Τὰ λαχταροῦσαν τὰ παιδιὰ κι αὐτὴ κι ὁ ἄντρας της, ὁ Νίκος. Ὅμως ἔμειναν ἀναγκαστικὰ στὸ ἕνα...
Καὶ τὸν μεγάλωναν τὸν Μιχαλάκη «μὴ στάξει καὶ μὴ βρέξει»! Δὲν εἶχαν οἰκονομικὸ πρόβλημα, κι ὅ,τι ζητοῦσε ὁ μοναχογιὸς τοῦ τὸ χάριζαν ἁπλόχερα.
Οἱ δουλειὲς στὸ ἐμπορικό τους πήγαιναν πολὺ καλά, ἀπασχολοῦσαν δύο εὐγενικοὺς ὑπαλλήλους. Κανένα σύννεφο δὲν φαινόταν στὴ ζωή τους. Ὥσπου...
Ὥσπου μπουρίνιασε ξαφνικὰ ὁ οὐρανός τους. Ὁ πάντα χαρούμενος Νίκος ἄρχισε νὰ σκοτεινιάζει. Τὸ φωτεινὸ βλέμμα του γινόταν πότε-πότε ἀγνώριστο.
–Τί ἔχεις, ψυχή μου; τὸν ρωτοῦσε τὰ βράδια στὸ δωμάτιό τους ἡ γυναίκα του. Τί ἔπαθες; Τί σοῦ συμβαίνει;
–Δὲν συμβαίνει τίποτε! μὴ μὲ ρωτᾶς! Ἂς κοιμηθοῦμε τώρα!
Αὐτὸ τὸ σκηνικὸ ἐπαναλαμβανόταν συχνά. Ἡ γυναίκα του πολλὲς νύχτες ἔμενε ξάγρυπνη δίπλα του.
Τὴν ἀλλαγὴ στὸ φέρσιμο τοῦ πατέρα του τὴν κατάλαβε κι ὁ Μιχάλης καὶ ρώτησε σχετικὰ τὴ μητέρα του.
–Θὰ τοῦ περάσει, δὲν εἶναι κάτι σοβαρό. Ἐσὺ κοίταζε τὶς σπουδές σου.
Ἕνα βράδυ ποὺ πάλι ἡ γυναίκα του προσπάθησε νὰ τὸν καλοσυνέψει, ἀγρίεψε καὶ φώναξε:
–Ἄσε με γιατὶ θὰ φύγω! Δὲν ἀντέχω!
–Γιατί, Νίκο μου;
–Ἔτσι!
Καὶ ντύθηκε ἀμέσως καὶ πῆγε στὸ Ἀεροδρόμιο, ὅπου βρῆκε πτήση γιὰ τὴ Ρόδο.
Ἡ Θεοδώρα καθόταν σὲ ἀναμμένα κάρβουνα. Δὲν ἔκανε δήλωση ἀναζήτησης στὴν Ἀστυνομία γιὰ νὰ μὴν ντροπιαστεῖ ἡ οἰκογένειά τους. Τὸ πρωὶ πῆγε καὶ ἄνοιξε τὸ κατάστημά τους, κι ὅταν τὴ ρώτησαν οἱ ὑπάλληλοι τί ἔπαθε ὁ Νίκος, τοὺς εἶπε: «πῆγε κάπου γιὰ δουλειές». Τὰ ἴδια εἶπε καὶ στὸ Μιχάλη.
Δὲν κάθισε ὅμως μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια. Κατάλαβε ὅτι ὁ ἄντρας της δὲν ἦταν πλέον ψυχολογικὰ καλά. Ρώτησε, ἔψαξε καὶ κατέστρωσε τὸ σχέδιό της.
Ὅταν ἔπειτα ἀπὸ τρεῖς μέρες φυγῆς καὶ σιωπῆς γύρισε ἀπροειδοποίητα στὸ σπίτι του ὁ Νίκος, ἡ γυναίκα του καὶ τὸ παιδί του τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ δάκρυα.
–Γιατί κλαῖτε; Καλὰ πέρασα, καλὰ εἶμαι!
–’Εμᾶς μᾶς σκέφτηκες; ἀπάντησε ἡ γυναίκα του.
–Μπαμπά, οὔτε ἕνα τηλέφωνο δὲν μᾶς πῆρες, εἶπε κι ὁ Μιχάλης. Ἂν πάθαινες κάτι;
–Ἐλᾶτε, μὴν κάνετε σὰ μικρὰ παιδιά! Ἀφοῦ ἦρθα, τέλος καλό, ὅλα καλά!
