Σταύρωση ως θανατική καταδίκη, ήταν πανάρχαιο γεγονός, γνωστὸ σε όλους τούς λαούς.
Ἦταν ἡ πλέον ἀτιμωτικὴ ποινή. Στὸ Ρωμαϊκὸ κράτος ἦταν νομικὰ καταχωρημένη, γιὰ τοὺς μὴ Ρωμαίους πολῖτες καὶ κυρίως γιὰ τοὺς σκλάβους.
Ἡ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονὸς κεντρικῆς σημασίας γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ στὸ Σταυρό εἶναι μιὰ νίκη, ἕνας «ζωοποιὸς θάνατος» (λειτουργία Μ. Βασιλείου). Εἶναι ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου ἐπὶ τῆς γῆς. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ὁ Ἐσταυρωμένος βρίσκεται σὲ κάθε ὀρθόδοξο Ναό, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ πάνω ἀπὸ τὴν ὡραία πύλη, στὴν κορυφὴ τοῦ τέμπλου. Ἡ εἰκόνα τῆς Σταύρωσης, ἔχει τὴ θέση της στὸ δωδεκάορτο, στὴν πάνω σειρὰ τοῦ τέμπλου. Ὡς τοιχογραφία ἱστορεῖται, συνήθως, στὸ βόρειο μέρος τοῦ θόλου.
Ἀπὸ τὸν 6ο Αἰῶνα, συναντᾶμε τὴ Σταύρωση ὅπως τὴν ξέρουμε σήμερα. Ἀργότερα, σταδιακὰ περνοῦν οἱ ἁγιογράφοι ἀπὸ τὴν ἐξιστόρηση στὴ θεολογία καὶ τοὺς συμβολισμούς.
Τόπος τῆς Σταύρωσης ὁ Γολγοθάς, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ.
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ κυριαρχεῖ στὴν εἰκόνα. Ἀποτελεῖται ἀπὸ μία κάθετη δοκὸ καὶ ἀπὸ τρεῖς ὁριζόντιες κεραῖες, τὴ μεγάλη, ὅπου καρφώθηκαν τὰ χέρια, μιὰ μικρή, ὡς ὑποπόδιο καὶ μία μικρὴ ὡς πινακίδα ποὺ γράφει τὴν αἰτία τῆς καταδίκης, πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι. Ἡ κατακόρυφη δοκός ἔχει ἕνα μέρος τῆς μέσα στὴ γῆ καὶ τὸ ὑπόλοιπο, ὑψώνεται πρὸς τὰ πάνω. Συμβολίζει τὴν κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο, τὸ πέρασμα στὸν Ἅδη καὶ τὴν ἄνοδό Του στὸν Πατέρα μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ὡς ἐπίσης καὶ τὴν κοινωνία μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων.
Ἡ ὁριζόντια μεγάλη κεραία, συμβολίζει τὴν κοινωνία μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴ διάδοση τοῦ εὐαγγελίου ἐπὶ τῆς γῆς. Ἡ ὁριζόντια μικρὴ (στήριγμα ποδιῶν) συμβολίζει τὸν ζυγὸ τῆς δικαιοσύνης, τὴν παλινδρόμηση μεταξὺ σωτηρίας καὶ ἀπωλείας. Σὲ πολλὲς παραστάσεις εἶναι ἐλαφρὰ κεκλιμένη, ὥστε τὸ ἀνυψωμένο μέρος της εἶναι πρὸς τὴ μεριὰ τοῦ σωσμένου λῃστῆ καὶ τὸ χαμηλωμένο πρὸς τὸν λῃστὴ ποὺ λοιδοροῦσε τὸ Χριστό.
Ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία δέν ἱστορεῖ αὐτόνομα τὰ γεγονότα, ἀλλὰ ὅλα ἔχουν μία σύνδεση καὶ μία ἀλληλουχία. Εἶναι μέρος τοῦ ἔργου τῆς Σωτηρίας. Στὴν εἰκόνα τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ, βλέπουμε ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε μέσα στὸ σκοτεινὸ σπήλαιο, στὸ ἄντρο τοῦ Ἅδη, καὶ μάλιστα ἡ φάτνη ποὺ τοποθετήθηκε εἶναι ἕνα κτιστὸ μνῆμα, ποὺ φανερώνει ὅτι ἐνανθρώπισε μὲ σκοπὸ νὰ πεθάνει, ὥστε νὰ καταργήσει τὸν Ἅδη.
