Ἐκκλησιάσθηκε ὁ Δήμαρχος Ναυπακτίας Βασίλειος Γκίζας, οἱ Ἀντιδήμαρχοι Θωμᾶς Κοτρωνιᾶς καί Ζαχαρίας Χοχτούλας καί πλῆθος κόσμου πού κάλυψε μέ τίς ἀνάλογες ἀποστάσεις τό ἐσωτερικό προαύλιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἀλλά καί τούς χώρους ἔξω ἀπό τήν Ἱερά Μονή, ἀφοῦ ὁ Ἑσπερινός τελέσθηκε στό προαύλιο τῆς Μονῆς καί μέ τήν βοήθεια τοῦ τεχνικοῦ Δημητρίου Ἰωάννου ὑπῆρχε ἠχητική καί ὀπτική κάλυψη καί στό προαύλιο καί ἔξω ἀπό τήν Ἱερά Μονή.
Ὁ Ἑσπερινός μεταδόθηκε ζωντανά ἀπό τά τοπικά τηλεοπτικά καί διαδικτυακά κανάλια.
Καί ἡ θεία Λειτουργία τῆς Ἑορτῆς θά μεταδοθῆ ἐπίσης ζωντανά ἀπό τά τοπικά κανάλια.
Ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἱερόθεος στό κήρυγμά του μίλησε γιά τόν Προφήτη καί Πρόδρομο Ἰωάννη, ἀναλύοντες τίς ἔννοιες προφῆτες καί ψευδοπροφῆτες καί παρουσιάζοντας ἕνα γλαφυρό παράδειγμα ἀπό τούς λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, πού δείχνει τήν διαφορά λόγων καί πράξεων στούς ἀθεράπευτους ἀνθρώπους καί διδασκάλους.
Τό κείμενο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, στό ὁποῖο ἀναφέρθηκε στό κήρυγμά του ὁ Σεβασμιώτατος:
«Λένε ὅτι ἕνας θαυματοποιός στήν Ἀλεξάνδρεια γύμνασε ἕναν πίθηκο νά ἐπιδίδεται μ' εὐκινησία σέ φιγοῦρες χοροῦ, τοῦ φόρεσε ἕνα προσωπεῖο χορευτῶν κι ἕνα ροῦχο κατάλληλο γιά τό νούμερό του· τόν συνόδεψε μέ χορό κι ὁ πίθηκος τά κατάφερνε κάνοντας λυγίσματα σύμφωνα μέ τόν ρυθμό τῆς μουσικῆς καί μέ ὅλα αὐτά πού ἔκανε καί ἔπαιζε ἔκρυβε τόν πραγματικό ἑαυτό του.
Κι ἐνῶ τό θέατρο ἦταν γοητευμένο ἀπό τό παράξενο θέαμα, ἕνας ἀπό τούς πολύ ἀστείους πού ἦταν ἐκεῖ θέλησε νά δείξη σ' αὐτούς πού παρακολουθοῦσαν μ' ἀνοιχτό τό στόμα ὅτι ὁ πίθηκος ἦταν πραγματικά πίθηκος. Ἐνῶ λοιπόν φώναζαν ὅλοι καί χαλοῦσαν τόν κόσμο μέ τίς ρυθμικές περιστροφές τοῦ πιθήκου πού παρακολουθοῦσε μέ τίς κινήσεις του τό τραγούδι καί τήν μουσική, λένε ὅτι πέταξε στήν ὀρχήστρα μερικούς ξηρούς καρπούς πού ἐρεθίζουν τήν λαιμαργία τῶν ζώων αὐτῶν.
Ὁ πίθηκος τότε χωρίς νά χασομερήση, βλέποντας σκορπισμένα μπροστά στόν χορό τά ἀμύγδαλα ξέχασε καί τόν χορό καί τά χειροκροτήματα καί τό ὡραῖο ροῦχο πού φοροῦσε, καί ὅρμησε στά ἀμύγδαλα φουχτώνοντας μέσα στά χέρια του ὅσα βρῆκε. Καί γιά νά μήν ἐμποδίζη τό προσωπεῖο τό στόμα του, ξεσκίζει τήν παραπλανητική προσωπίδα μέ τά νύχια του καί τήν βγάζει, ὥστε νά προκαλέση ξέσπασμα γέλιου στούς θεατές ἀντί τόν ἔπαινο καί τόν θαυμασμό, καθώς ἐφάνηκε ἀνάμεσα ἀπό τά λείψανα τῆς προσωπίδας ἄσχημος καί κωμικός.
Ὅπως λοιπόν δέν ἔφτασε σ' ἐκεῖνον ἡ μελετημένη κι ἀπατηλή ὄψη γιά νά νομιστῆ ἄνθρωπος, ἀλλά ἡ λαιμαργία του γιά τ' ἀμύγδαλα ἀποκάλυψε τήν φύση του, ἔτσι ὅποιοι δέν διαμόρφωσαν ἀληθινά τόν ἑαυτό τους μέ τήν πίστη, θ' ἀποκαλυφθοῦν εὔκολα μέ τά δολώματα τοῦ διαβόλου πώς εἶναι κάτι ἄλλο ἀπό αὐτό πού λένε.
Ἀντί ἑνός ξηροῦ σύκου ἤ ἑνός ἀμύγδαλου ἤ κάτι παρόμοιου, προτείνει στούς λαίμαργους ἡ δόλια ἀγορά τοῦ διαβόλου τήν κενοδοξία, τήν ἀγάπη τῶν τιμῶν, τήν φιλοχρηματία, τήν φιληδονία σάν νά ἦταν ξηροί καρποί καί ὁδηγεῖ στό ν' ἀποκαλυφθοῦν ὅσοι ἔχουν ψυχές πιθήκου, πού μέ προσποιητή μίμηση ὑποκρίνονται τόν χριστιανισμό κι ἀφανίζουν τό προσωπεῖο τῆς σωφροσύνης ἤ τῆς πραότητας ἤ κάποιας ἄλλης ἀρετῆς.
Εἶναι λοιπόν ἀπαραίτητο νά κατανοήσουμε τόν σκοπό τοῦ χριστιανισμοῦ, γιατί ἴσως μπορέσομε νά γίνομε αὐτό πού θέλει νά πῆ τό ὄνομά μας. Ἔτσι δέν θά μείνη ἡ μεταμόρφωσή μας μόνον στήν κενή ὁμολογία καί στό προσχηματικό ὄνομα καί δέν θά παρουσιάσουμε σ' αὐτόν πού βλέπει τά κρυμμένα ὅτι εἴμαστε ἄλλο ἀπό ὅ,τι φαινόμαστε».