Τὸν ἄλλο μῆνα ἐπαναλήφθηκε ἡ ἴδια σκηνὴ μὲ ἕνα ξαφνικὸ ταξίδι τοῦ Νίκου στὸ Ἡράκλειο, ὅπου ἔμεινε τρεῖς μέρες χωρὶς καμιὰ εἴδηση.
Ἡ Θεοδώρα δὲν ἔβρισκε ἡσυχία. Καὶ μέσα στὴ θλίψη της προχώρησε στὸ σχέδιό της.
Πῆρε πληροφορίες γιὰ μιὰ πολὺ καλὴ εἰδικὴ κλινικὴ στὸ Λονδίνο καὶ ἕνα ἀπόγευμα εἶπε στὸν ἄντρα της:
–Νίκο μου, ἀφοῦ μ’ άγαπᾶς καὶ σ’ ἀρέσουν καὶ τὰ ταξίδια, θέλω μιὰ χάρη. Ἔμαθα ὅτι στὸ Λονδίνο ὑπάρχει μιὰ κλινικὴ πολὺ σπουδαία. Θέλω νὰ μὲ πᾶς, γιατὶ νιώθω πόνους ἀριστερὰ στὸ στέρνο. Μὲ τὴν εὐκαιρία νὰ κάνουμε ἕνα καλὸ τσεκὰπ καὶ γιὰ σένα.
–Ὅ,τι θέλει ἡ Θεοδώρα μου!
Ἔδωσαν ὁδηγίες στὸ Μιχάλη γιὰ τὸ κατάστημα καὶ τὴν ἑπομένη ἔφτασαν στὸ Λονδίνο καὶ μὲ ταξί, σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ εἶχε ἡ Θεοδώρα, ἔφτασαν στὴν κλινική.
Ἡ Θεοδώρα ζήτησε ἰδιαιτέρως πρῶτα τὸν ψυχίατρο. Ἦταν ἕνας σαρανταπεντάρης Ἑλληνοκύπριος πολὺ εὐγενικός. Τὴ ρώτησε γιὰ τὸ ἱστορικὸ τοῦ ἄντρα της καὶ ἔπειτα κάλεσαν καὶ τὸ Νίκο. Συζήτησαν λίγο μὲ ἁπλότητα καὶ τελικὰ ὁ γιατρὸς εἶπε σοβαρά: «Θὰ μείνετε στὴν κλινική μας πέντε μέρες. Θὰ γίνουν συστηματικὲς ἐξετάσεις καὶ γιὰ τοὺς δυό σας. Ἐφόσον ἤρθατε σὲ μᾶς, θὰ γίνουν ὅλα τέλεια. Κάνατε ἄλλωστε τόσο μεγάλο ταξίδι».
Ἀφοῦ ἔγιναν ὅλες οἱ ἐξετάσεις, ὁ ψυχίατρος τοὺς εἶπε:
–Ἐμεῖς ἐδῶ τὰ λέμε τὰ πράγματα ὅπως εἶναι. Γιὰ σᾶς, κυρία μου, δὲν εἶναι ἀνησυχητικά. Εἶναι ἁπλοὶ νευρόπονοι καὶ ἀντιμετωπίζονται μὲ φαρμακευτικὴ ἀγωγή. Γιὰ τὸν κ. Νίκο ὅμως τὰ πράγματα εἶναι ἀρκετὰ σοβαρά. Ἔχει ψυχολογικὸ σύνδρομο φυγῆς, ποὺ πρέπει νὰ ἀντιμετωπιστεῖ ἐπειγόντως. Ἤθελα ὅμως νὰ σᾶς ρωτήσω: Μὲ τὴν Ἐκκλησία ἔχετε σχέσεις;
–Σχεδὸν καθόλου, ἀπάντησαν καὶ οἱ δυό.
–Στὴν περίπτωσή σας, μαζὶ μὲ τὰ φάρμακα καὶ τὴν ὅλη θεραπευτικὴ φροντίδα, θὰ ἦταν πολὺ καλὸ νὰ πάρει ὁ κ. Νίκος δύναμη ἀπὸ τὸν Οὐρανό. Ξέρετε, κι ἐμεῖς οἱ γιατροὶ ἔχουμε τὰ ὅριά μας.
–Καὶ τί νὰ κάνουμε, γιατρέ;
–Νὰ ἀναπτύξετε οὐσιαστικὲς σχέσεις μὲ τὴν Ἐκκλησία. Σᾶς προτείνω, μιὰ ποὺ θὰ εἶστε ἐδῶ, νὰ ἐκκλησιαστεῖτε τὴν Κυριακὴ στὸν Ἑλληνορθόδοξο Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Λονδίνου. Νὰ δεῖτε πόσο ὡραῖα θὰ αἰσθανθεῖτε!