Τὸ κρανίο τοῦ Ἀδάμ στήν εἰκονογραφία πρωτοεμφανίζεται τὸν 9ο αἰῶνα. Ἔτσι ἡ εἰκόνα ἀποκτᾶ ἕναν ἀκόμη, δογματικὸ συμβολισμό. Τὸ κρανίο μᾶς θυμίζει τὴν ματαιότητα καὶ τὸν ἐφήμερο χαρακτῆρα τῆς ζωῆς πάνω στὴ γῆ. Ὁ Σταυρὸς ἀπὸ πάνω, μᾶς παρηγορεῖ δείχνοντας τὴν ἀληθινὴ ζωή. Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ στάζει πάνω στὸ κρανίο καὶ συμβολίζει τὸ ξέπλυμα τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ Ἀδὰμ ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων: «ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ σου αἵματι». Ξεπλένεται τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα μὲ τὸ βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Μᾶς θυμίζει καὶ τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων. Τώρα ὅλοι μποροῦν νὰ ζωοποιηθοῦν, ἀκόμα καὶ οἱ νεκροί. Μάρτυρες σὲ αὐτό, οἱ ἀναστημένοι νεκροὶ ἅγιοι τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστὸς παρέδινε τὸ πνεῦμα Του πάνω στό Σταυρὸ.
Στὰ δεξιά τοῦ Χριστοῦ εἰκονίζονται ἡ Παναγία καὶ τρεῖς γυναῖκες ποὺ τὴν συνοδεύουν. Ὅλοι οἱ εὐαγγελιστὲς ἀναφέρονται σὲ αὐτές. Εἶναι ἡ Μαρία τοῦ Κλωπᾶ (Ἰωάννης) εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴν Μαρία, μητέρα Ἰακώβου καὶ Ἰωσὴφ (Ματθαῖος – Μᾶρκος). Ἡ Σαλώμη (Μᾶρκος) ταυτίζεται μὲ τὴν Μαρία «μητέρα τῶν παιδιῶν τοῦ Ζεβεδαίου» (Ματθαῖος). Καὶ ἡ τρίτη ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ποὺ εἶναι ἡ μόνη ἀπὸ τὶς τρεῖς ποὺ διαφοροποιεῖται καὶ ἀναγνωρίζεται, ἀπὸ τὸ ἔντονο κόκκινο χρῶμα στὸ ἔνδυμα καὶ τὴν πλούσια κόμη. Ὅλες ἔχουν καλυμμένο τὸ κεφάλι τους μὲ μαφόριο καὶ ἡ μία, συγκρατεῖ τὴν Παναγία. Τὴν παρηγοροῦν καὶ μὲ ἐλεγχόμενη θλίψη, συμμετέχουν στὸ Θεῖο Πάθος.
