Στό κήρυγμά του ὁ Σεβ. ἑρμηνεύοντας τήν φράση τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς τῆς Κυριακῆς αὐτῆς πού ὀνομάζεται Κυριακή «μετά τά Φῶτα» καί συγκεκριμένα τόν στίχο: «Ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα» (Ματθ. 4,16) τόνισε ὅτι: «Ἡ φράση αὐτή εἶναι μία μεγαλειώδης καί ἐκπληκτική βιβλική διακήρυξη. Δηλαδή, ὁ λαός πού βρισκόταν μέσα στό πνευματικό σκοτάδι τῆς θρησκευτικῆς ἄγνοιας, τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης καί τῆς ἀποστασίας ἀπό τήν Ἀλήθεια, εἶδε τό πνευματικό φῶς. Χαρακτηριστικό μάλιστα εἶναι τό ρῆμα – μετοχή «ὁ καθήμενος» λαός. Καθόταν. Δέν βάδιζε. Ἦταν κρατημένος στό σκοτάδι. Ὅ,τι χειρότερο. «Οὐδέ γαρ ἐβάδιζε ἐν σκότει, ἀλλ' ἐκάθηντο ἐν σκότει». Προσέτι, δέν λέγει ἁπλῶς φῶς, ἀλλά «μέγα φῶς». Καί αὐτό τό «μέγα φῶς», εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Ἴδιος διεκήρυξε: «Ἐγώ εἰμί τό φῶς τοῦ κόσμου˙ ὁ ἀκολουθών ἐμοί οὐ μή περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω. 8,12).
Ἔπειτα, στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερα στήν λατρεία γίνεται λόγος γιά τό φῶς. Στόν Ἑσπερινό ψάλλουμε τόν ἐπιλύχνιον ὕμνον: «Φῶς ἱλαρόν ἁγίας δόξης…». Στόν Ὄρθρο ἀκοῦμε: «Ἐκ νυκτός ὀρθρίζει τό πνεῦμα μου πρός σέ ὁ Θεός, διότι φῶς τά προστάγματά σου ἐπί τῆς γῆς», δηλ. ἡ διδασκαλία Του. Ὁλοκληρώνεται μέ τήν δοξολογία: «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τό Φῶς». Καί στή συνέχεια ἡ Θεία Λειτουργία περατοῦται μέ τό τροπάριον – ὁμολογία πίστεως: «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν».
Αὐτό τό φῶς, παρέλαβον οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὁ μέγας ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος, στή συνέχεια, οἱ θεοφόροι ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί τό διέδωσαν μέ τούς λόγους τους, τά συγγράμματά τους, τήν ἀγάπη τους, στήν οἰκουμένη. Ἔκτοτε, ὅπου καί ἄν ἔφθασε τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀνθρωπότητα εὐεργετήθηκε μεγάλως καί τοῦτο, γιατί ὁ Χριστιανισμός εἶναι φῶς. Δέν εἶναι σκότος καί σκοταδισμός. Δέν εἶναι ὀπισθοδρόμηση. Δέν θητεύει στό ψέμμα. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι τό αὐθεντικό, ἀληθινό φῶς πού δημιουργεῖ πολιτισμό. Εἰδικότερα, στόν χριστιανισμό, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο, ὄχι ἄτομο, κάποιος ἀριθμός. Ἡ ζωή βρίσκει τό νόημά της. Ἡ θέση τῆς γυναίκας λαμβάνει τή θέση της. Ἡ δημιουργία τῆς οἰκογένειας εἶναι μεγάλη εὐλογία. Τά παιδιά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄλλος ἄνθρωπος δέν εἶναι ἐχθρός. Ὁ χριστιανισμός σέβεται τόν κάθε συνάνθρωπο. Ἄλλωστε, ἡ μεγάλη «καινή» ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐκείνη, τῆς ἀγάπης. Ὁ χριστιανισμός ἀνέδειξε τήν ἀξία τῶν ἀτομικῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, αἰῶνες πρίν, ἀπό τήν νομική διακήρυξή τους τόν 18ο αἰῶνα καί μετέπειτα. Τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ ἀρίστη κοινωνιολογία. Ἀκόμη ὁ Χριστιανισμός ὑποστήριξε τά μέγιστα τά κλασικά γράμματα καί τήν ἐν γένει παιδείᾳ.
Εἰδικότερα, μέ τήν αὐθεντική ἔκφρασή του τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἔρχεται ἀποδέχεται καί καταφάσκει τήν ἔρευνα, τήν πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καί ἰδιαίτερα τήν φιλοσοφία, τά μαθηματικά, τήν χημεία, τήν βιολογία, τήν ἰατρική, τήν ἀστρονομία. Πόσο, μάλιστα, ἐπίκαιρη εἶναι ἡ «Σοφία Σειράχ», ὅταν πλέκει τό ἐγκώμιον γιά τό ἰατρικό λειτούργημα. Γράφει πολύ χαρακτηριστικά: «Τίμα ἰατρόν πρός τάς χρείας αὐτοῦ καί γάρ αὐτόν ἔκτισε Κύριος» (κεφ. λη', 1) καί «Κύριος, ἔκτισε ἐκ γῆς φάρμακα... αὐτός ἔδωκεν ἀνθρώποις ἐπιστήμην ἐνδοξάζεσθαι ἐν τοῖς θαυμασίοις αὐτοῦ» (στιχ. 4-6). Ἔτσι ὁ Χριστιανισμός ἐπικροτεῖ ὃ,τι εἶναι γιά τό καλό τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Γνωρίζει ὅτι ἄλλο εἶναι τό σῶμα, τό ὁποῖο ὀφείλουμε νά τό τιμοῦμε καί νά μεριμνοῦμε γι' αὐτό καί ἄλλο ἡ ψυχή, ἡ ἀθάνατη. Ἀλλά μεγάλη ὑπῆρξε καί ἡ εὐεργετική ἐπίδραση τοῦ χριστιανισμοῦ στό δίκαιο καί τήν νομοθεσία. Συνελόντ' εἰπεῖν, τό χριστιανικό ἰδεῶδες καί ἦθος παραμένει τό θεμέλιο καί ἡ ρίζα τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ.
