνω από 50.000 απολιθώματα γυρεόκοκκων και πάνω από 6.000 απολιθώματα φύλλων πριν και μετά την πρόσκρουση» λέει η δρ Μόνικα Καλβάλο, επικεφαλής της μελέτης.
H ανάλυση έδειξε ότι η πρόσκρουση στο Τσιξουλούμπ του σημερινού Μεξικού εξαφάνισε το 45% των διαφορετικών ειδών της χλωρίδας στην περιοχή που σήμερα ονομάζουμε Βενεζουέλα.
Χρειάστηκαν περίπου 10 εκατομμύρια χρόνια για να ανακάμψει η φυτική βιοποικιλότητα της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, λένε οι ερευνητές.
Τη θέση των κωνωφόρων είχαν πάρει πυκνόφυτα αγγειόσπερμα δέντρα που άφηναν ελάχιστο φως να φτάσει στο επίπεδο του εδάφους, όπως εξάλλου συμβαίνει και σήμερα στα τροπικά υγρά δάση. Τα φυτά της οικογένειας του φασολιού, τα κυαμώδη, ήταν ανύπαρκτα πριν από την πρόσκρουση, όμως μερικά εκατομμύρια χρόνια αργότερα είχαν αναλάβει κεντρικό ρόλο στο οικοσύστημα και είχαν γίνει η κυρίαρχη οικογένεια της περιοχής, όπως ισχύει για τα περισσότερα σύγχρονα υγρά τροπικά δάση.
Τα κυαμώδη άλλαξαν ριζικά το δάσος και τον κύκλο του αζώτου, καθώς στις ρίζες τους φιλοξενούς βακτήρια που απορροφούν άζωτο από τον αέρα και τον μετατρέπουν σε ενώσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθεί από τα φυτά.
Δεδομένου ότι όλα τα φυτά διαπνέουν, δηλαδή απελεθερώνουν υδρατμούς, η νέα, πυκνή βλάστηση της περιοχής αύξησε την υγρασία του αέρα. Σήμερα, το δάσος του Αμαζονίου παράγει αρκετό υδρατμό για να προκαλεί βροχές και να κάνει το κλίμα πολύ πιο υγρό από ό,τι θα ήταν αν δεν υπήρχε πυκνή βλάστηση.
Η δραστική αλλαγή της σύστασης του δάσους έφερε βέβαια μεγάλες αλλαγές και για τα ζώα, όπως μαρτυρούν οι μικροσκοπικές δαγκωματιές που παρατήρησαν οι ερευνητές στα απολιθώματα φύλλων.
«Πριν από την πρόσκρουση, διαφορετικά είδη φυτών έφεραν και διαφορετικά είδη βλαβών», καθώς κάθε έντομο ή άλλο ασπόνδυλο ειδικευόταν στην κατανάλωση συγκεκριμένων ειδών, εξηγεί η Καλβάλο. «Μετά την πρόσκρουση, βρήκαμε τα ίδια είδη βλαβών σε όλα τα φυτά», κάτι που σημαίνει ότι τα φυτοφάγα ζώα είχαν διευρύνει το διαιτολόγιό τους.
Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει από τη μελέτη είναι ο μηχανισμός μέσω του οποίου η πρόσκρουση του Τσιξουλούμπ άλλαξε τόσο δραματικά το οικοσύστημα.
Οι ερευνητές προτείνουν τρεις θεωρίες που δείχνουν εξίσου πιθανές:
Μια πρώτη ιδέα είναι ότι οι ογκώδεις φυτοφάγοι δεινόσαυροι πατούσαν και βοσκούσαν τα φυτά και εμπόδιζαν έτσι την ανάπτυξη δασών, όπως κάνουν και σήμερα οι ελέφαντες της αφρικανικής σαβάνας.
Μια δεύτερη εξήγηση είναι ότι τα σύννεφα σκόνης που εκτινάχθηκαν στο αέρα κατά την πρόσκρουση εμπλούτισαν το έδαφος των τροπικών σε θρεπτικά συστατικά, ενθαρρύνοντας έτσι την εξάπλωση των ταχέως αναπτυσσόμενων αγγειόσπερμων φυτών.
Και μια τρίτη θεωρία θέλει την επιλεκτική εξαφάνιση των κωνοφόρων να άφησε ελεύθερο το πεδίο για την κυριαρχία των ανθοφόρων φυτών.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι οι τρεις θεωρίες δεν είναι αλληλοαποκλειόμενες και δεν αποκλείεται να έδρασαν από κοινού.
Όποια κι αν είναι η εξήγηση, το συμπέρασμα είναι ένα: χωρίς το καταστροφικό συμβάν που εξόντωσε τους δεινόσαυρος, ο Αμαζόνιος όπως τον γνωρίζουμε πιθανότατα δεν θα υπήρχε.