Όταν το ορυκτό πάνω στο οποίο στήθηκε η βιομηχανική επανάσταση και η έκρηξη των παγκόσμιων μεταφορών, θεωρούνταν διαβολικό υλικό. Οι πέτρες που έβγαιναν απ’ την γη κι έπαιρναν φωτιά, χρειάστηκαν πολύ χρόνο μέχρι να μπουν στην ζωή των ανθρώπων και να αλλάξουν τελικά τον κόσμο.
Μέχρι και το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, οι οικονομολόγοι μετρούσαν τη δύναμη μιας χώρας από την ποσότητα του γαιάνθρακα που έβγαζε από τα ορυχεία της. Ο λόγος ήταν απλός: Όποια χώρα διέθετε δικό της κάρβουνο ή είχε εξασφαλίσει αδιάλειπτη πρόσβαση σε μεγάλα ανθρακωρυχεία, κατείχε την απαραίτητη ενέργεια για να δημιουργήσει και να κινήσει τη βαριά βιομηχανία που ήταν η πηγή πλούτου και δύναμης. Για τέσσερις αιώνες, ώσπου αντικαταστάθηκε από το πετρέλαιο, το κάρβουνο που έβγαινε από τα έγκατα της γης, αποτελούσε την κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας.
Η χρήση του, όπως αναφέρει ο Δημήτρης Καμπουράκης στο newsit.gr, συνδέθηκε με πελώριες στοές, βαγονέτα, κατάμαυρους εξαθλιωμένους ανθρακωρύχους, πολέμους για τον έλεγχο της παραγωγής, εργατικούς αγώνες, θερμαστές τρένων και πλοίων, χιλιάδες φουγάρα που μαύριζαν τον ουρανό και περιοχές εξόρυξης με φρικτή περιβαλλοντική καταστροφή. Πρωτίστως όμως το κάρβουνο συνδέθηκε με την εξάπλωση μιας επανάστασης στη βιομηχανία και στις μεταφορές που άλλαξε τη μορφή του κόσμου.
Τα πρώτα ανθρακωρυχεία στην Ευρώπη δούλεψαν στην περιοχή της Λιέγης στο σημερινό Βέλγιο, γύρω στο 1350-70. Λίγο αργότερα, άνοιξαν και στην Αγγλία. Η εξόρυξη τότε ήταν επιφανειακή ή σε πολύ μικρό βάθος με στοές που με το παραμικρό έπεφταν καταπλακώνοντας τους ανθρώπους. Κι όμως, ο Μάρκο Πόλο στο ημερολόγιο του για το ταξίδι του στην Άπω Ανατολή περί το 1280, έγραφε έκπληκτος ότι οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη το κάρβουνο. «Ολόκληρη η περιοχή της Καθαίας» έγραφε, «είναι ένα ορυχείο με μαύρες πέτρες που τις βγάζουν μέσα από το βουνό σαν από φλέβα. Ανάβουν σαν τσόφλια και κρατούν τη φωτιά περισσότερο απ’ ότι τα ξύλα.»
Στην Ευρώπη, αν και η εξόρυξη είχε αρχίσει δειλά-δειλά, ο κόσμος δεν είχε εξοικειωθεί με τη χρήση του κάρβουνου, ούτε πολυκαταλάβαινε τις ιδιότητες του. Για κάποιο αλλόκοτο λόγο, οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να συνδέσουν τα κάρβουνα που γνώριζαν από την καύση των ξύλων τους, με τον γαιάνθρακα που έβγαινε μέσα από τα βάθη της γης, ενώ ήταν το ίδιο πράγμα. Όταν η βασίλισσα Ελισάβετ Α’ έβαλε υπερβολικούς φόρους στη χρήση της ξυλείας για οικιακή θέρμανση, αντί ο πληθυσμός να στραφεί στο φτηνό κάρβουνο συνέχιζε να προμηθεύεται ξύλο από λαθρεμπόρους που γνώρισαν μεγάλη άνθηση εκείνη την περίοδο.
Ένας πρωτοπόρος της βιομηχανίας, ο κόμης Ντάντλεϋ, που είχε μια από τις πρώτες μονάδες χαλυβουργίας, αποφάσισε να κάνει το βήμα να αντικαταστήσει το ξύλο με κάρβουνο στην επεξεργασία του σιδήρου. Το βήμα ήταν εξαιρετικά πρωτοποριακό για την εποχή και μείωσε τόσο πολύ το κόστος λειτουργίας της χαλυβουργίας, που οι τιμές του προϊόντος της έπεσαν στο μισό.
Οι υπόλοιπες χαλυβουργίες δε μπορούσαν να ανταγωνιστούν τον Ντάντλεϋ, όμως τον 16ο αιώνα η επιχειρηματικότητα, ο υγιής ανταγωνισμός και η βελτίωση των μεθόδων παραγωγής μέσα από τις τεχνολογικές καινοτομίες, ήταν ακόμα σε πρωτόλειο επίπεδο. Αντί οι ανταγωνιστές να υιοθετήσουν τη νέα μέθοδο, κατέφυγαν σε μεσαιωνικού τύπου μεθοδεύσεις. Με τη βοήθεια παπάδων, άρχισαν να διαδίδουν στον αγράμματο κόσμο της περιοχής ότι αφού ο Ντάντλεϋ μπορούσε να κάνει τις πέτρες να παίρνουν φωτιά, είχε κάνει συμβόλαιο με τον σατανά.
Στην ορμητική Αγγλία της βιομηχανικής επανάστασης δυο αιώνες αργότερα, κάτι τέτοιο θα γινόταν ανέκδοτο, στην πρώιμη όμως αυτή προβιομηχανική περίοδο η συκοφαντία έπιασε. Ο κόμης Ντάντλεϋ, είδε ένα πρωί έναν εξαγριωμένο όχλο με παπάδες μπροστά να ορμούν μέσα στη χαλυβουργία του, να καταστρέφουν τα πάντα, να καίνε τα μηχανήματα και τις αποθήκες του και να ξυλοκοπούν μέχρι θανάτου όσους εργάτες προσπάθησαν να αντισταθούν. Ο κόμης ίσα που πρόλαβε να διαφύγει από το εξαγριωμένο πλήθος, που έβλεπε στο πρόσωπο του τον ίδιο τον σατανά. Μετά απ’ αυτό, το κάρβουνο χρειάστηκε άλλα ογδόντα χρόνια για να μπει στην βαριά Αγγλική βιομηχανία.