Οστόσο, ὑπάρχει ὁ διάβολος, τό σκότος, ἡ σκοτεινή ὄψη. Ὑπάρχει ἡ ἁμαρτία. Ὑπάρχει ὁ Κάϊν, ἡ Βαβέλ, ὁ Βάαλ, ὁ Φαρισαῖος. Καί ἐνῶ ἦλθε τό φῶς, ἐν τούτοις, λέγουν κάποιοι συνάνθρωποί μας: Ὄχι, δέν μᾶς ἐνδιαφέρει τό φῶς. Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι πού «ἠγάπησαν τό σκότος μᾶλλον ἤ τό φῶς». Καί τοῦτο γιατί «ἦν πονηρά τά ἔργα αὐτῶν». Ἰσχύει, ἐν προκειμένῳ, ὁ βιβλικός λόγος: «Πᾶς γάρ ὁ τά φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς καί οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῆ τά ἔργα αὐτοῦ» (Ἰω. 3,20). Ἀποστρέφεται τό φῶς καί αἰχμαλωτίζεται στήν ἀπάτη, στό μῖσος, στήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, στόν ἐγωϊσμό του, στήν ἀσέβεια. Τό βλέπουμε αὐτό καί τό διαπιστώνουμε καί σήμερα πόσο κατεβαίνουμε σέ ἦθος ἀπό κάθε ἄποψη.
Ὅμως ὑπάρχει ἡ Βηθλέεμ τῆς ταπεινοφροσύνης, ὁ Ἰορδάνης τῆς ἀνακαίνισης ἐν Χριστῷ, ὁ κῆπος τῶν Ἐλαιῶν τῆς προσευχῆς, τό Θαβώρ μέ τήν δόξα τοῦ ἀκτίστου φωτός, ἡ Γαλιλαία τῆς Ἀναστάσεως. Τό σκότος δέν μπορεῖ νά νικήσει τό φῶς. Ὅσο καί ἄν πυκνώνουν τά σύννεφα, ὁ ἥλιος ὑπάρχει. Οἱ ἅγιοι ὑπάρχουν καί μᾶς παρηγοροῦν καί μᾶς διδάσκουν. Οἱ συνάνθρωποι τοῦ καθήκοντος, σ' ὅλα τά λειτουργήματα καί ἐπαγγέλματα, ὑπάρχουν ὡς ἄνθρωποι ἀρετῆς καί βιώνουν Θεό. Αὐτοί ὅλοι ἀποτελοῦν τήν «καλή ζύμη» τῆς κοινωνίας. Τό Εὐαγγέλιο, λοιπόν, ἐξακολουθεῖ νά παραμένει ἀνοικτό. Δέν εἶναι μουσειακό εἶδος. Τό φῶς φωτίζει. Γιατί ζῇ, Κύριος ὁ Θεός.
Στή δύσκολη ἐποχή μας, λοιπόν, μήν ἀπελπίζεσθε. Μήν ἀπογοητεύεσθε. Μήν ἔρχεται ἡ ἀποκαρδίωση καί μήν ἀνέρχεται θλίψη καί ὁ κακός λογισμός τῆς ἀκηδίας, τῆς πνευματικῆς ραθυμίας καί τῆς ἀδιαφορίας στίς καρδιές σας. Λειτουργοῦν, ἄλλωστε, οἱ πνευματικοί νόμοι. Βλέπει ὁ οὐρανός. Ναί, ὅλοι μας ἁμαρτάνουμε, ἀλλ' ὁ Θεός ξέρει νά περιμένει. Περιμένει τήν μεγάλη αὐτή λέξη, τήν τόσο δυνατή: Τήν μετάνοια. Περιμένει τήν ἱκεσία μας, ὅπως τήν ἔλεγε ὁ προφητάναξ: «Κύριε ὁ Θεός μου, φωτιεῖς τό σκότος μου». Καί τότε ἔχουμε ἐνώπιόν μας ἄλλη δυναμική καί προοπτική πού εἶναι μυστική στή ψυχή μας ἀλλά τόσο ὑπέροχη καί αὐτή μᾶς ἀνεβάζει στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Ἄναψε, λοιπόν, λύχνον θείου φωτός στή ζωή σου. Καί νά γνωρίζεις: Ἡ θέση του εἶναι ὄχι ὑπό τόν «μόδιον», ἀλλ' ἐπί τήν «λυχνίαν».