Ο Αγιώτατος Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών Κύριλλος απέστειλε απάντηση στον Μακαριώτατο Πατριάρχη Θεόδωρο Β’ στην έκκλησή του να ανακληθεί η απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας περί συστάσεως της Πατριαρχικής Εξαρχίας Αφρικής και διορισμού εξάρχου.
Προς τον Μακαριώτατο Πάπα και Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής Θεόδωρο Β´
Μακαριώτατε,
Έλαβα άλλη μια επιστολή Σας, με την οποία καλείτε να ανακαλέσουμε την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας για τη δημιουργία της Πατριαρχικής Εξαρχίας Αφρικής και τον διορισμό εξάρχου.
Σας έχω ήδη γράψει λεπτομερώς για τις αιτίες και τις περιστάσεις ιδρύσεως της Εξαρχίας μας στην Αφρική. Αυτές εξηγούνται επίσης και στην πρόσφατη από 28ης Ιανουαρίου Δήλωση της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, αντίγραφο της οποίας Σας επισυνάπτω.
Ταυτοχρόνως δεν άκουσα ωστόσο από την Υμετέρα Μακαριότητα ποιοι κανονικοί λόγοι Σας προέτρεψαν στην αναγνώριση της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως μη υφισταμένη πλέον και αθέμιτη, ενώ τους μη έχοντες τη χάρη της ιεροσύνης σχισματικούς, οι οποίοι την πολεμούν, ως μόνη κανονική σε αυτή τη χώρα «αυτοκέφαλη εκκλησία». Ούτε στις επιστολές Σας, που έχω λάβει, αλλά ούτε και στα δημοσιευθέντα ανακοινωθέντα της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας δεν εξηγούνται οι κανονικοί αυτοί λόγοι, αλλά και δεν μπορούν να εξηγηθούν, διότι δεν υπάρχουν, όπως κάλλιστα γνωρίζετε ο ίδιος.
Η απόφανση της Ρωσικής Εκκλησίας ότι πρόσωπα, τα οποία αναγνώρισαν τη σχισματική ούτως καλούμενη «Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας», προσχωρούν οι ίδιοι στο σχίσμα, έχει στέρεα κανονικά θεμέλια, τα οποία κακώς αρνείσθε. Ο Β´ κανόνας της εν Αντιοχεία Συνόδου διαρρήδην ορίζει: «Μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδὲ κατ᾽ οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοῖς μὴ τῇ ἐκκλησίᾳ συνευχομένοις, μηδὲ ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ ὑποδέχεσθαι τοὺς ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ μὴ συναγομένους. Εἰ δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς ἐκκλησίας».
Για το ίδιο προειδοποιεί και ο ΙΒ´ κανόνας των Αγίων Αποστόλων: «Εἴ τις κληρικός, ἢ λαϊκός, ἀφωρισμένος, ἤτοι ἄδεκτος, ἀπελθὼν ἐν ἑτέρᾳ πόλει προσδεχθῇ ἄνευ γραμμάτων συστατικῶν, ἀφοριζέσθω καὶ ὁ δεξάμενος, καὶ ὁ δεχθείς».
Ο Δ´ κανόνας της εν Αντιοχεία Συνόδου διαλαμβάνει: «τοὺς κοινωνοῦντας αὐτῷ [τῷ καθαιρεθέντι συνοδικῶς] πάντας ἀποβάλλεσθαι τῆς ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα, εἰ μαθόντες τὴν ἀπόφασιν τὴν κατὰ τῶν προειρημένων ἐξενεχθεῖσαν, τολμήσειαν αὐτοῖς κοινωνεῖν». Απαγορεύουν την κοινωνία με τους ακοινώνητους και πολλοί άλλοι κανονικοί ορισμοί (Ε´ της Α´ Οικουμ. Συν., ΙΑ´ Αποστολ. , Θ´ της Καρθαγ. κ.ά.).
