Ο Σεβασμιώτατος κατά την διάρκεια του κηρύγματός του, απευθυνόμενος στους πιστούς ανέφερε ότι «σήμερα τιμούμε την εύρεση μιας ιεράς εικόνας, ενός ιερού απεικάσματος της Υπεραγίας Θεοτόκου που επισυνέβη στις αρχές του 14ου αιώνα στην ωραία νησον των Κυθήρων όπου εκεί κατεγράφη το ιστορικό αυτό γεγονός, όταν ένας απλούς βοσκός εύρε την χαριτοβρυτον εικόνα μέσα στην περιοχή των Μυρτιδίων όπου οι μυρσίνες έχουν την μορφήν δένδρων και όχι θάμνων κατά το ειωθός. Σηματοδοτήθηκε αυτή η εύρεσις με πλήθος θαυμάτων τα οποία καταγράφονται έκτοτε εις τας ιστορικάς δέλτους της τοπικής αλλά και της πανελληνίου οικογενείας».
«Η εικόνα της Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης σήμερα μας προσάγει στο Μυστήριο της Εκκλησίας» συνέχισε ο Σεβασμιώτατος. «Και ποιο είναι αυτό; Ότι δια των ιερών εικόνων η τιμή διαβαίνει εις το πρωτότυπον. Αυτό το δογματικό και τεράστιο θέμα η Αγίας μας Εκκλησία το επένδυσε με αυτόν τον πάνσοφο τρόπο. Διότι πράγματι η τιμή που αποδίδει κανείς στην εικόνα ενός αγαπημένου του προσώπου δεν αφορά στο είδος της εικόνος ούτε στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένη, αλλά διαβαίνει δια της εικόνος εις το πρόσωπον που εικονίζεται».
Γι’ αυτό και δια του Ιερού Ιωάννου Δαμασκηνού, συνέχισε, μας έδωσε αυτόν τον υπέροχο ορισμό ότι «η τιμή που απονέμουμε στις ιερές εικόνες δεν αφορά στην ύλη από την οποία συντίθεται αλλά διαβαίνει δια αυτής της εικόνος στο πρόσωπο που αναγγέλλει η ιερά εικόνα». «Αυτήν την δογματική πίστη της Εκκλησίας την επιβραβεύει η Θεία Χάρις διότι αυτό το θαύμα της εκ της γης αναβλαστήσεως της ιεράς εικόνας αυτό επιβραβεύει, αυτό δεικνύει αυτό αποδεικνύει».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο Σεβασμιώτατος ανέφερε πως «η Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, η Μητέρα του Θεού και των ανθρώπων, η άνασσα των ουρανών είναι ο άνθρωπος εκείνος που επέτυχε πλήρως των επαγγελιών της Διαθήκης που κατέστη σκεύος εκλογής. Γι’ αυτό και ηξιώθη εντός του σωματικού της χώρου να χωρέσει τον αχώρητον, τον Λόγο του Θεού Πατρός εκείνον ‘’δι΄ου τα πάντα εγένοντο’’. Βλέποντες το μεγαλειώδες σύμπαν κατανοούμε ότι αυτό είναι έργο μιας υπερτάτης νοήσεως η οποία εκινήθη από μια εσωτάτη διάθεση η οποία δεν είναι άλλη από την αγάπη. Και λέγει ο αποκαλυφθείς Θεός Λόγος δια του Άγιου Ιωάννου του Θεολόγου ότι ‘’Ὁ Θεός αγάπη εστί’’. Ο Θεός δεν έχει αγάπη. Είναι και λειτουργεί και υπάρχει ως αγάπη. Κι αυτή εκχέεται μέσα στον υλικό και πνευματικό κόσμο».
«Η Υπεραγία Θεοτόκος είναι ο άνθρωπος που συνεργάστηκε με τον αιώνιο Θεό. Ελεύθερα και αγαπητικά. Γιατί ο Θεός δεν επιβάλλεται, δεν καταναγκάζει, δεν θέλει την ανθρώπινη υποταγή αλλά προβάλλει την αλήθειά του και λέγει ‘’’οστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν, αράτω τον Σταυρόν και ακολουθήτω’’. Βέβαια επειδή είμαστε ελεύθεροι, είμαστε και υπεύθυνοι» επεσήμανε.
Τέλος ο Σεβασμιώτατος υπογράμμισε πως «η Παναγία μας δέεται, παρακαλεί, ικετεύει, μεσιτεύει, αγιάζει. Είμαστε σε μια παναγιοσκέπαστη πόλη, στον Πειραιά μας όπου η Παναγία μας παρίσταται και επενεργεί. Πολλά θαύματα έχουν συντελεσθεί και το 1895 με την κατάπαυση της φοβερής ασθένειας της ευλογιάς και άλλα. Προσευχόμαστε για την υπέρβαση της παρούσης πανδημίας που μας έχει αποδείξει την μικρότητά μας, μας έχει προσγειώσει στα μέτρα μας, διότι μόνοι μας είχαμε θεώσει τον εαυτό μας».
«Ας προσευχόμαστε ο Κύριος να χαριτώνει τη ζωή μας, να θεραπεύει τις αδυναμίες μας και να ευλογεί κάθε στιγμή της υπάρξεώς μας» κατέληξε.
Προ της απολύσεως ο Σεβασμιώτατος ευχαρίστησε θερμά και συνεχάρη τον Πρόεδρο του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π.Αυγουστίνο Θεοδωρόπουλο, Γενικό Διευθυντή του Ραδιοφωνικού Σταθμού «Πειραϊκή Εκκλησία» και τους συνεφημερίους του π.Χαράλαμπο Λαλαΐτη και π. Αλέξιος Ζέππο.