Συμβολίζει το φως της Αναστάσεως Εκείνου ο Οποίος κατήλθε, έλαβε την ανθρώπινη φύση, την ένωσε μετά της θείας φύσεώς Του και, ως τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, έσωσε και σώζει, λύτρωσε και λυτρώνει τον άνθρωπο.
Πολλοί ηθέλησαν να αμφισβητήσουν και έφθασαν στο σημείο να αρνηθούν την ύπαρξη του Θεού, αυτοχαρακτηριζόμενοι άθεοι. Εκήρυξαν τον θάνατο του Θεού, όπως οι υπαρξιστές Νίτσε, Σαρτρ, Καμύ κ.ά. Ο Νίτσε όμως, όταν απεφάνθη ότι ο Θεός πέθανε και δεν υπάρχει, τότε αισθανόμενος την πτωχεία του και την αδυναμία του αναφώνησε: «Πού είσαι; Έλα, όπως είσαι, γιατί δεν αντέχω άλλο! Πού είσαι εσύ, άγνωστε Θεέ μου;» Αυτό τι φανερώνει; Ότι όλα αυτά που είπαν περί του θανάτου του Θεού ήταν λεκτικές περιπλανήσεις, για να μην εισέλθουν στην αλήθεια ότι πέθαναν οι ίδιοι. Διότι, ο άνθρωπος που είναι μακριά από τον Θεό έχει πεθάνει πνευματικώς. Αυτές οι λεκτικές περιπλανήσεις προέρχονται από λογικές ανθρώπων που ανδρώθηκαν στους κόλπους της ετεροδοξίας, δηλαδή του Ρωμαιοκαθολικισμού, του Προτεσταντισμού κ.λπ. Κι αυτό συνέβη, διότι εκεί αντικειμενοποίησαν τον Θεό, τον έθεσαν δηλαδή απέναντί τους ως αντικείμενο, εξετάζοντάς τον με τη λογική. Για την Ορθόδοξη όμως θεολογία και ζωή, ο Θεός δεν είναι αντικείμενο. Είναι πρόσωπο που το γνωρίζεις ερχόμενος σε κοινωνία μαζί Του μέσω της Εκκλησιαστικής ζωής και εμπειρίας.
Ο Ντοστογιέφσκι είχε πει ότι δεν υπάρχει συνειδητός άθεος. Υπάρχει άνθρωπος που δεν αποδέχεται τον δικό του θάνατο και γι’ αυτό ομιλεί για τον θάνατο του Θεού. Γι’ αυτό εφοβούντο και έτρεμαν, όταν έλεγαν ότι πέθανε ο Θεός, διότι γνώριζαν ότι πέθαναν οι ίδιοι πνευματικώς.
Εμείς όμως δεν φοβούμεθα! Εμείς λέμε: «Πέθανε ο Θεός.» Ο δικός μας Θεός πέθανε ως άνθρωπος, για να θανατώσει τον θάνατο. Ο Θεός στην φύση Του είναι απαθής. Η ανθρώπινη φύση, θανούσα μέσα στην θεία φύση, έφερε τη ζωή και την ανάσταση στον άνθρωπο. Απέβη αυτός ο θάνατος ζωηφόρος θάνατος. Γι’ αυτό, εμείς πανηγυρίζουμε τον θάνατο του Θεού, αλλά και την θανάτωση -με τον θάνατό Του- του θανάτου, δηλαδή την Ανάστασή Του.
Αυτά τα στοιχεία της θανατώσεως του θανάτου και της Αναστάσεως υπάρχουν μέσα στον χώρο της Αγάπης. Η πηγή της Αγάπης, ο Σαρκωθείς λόγος του Θεού Πατρός, έγινε εσταυρωμένη Αγάπη. Ήταν αδύνατον η Αγάπη να μην φέρει την Ανάσταση, γιατί η αγάπη δεν παραμένει ποτέ στον θάνατο. Η αγάπη, ακόμη και όταν εισέλθει στον χώρο του θανάτου, τον καταργεί και φέρνει την Ανάσταση.
Αυτός που αγαπά θανατώνει τον θάνατο της ακοινωνησίας. Αυτός που αγαπά, ακόμα κι αν δεν αγαπάται, με τη δική του αγάπη θανατώνει τον θάνατο του μίσους του άλλου. Έτσι, ο αναστημένος άνθρωπος, αυτός δηλαδή που βρίσκεται μέσα στον χώρο της αγάπης, μπορεί να κοινωνεί με όλους, μπορεί να υπάρχει παντού κι ας υπάρχει γύρω του η οσμή του θανάτου. Αυτός μεταποιεί την οσμή του θανάτου σε ευωδία της Αναστάσεως.
Ο Θεάνθρωπος Κύριος που μας αυτοαποκαλύφθηκε, όσο κι αν επιμένουν ορισμένοι να αρνούνται την ύπαρξή Του, υπάρχει και νίκησε τον θάνατο! Αυτός, λοιπόν, ο Αναστημένος Κύριος και Θεός μας, ο Νικητής του θανάτου, μας λέγει: «Εγώ είμαι η Αγάπη και έγινα για σένα Εσταυρωμένη Αγάπη. Έλα λοιπόν, μέσω του μυστικού μου σώματος, της Εκκλησίας, να ενωθείς μαζί μου. Έλα να κοινωνήσεις μαζί μου μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας, μέσω της προσευχής, της μελέτης, του αγώνος κατά των παθών σου και τότε θα βιώσεις την ύπαρξή μου, διότι σου αυτοαποκαλύφθηκα!»
Εάν Τον ακούσουμε και ανταποκριθούμε θετικά σ’ αυτή τη φωνή του Κυρίου μας, τότε θα είμαστε αναστημένες προσωπικότητες. Προσωπικότητες μέσα στον χώρο της αγάπης, που θα νικούμε καθημερινά τον θάνατο του μίσους και της αμαρτίας και θα εγειρόμεθα συνεχώς, θα ανιστάμεθα καθημερινώς μέσα στο Άκτιστο φως της Αναστάσεως και της Αγάπης του Θεού.
Αρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου
Ιεροκήρυκος Ι. Μ. Πατρών
Δρος Κανονικού Δικαίου