Η Υμετέρα Μακαριότητα γνωρίζει καλώς ότι τα ορθώς επιβληθέντα επιτίμια στους πρωτεργάτες του ουκρανικού σχίσματος και τους οπαδούς τους αναγνωρίσθηκαν από όλες τις Αγιώτατες Ορθόδοξες Εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένου και του αοιδίμου προκατόχου Σας Πατριάρχη Αλεξανδρείας Παρθενίου Γ´ γραπτώς, καὶ στη συνέχεια ουδέποτε αμφισβητήθηκαν από κανένα στον ορθόδοξο κόσμο. Σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες και τη μακραίωνη εκκλησιαστική πράξη, η αποδοχή των Ουκρανών σχισματικών στην Εκκλησία είναι δυνατή μόνον μετά τη μετάνοια και την επανένωση αυτών με εκείνη την Τοπική Εκκλησία, από την οποία αποσχίσθηκαν, δηλαδή από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι σχισματικοί στην Ουκρανία, όπως είναι γνωστό, δεν μετανόησαν και δεν επανενώθηκαν με την οικεία αυτών Εκκλησία. Ανακοινώνοντας την αναγνώρισή τους και μετέπειτα προχωρώντας σε ευχαριστιακή κοινωνία με αυτούς, ακολουθώντας αυτούς προσχωρήσατε στο σχίσμα και κατά την ακρίβεια των προειρημένων ιερών κανόνων υπόκεισθε στην ίδια με αυτούς ποινή του αφορισμού. Ακριβώς για αυτό τον λόγο πολλοί κληρικοί της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας αναγκάσθηκαν να απέχουν από την κοινωνία μαζί Σας και να αναζητήσουν κανονική προστασία από την Εκκλησία μας.
Όσον δε αφορά την απειλή Σας να επιβάλετε την ποινή της καθαιρέσεως στον Σεβασμιώτατο μητροπολίτη Κλιν Λεωνίδα, τον οποίο η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας μας διόρισε έξαρχο της Αφρικής, αυτή στερείται κάθε βάσεως στο εκκλησιαστικό δίκαιο. Επίσκοπος ή κληρικός μιας αυτοκεφάλου Εκκλησίας δεν υπόκειται στο δικαστήριο άλλης αυτοκεφάλου Εκκλησίας. Οι ιεροί κανόνες, τους οποίους παραθέτετε (Η´ της Α´ Οικουμ., ΙΒ´ της Δ´ Οικουμ.) δεν υποστηρίζουν την απειλή Σας και είναι ακατάλληλοι, αφού είναι αφιερωμένοι σε εντελώς διαφορετικά ζητήματα. Οι ιεροί κανόνες απαγορεύουν αυστηρώς στον επίσκοπο να εμπλέκεται στις υποθέσεις άλλης επαρχίας. Και εάν του απαγορεύουν ακόμη και να δέχεται έναν ξένο κληρικό, ο οποίος δεν διαθέτει συστατικό γράμμα από τον οικείο αυτού επίσκοπο (βλ. ΛΓ´ Αποστ., ΙΣΤ´ της Α´ Οικουμ. κ.ά.), πώς μπορούν να του επιτρέψουν να τον δικάσει και μάλιστα να του επιβάλλει την έσχατη ποινή, η οποία είναι η από ιεροσύνης καθαίρεση; Ως προς τούτα Σάς δηλώνω ότι οποιεσδήποτε δικαστικές αποφάσεις της καθ᾽ Υμάς Εκκλησίας έναντι του μητροπολίτη Κλιν Λεωνίδα, είτε άλλων ιεραρχών ή κληρικών της Εκκλησίας μας, θα θεωρηθούν από την πλευρά μας ως κανονικώς ανυπόστατες και άκυρες.
