"Λαβράκια" περιελάμβανε η ομιλία του Μητροπολίτη Προύσης Ελπιδοφόρου στο 8ο Διεθνές Συνέδριο Ορθοδόξου Θεολογίας με θέμα: «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας: Η Ορθόδοξη Θεολογία στον 21ο αιώνα» που διεξάγεται από τις 21 του μηνός στη Θεσσαλονίκη και ολοκληρώνεται σήμερα.
Επί της ουσίας ο Μητροπολίτης , στενός συνεργάτης του Οικουμενικού Πατριάρχη, μας είπε πως έρχεται κι άλλη Σύνοδος που θα ονομαστεί Οικουμενική και μας έδωσε και την...πολύ ενδιαφέρουσα ατζέντα της.
Επίσης μοίρασε ευθύνες σε όλους εκτός βέβαια από τον “πρώτο” Βαρθολομαίο και συγκεκριμένα τα έβαλε με όσους δεν παραβρέθηκαν στην Κρήτη πριν από δύο χρόνια.
“Θα αναφέρω ως παράγοντα για τη στάση της Εκκλησίας Αντιοχείας το σφιχτό πολιτικό, στρατιωτικό, οικονομικό και ενεργειακό εναγκαλισμό μεταξύ Δαμασκού και Μόσχας” είπε για την απουσία του Πατριαρχείου Αντιοχείας, ενώ για τους υπόλοιπους απόντες τόνισε:
“ Κάποιες εκκλησίες δεν συμμετείχαν, αποσύροντας τις δεσμεύσεις τους κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, ενώ είχαν συμμετάσχει σε όλες τις φάσεις της προετοιμασίας των, έστω και ελάχιστων, εναπομεινάντων αυτών κειμένων της ημερησίας διατάξεως. Οι λόγοι της μη συμμετοχής είναι ηλίου φαεινότερον ότι απείχαν πολύ από του να είναι εκκλησιαστικοί, θεολογικοί η κανονικοί. Ελέχθη ότι είχαν κάποιες διαφωνίες με κάποια κείμενα. Η διαφωνία επί συγκεκριμένων θεμάτων στην συνοδική διαδικασία ποτέ στην παράδοση της κατ᾽ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν απετέλεσε κανονική αιτία αποχής από την Σύνοδο, είτε Οικουμενική είτε τοπική.
Άρα, η μη προσέλευση στη Σύνοδο των Εκκλησιών Βουλγαρίας και Γεωργίας δεν δικαιολογείται από κανονικής απόψεως και μόνον διά της επικλήσεως οθνείων και κοσμικών αιτίων μπορεί να ερμηνευθεί. Και οι Εκκλησίες της Σερβίας και της Ελλάδος είχαν επιφυλάξεις σε ορισμένα σημεία των προπαρασκευαστικών κειμένων, αλλά προσήλθαν στη Σύνοδο και κατά την εκκλησιαστική παράδοση εξέφρασαν εκεί τις προτάσεις τους, πολλές των οποίων έτυχαν της πανορθοδόξου αποδοχής και σήμερα αποτελούν μαρτυρίες της συμβολής τους”.
Και αφού τους “έλουσε” είπε κι όλας πως δεν πειράζει που δεν πήγαν!
“Το κύρος, όμως, μιάς Συνόδου δεν κρίνεται ούτε από τον αριθμό των συμμετεχόντων, ούτε από τον όγκο της παρουσίας των Εκκλησιών, (η ακόμη και την απουσία κάποιων, όπως συνέβη στη Β´ Οίκουμενική, κατά την οποία απουσίαζε η εκκλησιαστική διοίκηση της Ρώμης, η κατά την Γ´
Οικουμενική, κατά την οποία και πάλι η αντιπροσωπεία της Ρώμης κατέφθασε στην Έφεσο μετά τις αποφάσεις της, προσϋπογράφουσα αυτάς εκ των υστέρων), αλλά από την πιστότητα στην πίστη των πατέρων και στους ιερούς κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και την Αποστολική παράδοση της Εκκλησίας” σχολίασε....
Τα “λαβράκια” όμως άρχισαν να βγαίνουν μετά.... Ένα από αυτά το θέμα της αυτοκεφαλίας. Ζήτημα που απασχολεί έντονα ολόκληρη την Ορθοδοξία το τελευταίο διάστημα με αφορμή όσα συμβαίνουν με την Ουκρανία.