Ἡ Παναγία, βρίσκεται ἀνθρωπίνως, σὲ ἔσχατη θλίψη, δὲν ἀναλύεται ὅμως σὲ δάκρυα. Συμμετέχει στὸ Πάθος, μὲ ἀξιοπρεπῆ στάση. Ἡ σταύρωση καὶ ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ παραμένουν καὶ γιὰ τὴ Θεοτόκο πραγματικὸ μυστήριο. Ὅμως αὐτή, παρόλο ποὺ θρηνεῖ, δὲν ἀμφιβάλλει καὶ ἀναφωνεῖ «εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου»
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, εἰκονίζονται ὁ νεαρὸς Ἰωάννης καὶ ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος, Λογγίνος. Ἡ παρουσία τοῦ Ἰωάννη ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν ἴδιο, στὸ εὐαγγέλιό του, ὅπου σῴζει καὶ τὴν τελευταία ἀνθρώπινη ἐπιθυμία Του, νὰ πάρει τὴν Παναγία ὡς μητέρα του, στὸ σπίτι του. Ὁ Ἰωάννης κοιτάζει πρὸς τὰ κάτω θλιμμένος καὶ συλλογισμένος, μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Πάθους. Δίπλα στὸν Ἰωάννη, εἶναι ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος (Ματθαῖος – Λουκᾶς). Ταυτίζεται μὲ τὸν στρατιώτη, ποὺ μὲ τὴν λόγχη ἐκέντησε τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ ὅπου ἐξῆλθε αἷμα καὶ ὕδωρ. Ὁ Ἑκατόνταρχος ἐδῶ, ἀντιπροσωπεύει τὰ ἔθνη ποὺ δέχονται τὸν Χριστὸ ὡς Θεό. Πράγματι εἶναι ὁ πρῶτος μὴ Ἰουδαῖος, ποὺ ἀναγνωρίζοντας τὸ μυστήριό τοῦ Πάθους, ἀνεφώνησε: «Ἀληθῶς, Θεοῦ Υἱὸς ἣν οὖτος» (Ματθαῖος). Γιὰ αὐτό, εἰκονίζεται μὲ φωτοστέφανο καὶ μὲ ὑψωμένο τὸ δεξί του χέρι, διακηρύττοντας τὴν ἀλήθεια αὐτή. Φορᾶ πλουμιστὴ στολὴ καὶ κρατᾶ στρόγγυλη ἀσπίδα.
Πίσω ἀπὸ τὸ Σταυρὸ φαίνονται τά τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ, λίγο χαμηλά, γιὰ νὰ μὴν «ἐνοχλοῦν» ὀπτικά, τὸ κυρίως θέμα, τὴ Σταύρωση. Στὶς ἀρχαιότερες παραστάσεις, τὰ τείχη ἀπουσιάζουν ἐντελῶς. Ἀργότερα οἱ εἰκονογράφοι, πρόσθεσαν τὰ τείχη, καθαρὰ γιὰ θεολογικοὺς λόγους. Ὁ Χριστὸς ἔπαθε ἔξω ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη πόλη τῶν Ἰουδαίων. Μᾶς προσκαλεῖ, λοιπόν, νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε: «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (πρὸς Ἑβραίους).
Ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος, δὲν ζωγραφίζει τὸ Χριστὸ στὴ ἀνθρώπινη φύση του ἀπομονωμένα, ἀλλὰ σὲ πλήρη Δόξα Θεοῦ. Ὡς ἄνθρωπος ἔπασχε καὶ θανατώθηκε, ἀλλὰ ἡ θεότητα ἔμεινε ἀθάνατη. Παρόλο ποὺ σωματικὰ ἀπέθανε, τὸ σῶμα του δὲν γνώρισε τὴ διαφθορά, δηλαδὴ τὴ σήψη. Γιὰ αὐτό, δὲν παρουσιάζεται ρεαλιστικά, ὡς νεκρὸ σῶμα ποὺ κρέμεται ἄθλια, ἀλλά, ὡς Κύριος τῆς ζωῆς, σὲ πλήρη δόξα. Παρότι εἶναι νεκρός, στηρίζεται ἥσυχα στὰ πόδια ὡς ζωντανός. Ὡς Βασιλιὰς στὸ θρόνο του. Ἀρχικὰ ὁ Χριστὸς ζωγραφιζόταν μὲ ἀνοιχτὰ τὰ μάτια παρόλο ποὺ ἦταν νεκρός, γιὰ νὰ ἐπισημανθεῖ θεολογικά, ὅτι ὁ θάνατος δὲν τὸ ἄγγιξε. Ἀργότερα (850 μ.Χ.). οἱ ἁγιογράφοι, ἄρχισαν νὰ τὸν εἰκονίζουν μὲ κλειστὰ τὰ μάτια.