Ατυχής είναι και η προσπάθεια της Υμετέρας Μακαριότητας να θεμελιώσετε τα ειδικά δικαιώματα που δήθεν έχει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με την επίκληση του Τόμου του 1663 ή τον λεγόμενο «ειλητάριο περί βασιλικής και πατριαρχικής εξουσίας». Αυτό το έγγραφο στην πραγματικότητα απεστάλη όχι στη Ρωσική Εκκλησία, όπως ισχυρίζεσθε εσφαλμένα, αλλά στον τσάρο Αλέξιο Μιχαηλοβίτζη, ο οποίος ζήτησε στη δίκη κατά του Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα υποστήριξη από τους Πατριάρχες της Ανατολής, στους οποίους είχε αποστείλει τις ερωτήσεις του. Η Ρωσική Εκκλησία δεν ζήτησε αυτές τις απαντήσεις από τους Αγιωτάτους Πατριάρχες της Ανατολής και ουδέποτε στη ζωή της δεν είχε ως γνώμονα αυτό το έγγραφο.
Όπως είναι γνωστό, ο Τόμος του 1663 δεν είναι συνοδικός ορισμός: οι Προκαθήμενοι των Εκκλησιών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας τον υπέγραψαν πολύ αργότερα. Πολύ περισσότερο, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος συμπλήρωσε το έγγραφο με τη δική του ιδιαίτερη γνώμη, στην οποία εκ των πραγμάτων αναίρεσε τις θέσεις του Τόμου σχετικά με τα ιδιαίτερα προνόμια ειδικώς των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, ενώ ο Πατριάρχης Αντιοχείας Μακάριος Γ´ ένα χρόνο πριν την υπογραφή αυτού του «ειληταρίου» απέστειλε κρυφά επιστολή στον Πάπα της Ρώμης, με την οποία δεχόταν την υποταγή του σε εκείνον. Συνεπεία τούτων είναι αμφίβολο ότι ένα τέτοιο έγγραφο μπορεί να θεωρείται αυθεντική έκφραση της απαραχάρακτης ορθόδοξης παραδόσεως.
Βιώσαμε ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη καθότι δικαιολογώντας τις αξιώσεις του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως για το πρωτείο στην Εκκλησία του Χριστού, επικαλείσθε τη Συνοδική Πράξη του 1590 περί συστάσεως του Πατριαρχείου Μόσχας. Η Υμετέρα Μακαριότητα αναμφιβόλως γνωρίζει ότι ο μεγάλος προκάτοχός Σας στον θρόνο Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς, ο οποίος αγιοκατατάχθηκε από την Αγία καθ᾽ Υμας Εκκλησία, δεν αποδέχθηκε τις αποφάσεις αυτής της Συνόδου, διότι εκδόθηκαν χωρίς να ληφθεί υπόψη η γνώμη του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Με δική του πρωτοβουλία το 1593 συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη νέα Σύνοδος των Πατριαρχών της Ανατολής, η οποία αναθεώρησε τις αποφάσεις της προηγούμενης Συνόδου και όρισε τον Πατριάρχη Μόσχας «ἀδελφόν τε εἶναι καὶ λέγεσθαι τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν μετὰ ταύτης τῆς ἐπωνυμίας, ὁμοταγῆ καὶ σύνθρονον ἴσον τε τῇ τάξει καὶ τῇ ἀξίᾳ». Στους ορισμούς αυτής της Συνόδου, εμπνευστής και πρωτεργάτης της οποίας ήταν ο Άγιος Μελέτιος δεν υπάρχει ούτε υπαινιγμός του ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έχει οποιαδήποτε εξουσία επί του Πατριάρχη Μόσχας ή οποιουδήποτε άλλου Πατριάρχη.
Στα γραπτά έργα του ο Άγιος Μελέτιος τάσσεται κατηγορηματικά κατά της ιδέας του πρωτείου ενός επισκόπου στην Οικουμενική Εκκλησία. Ο διάδοχος και μαθητής του Πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος Λούκαρις, ο οποίος και αυτός ανακηρύχθηκε Άγιος από την Αγία καθ᾽ Υμάς Εκκλησία και πρότινος και από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ακολουθώντας τον διδάσκαλό του τασσόταν δυναμικά κατά του παπισμού και απέρριπτε τη διδασκαλία περί του πρωτείου του πρώτου κατά τάξιν επισκόπου επί όλης της Εκκλησίας.