Τὸν ἄκουσαν μὲ πολλὴ προσοχή. Δὲν εἶχαν ξανασυζητήσει θρησκευτικὰ ποτέ τους. Τὴν Κυριακὴ ἐκκλησιάστηκαν στὴν Ἁγία Σοφία κι ἔνιωσαν πραγματικὰ πρωτόγνωρη ἀγαλλίαση ψυχῆς. Βγαίνοντας πῆραν μερικὰ φυλλάδια καὶ δυό - τρία βιβλία μικρὰ γιὰ τὸν ἅγιο Παΐσιο.
Ὅταν ἐπέστρεψαν στὴν κλινική, εὐχαρίστησαν τὸν γιατρό, κι ἐκεῖνος χάρηκε ποὺ εὐχαριστήθηκαν.
–Αὐτὸ εἶναι μιὰ καλὴ ἀρχή, εἶπε ἐκεῖνος. Κι ἐπιτρέψτε μου, θεωρῶ πὼς θὰ αἰσθανθεῖτε πολὺ καλύτερα, ἂν ὁ ἐκκλησιασμὸς συνδυαστεῖ μὲ Ἐξομολόγηση καὶ Θεία Κοινωνία. Ἐσεῖς, κυρία, εἶπε στὴ Θεοδώρα, μπορεῖτε νὰ φύγετε γιὰ τὴν Ἀθήνα. Τὸν ἀγαπητὸ κ. Νίκο θὰ τὸν προσέξουμε ὑπεύθυνα ἐμεῖς λίγες μέρες ἀκόμη.
Ὅταν ἔφυγε ἡ Θεοδώρα, ὁ Νίκος διάβασε τὸ ἕνα βιβλίο γιὰ τὸν ἅγιο Παΐσιο. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ γιός τους ὁ Μιχάλης, στὸ διάστημα ποὺ ἔλειπαν οἱ γονεῖς του, πῆγε τὴν Κυριακὴ κι αὐτὸς νὰ ἐκκλησιαστεῖ, γιὰ πρώτη του φορά, ἔπειτα ἀπὸ πρόσκληση ποὺ τοῦ ʼκανε ἕνας γνωστός του φοιτητής. Τοῦ ἔκανε μάλιστα ἐντύπωση ὅτι ἡ ἐκκλησία ἦταν γεμάτη ἀπὸ φοιτητές. Στὸ τέλος τὸν πλησίασε ἕνας μεγαλύτερος καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα φοιτητικὸ περιοδικὸ καὶ ἕνα βιβλιαράκι γιὰ τὸν ἅγιο Παΐσιο. Τὸ διάβασε μάλιστα ὅλο τὸ ἀπόγευμα καὶ παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιο γιὰ τὸν πατέρα του.
Τὸ πρωὶ στὸ πρωινό τους ὁλόχαρος φώναξε ὁ Μιχάλης: «Μαμά, θὰ μᾶς τὸν φέρει ὁ ἅγιος Παΐσιος τὸν μπαμπὰ τελείως καλά! Μοῦ ἐμφανίστηκε ἀπόψε ὁ Ἅγιος!».
Τὴν ἴδια στιγμὴ χτύπησε τὸ τηλέφωνο. Ἦταν ὁ Νίκος ἀπὸ τὸ Λονδίνο. «Θὰ μὲ φέρει γερὸ κοντά σας ὁ ἅγιος Παΐσιος! Μοῦ ἐμφανίστηκε ἀπόψε!», εἶπε ὅλος χαρά!
Τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου ἐπιβεβαιώθηκε σὲ λίγο μὲ ἕνα τηλεφώνημα τῆς Θεοδώρας στὸ γιατρό, ὁ ὁποῖος τῆς εἶπε: «Αὔριο ταξιδεύει τελείως καλὰ ὁ σύζυγός σας γιὰ τὴν Ἀθήνα. Οἱ νέες ἐξετάσεις ποὺ κάναμε δὲν ἔδειξαν τίποτε ἀπὸ τὰ ἴχνη ποὺ πίεζαν τὴν ψυχή του. Νὰ δοξάζετε τὸν Θεό, κυρία Θεοδώρα. Τοὺς λογαριασμοὺς τοὺς τακτοποίησε στὴν ἐντέλεια ὁ σύζυγός σας. Νὰ εἶστε καλά».