Στὴ Δύση, ἐπικράτησε ὁ Χριστὸς νὰ φέρει τὸ ἀκάνθινο στεφάνι, τὸ ὁποῖο πρωτοεμφανίστηκε κατὰ τὴν ἀναγέννηση. Τότε ἐκεῖ ἐπικράτησε ἡ φυσικότητα στὴν παράσταση, γιατί σκοπὸς τῆς Δυτικῆς ζωγραφικῆς, εἶναι ἡ συγκίνηση τοῦ θεατή καὶ ὄχι ἡ μυστική του ἕνωση μὲ τὸ τελούμενο, καὶ ἄρα ἡ σωτηρία του. Γιὰ αὐτὸ στὴν Ἀνατολή, ὁ Χριστός, ἤρεμα, γέρνει ἐλαφρὰ τὸ κεφάλι Του στὰ δεξιά, σὰ νὰ κοιμᾶται. Ἔχει τὸ κορμὶ Του μιὰ μικρὴ κλίση πρὸς τὰ δεξιά, σημάδι τοῦ θανάτου, ὅμως στηρίζεται ὡς ζωντανὸς στὰ πόδια Του, τὰ ὁποία εἶναι καρφωμένο ξεχωριστὰ τὸ καθένα καὶ ὄχι τὸ ἕνα πάνω στὸ ἄλλο, ὅπως ζωγραφίζεται στὴ Δύση.
Ἀπὸ τὴ δεξιὰ πλευρά, ρέει αἷμα καὶ ὕδωρ. Ἀπὸ τὶς παλάμες καὶ τὰ πόδια ρέει τὸ ζωοποιὸ αἷμα Του, ποὺ διαποτίζει τὸ κρανίο τοῦ Ἀδάμ. Τὰ χέρια Του, ἐκτείνονται ἀπαλὰ στὸ σταυρὸ καὶ οἱ παλάμες Του, εἶναι ἀνοιχτές. Καὶ αὐτὸ γιατί μᾶς προσκαλεῖ μὲ ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκάλη του, νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε. Ἐπίσης προσκαλεῖ καὶ τὸν θάνατο νὰ ἔρθει γιατί ὁ Χριστός, θεληματικὰ ἔπαθε καὶ ἀπέθανε, καὶ ὄχι ἀναγκαστικά.
Ὁ ἐσταυρωμένος στὴν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία, εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ χαροποιοῦ πένθους, τῆς χαρμολύπης. Εἶναι Θεὸς καὶ ἄνθρωπος συγχρόνως. Βλέπουμε νεκρὸ τὸ Χριστὸ καὶ συνειδητοποιοῦμε τὴν ἀθανασία. Ἡ εἰκονογραφία συμβαδίζει μὲ τὴν ὑμνολογία. Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ. Ἡ Σταύρωση εἶναι ἀναστάσιμη. Ὅπως καὶ τὰ ἐγκώμια τῆς Μ. Παρασκευῆς, ἀντὶ νὰ μᾶς θλίβουν, μᾶς χαροποιοῦν καὶ ἀνυπομονοῦμε γιὰ τὴν Ἀνάσταση. Μὲ τὴ σειρά της, ἡ Ἀνάσταση εἶναι Σταυρώσιμη: «Ἐσταυρώθης δὶ ἐμέ, ἶνα ἐμοὶ πηγάσεις τὴν ἄφεσιν, ἐκεντήθης τὴν πλευράν, ἶνα κρουνοὺς ζωῆς ἀναβλύσεις μοι…» μᾶς θυμίζει ὁ κατανυκτικὸς ὕμνος. Πάνω στὸ Σταυρὸ συνυπάρχει ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάσταση. Γιὰ αὐτό, ἡ πινακίδα πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ Χριστοῦ γράφει «Ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης» καὶ ὄχι τὸ ἱστορικὸ ἀλλὰ καὶ εἰρωνικὸ Ι.Ν.Β.Ι. Τὸ ἀναστάσιμο τροπάριο λέει «θανάτω, θάνατον πατήσας». Ἄρα, Ἡ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἀποτυχία τοῦ ἔργου Του, ἀλλὰ πλήρης ἐπιτυχία. Εἶναι ἡ νίκη τοῦ θανάτου. Εἶναι ἡ Δόξα τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ.
Καλή Ἀνάσταση