Για τον τρόπο απονομής της Αυτοκεφαλίας λοιπόν ο Μητροπολίτης είπε: “ Οι Εκκλησίες, οι οποίες έλαβαν το αυτοκέφαλο καθεστώς τους και μερικές και την Πατριαρχική τους αξία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι ίδιες παρεξήγησαν το θέμα αυτό της ημερησίας διατάξεως, και εθεώρησαν ότι είχαν δικαίωμα να αμφισβητήσουν μία πράξη και μία τάξη, στην οποία οι ίδιες όφειλαν ουσιαστικά το κανονικό τους καθεστώς και την εκκλησιαστική τους υπόσταση. Θεώρησαν, δηλαδή, ότι η συζήτηση μερικών θεμάτων ήταν ευκαιρία για την αμφισβήτηση των προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ή την σχετικοποίησή τους, διά της διεκδικήσεως ρόλου και συμμετοχής σε αυτά και των άλλων Προκαθημένων. Έτσι φτάσαμε να ζητείται η συναπόφαση όλων των Προκαθημένων για την απονομή του Αυτοκεφάλου. Αποτέλεσμα ήταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο να αποσύρει το θέμα αυτό από την ημερησία διάταξη και να συνεχίσει την εφαρμογή της μέχρι τώρα τηρουμένης ιεράς παραδόσεως. Ο σκοπός των Οικουμενικών Συνόδων δεν είναι η πραγμάτευση με κριτήρια φιλοδοξίας της κανονικής τάξεως, αλλά η καταγραφή και η επικύρωση και η διαφύλαξη της ήδη τηρουμένης και καθιερωθείσης κανονικής τάξεως. Αυτό το πνεύμα διέπει όλες τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Προκειμένου, μάλιστα, περί των κανονικών προνομίων του Κωνσταντινουπόλεως, αυτά δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο διαπραγματεύσεως η ανταλλάγματος. Εάν τίθενται επί τάπητος, τούτο γίνεται κατά τη συνοδική παράδοση της Εκκλησίας με αποκλειστικό σκοπό την ένδειξη σεβασμού, συντονισμού, ευταξίας των κατά τόπους εκκλησιών και την πρόσκληση για περαιτέρω τήρησή της παλαιφάτου πράξεως και τάξεως” .
Κλείνοντας κρατούσε όμως τα καλύτερα για την επόμενη Σύνοδο καταθέτοντας προτάσεις για την επόμενη πανορθόδοξη συνοδική δραστηριότητα της Εκκλησίας.
Συγκεκριμένα ανέφερε:
“Ξεκινώ με την ονομασία. Η Εκκλησία δεν ετόλμησε να ονομάσει Οικουμενική τη Σύνοδο της Κρήτης. Όχι διότι δεν ήτο στην ουσία Οικουμενική, αλλά διότι α) εδεσμεύετο από την ορολογία που υιοθετήθηκε κατά την προπαρασκευαστική διαδικασία, και β) διότι υπήρχε μεγάλη χρονική απόσταση από τις τελευταίες Οικουμενικές Συνόδους και ως εκ τούτου δισταγμός για μία τόσο τολμηρή απόφαση.
Ωστόσο, στη μελλοντική Σύνοδο οφείλουμε να συνέλθουμε με την συνείδηση ότι θα είμαστε η Οικουμενική Σύνοδος της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Και τούτο παρά τις απόψεις ορισμένων, έστω και επιφανών, θεολόγων, ότι μετά το σχίσμα με την Εκκλησία της Ρώμης δεν δύναται να υπάρξει Οικουμενική Σύνοδος. Τα σχίσματα στην Εκκλησία πάντα υπήρξαν, αλλ᾽ ουδέποτε επηρέασαν την εκκλησιολογική και συνοδική της αυτοσυνειδησία, ούτε μείωσαν τον οικουμενικό της χαρακτήρα.
Συναφώς, όμως, προκύπτει και η αναγκαιότητα η επόμενη Οικουμενική, όπως θα ονομάζεται πλέον, Σύνοδος, να αναγνωρίσει και να αριθμήσει ως οικουμενικές τόσο την επί Φωτίου Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (έτους 879/880), όσο και την Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων του 1341 (με ενσωμάτωσιν και των τόμων των Συνόδων 1347 και 1351 ως ολοκλήρωση της αυτής Συνόδου του 1341), διότι με οικουμενική ισχύ έχουν καταγραφεί και καθιερωθεί στη θεολογική ερμηνεία οι αποφάσεις των στη ζωή της Εκκλησίας μας πανορθοδόξως.