Δεν θεωρώ περιττό να υπενθυμίσω στην Υμετέρα Μακαριότητα ότι η Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, που συνεκλήθη από τον Μακαριώτατο Πατριάρχη Αλεξανδρείας Νικάνορα το 1867, καταδίκασε την ανάμειξη της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως στις υποθέσεις του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, τάχθηκε υπέρ της ομοτιμίας όλων των Πατριαρχών και δήλωσε ότι ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως δεν έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει στις υποθέσεις των άλλων Εκκλησιών. Η γενομένη τότε καταδίκη της αναμείξεως της Κωνσταντινουπόλεως στις υποθέσεις της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, υποστηρίχθηκε από τις Εκκλησίες Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Ρωσίας, Κύπρου και Ελλάδος.
Τα επακολουθήσαντα έτη οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας επίσης τάχθηκαν επανειλημμένως υπέρ της αμώμου αγιοπατερικής διδασκαλίας περί της Εκκλησίας και της ορθοδόξου Παραδόσεως. Εξαιτίας της μονομερούς χορηγήσεως του Αυτοκεφάλου στην Εκκλησία της Αλβανίας από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Νικόλαος Ε´ έγραψε το 1937: «Τα τελευταία αυτά χρόνια στα κοινά εκκλησιαστικά ζητήματα αφενός, και στα ζητήματα χορηγήσεως και επιβεβαιώσεως των αυτοκεφάλων των Εκκλησιών αφετέρου, με αρκετά παράξενο τρόπο θεσπίσθηκε ότι από τα μέσα του παρελθόντος (δηλαδή του 19ου) αιώνος, από τη στιγμή της χορηγήσεως του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Αγιώτατος Αποστολικός θρόνος Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς να λαμβάνει πλέον απολύτως υπόψη του ούτε τους σχετικούς κανόνες της Εκκλησίας, ούτε τα επικρατέστερα σε αυτή έθιμα, ενεργεί εντελώς μονομερώς, αγνοώντας τους Προκαθημένους όλων των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών».
Είναι θλιβερό, αγαπητέ αδελφέ, ότι τόσο εύκολα παραιτηθήκατε από την ένδοξη παρακαταθήκη της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, από την κανονική ορθόδοξη παράδοση, πιστοί φύλακες της οποίας επί αιώνες διετέλεσαν οι αοίδιμοι προκάτοχοί Σας, και ακολουθήσατε την οδό του σχίσματος και του συμφιλιωτισμού με τις παράνομες πράξεις του σημερινού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Οι ενέργειες του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στην Ουκρανία αποτέλεσαν εφαρμογή του ύπουλου σχεδίου των εχθρών της Ορθοδοξίας, οι οποίοι θέλησαν να αποκόψουν τη Ρωσία και τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία από τις ελληνόφωνες Εκκλησίες. Ήμασταν ενήμεροι για αυτό το σχέδιο, αλλά δεν χάναμε την ελπίδα μας ότι ο Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως θα τολμούσε, με τη βοήθεια του Θεού, να αντισταθεί στην πίεση της ισχυράς πολιτικής δυνάμεως. Προς μεγάλη λύπη τούτο δεν έγινε, και ως αποτέλεσμα ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος με τις ενέργειές του κατέστρεψε την ενότητα της Οικουμενικής Ορθοδοξίας. Λυπούμαι βαθύτατα που συμμέτοχος σε αυτές τις ενέργειες έχετε πλέον γίνει και Εσείς.
Μακαριώτατε, ενόψει της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, φιλαδέλφως Σας προτρέπω να αναθεωρήσετε τις ειλημμένες από Εσάς αποφάσεις και να παύσετε να υποστηρίζετε το σχίσμα στην Ουκρανία, προκειμένου να μην σχίζετε τον Άρραφο Χιτώνα του Χριστού, δηλαδή την Εκκλησία του Θεού.
Μετά της εν Κυρίω αγάπης
† ο Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών
Κύριλλος