Ο συγκαλών τη Σύνοδο δεν μπορεί να είναι άλλος από τον Κωνσταντινουπόλεως, επιφορτισμένο με την ευθύνη του πρώτου στην Εκκλησία και κατοχυρωμένο προς τούτο τόσο με αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, όσο και με τη μακραίωνη παράδοση και πράξη και τάξη της Εκκλησίας, όπως αυτή τηρείται απαρέγκλιτα και ανεξαίρετα μέχρι σήμερα. Επειδή, μάλιστα, απεδείχθη ότι η επίκληση μη κοσμικών λόγων για τη σύγκληση της Συνόδου εκτός της έδρας του Πρώτου με κανέναν τρόπο δεν διευκολύνει την διεξαγωγή η τη συμμετοχή των αγίων του Θεού Εκκλησιών, η Σύνοδος αυτή πρέπει λάβει χώρα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντινουπόλεως θα συγκαλέσει τις κατά τόπους εκκλησίες χωρίς την εξαίρεση των αυτονόμων εκκλησιών, όπως για λόγους σκοπιμότητος αναγκάστηκε να πράξει στο παρελθόν. Μπορεί στην Σύνοδο ψήφο να έχουν οι Εκκλησίες, αλλά πρέπει να εφαρμοσθεί η κανονική παράδοση της αποφάσεως διά της ψήφου των πλειόνων, των μειοψηφούντων μη δικαιουμένων άρνηση υπογραφής των αποφάσεων, πολλώ δε μάλλον την άρνηση της εφαρμογής τους. Το ίδιο δεν συμβαίνει, άλλωστε, στις τοπικές συνόδους των κατά τόπους Εκκλησιών; Ουδείς μειοψηφών δύναται να αμφισβητήσει το κύρος της συνοδικώς ληφθείσης αποφάσεως.
-Να ρυθμίσουμε με πανορθόδοξες αποφάσεις τις περιπτώσεις αμφισβητουμένων δικαιοδοσιακών εδαφών μεταξύ των Εκκλησιών, ως π.χ. η περίπτωση του Κατάρ η της Βεσσαραβίας, οι οποίες είτε οφείλονται στις μεταβολές των συνόρων των κρατών, είτε στην μεταβολή της ονομασίας των γεωγραφικών περιοχών ανά τους αιώνες.
-Να ομολογήσουμε ότι η δοθείσα προσωρινή λύση στην αντιμετώπιση του ζητήματος της ορθοδόξου διασποράς στην ουσία αποτελεί ομολογία α) της αδυναμίας μας να αποδεχθούμε την εφαρμογή εκκλησιαστικών κριτηρίων (28ος κανών της Δ´ Οικ. Συνόδου), και β) της υποταγής μας σε κοσμικές σκοπιμότητες.
-Να προβούμε σε μία αξιολόγηση της μέχρι τώρα πορείας των επισήμων Θεολογικών Διαλόγων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με άλλες εκκλησίες, ώστε να δοθούν οι δέουσες οδηγίες, να ληφθούν αποφάσεις και να αναληφθεί και σε αυτό το συνοδικό επίπεδο η ευθύνη τους.
-Να επαναξιολογήσουμε τη χρήση του όρου ῾῾αιρετικός᾽᾽ διακρίνοντάς τον από τον ετερόδοξο χριστιανό η από τον ομόδοξο σχισματικό, κάτι που θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα το γράμμα και το πνεύμα των ιερών κανόνων και της πράξεως της Εκκλησίας.
Προς τούτοις, οφείλουμε να λάβουμε επίσημη πανορθόδοξη θέση έναντι της θεολογικής συζητήσεως περί της χειροτονίας των γυναικών και να διευκρινίσουε τη στάση μας έναντι της παραδόσεως της χειροτονίας αυτών στο διακονικό βαθμό.
Τέλος, μία εκκρεμότητα που οφείλει να ρυθμισθεί με απόφαση Οικουμενικής Συνόδου είναι η επικύρωση των Αυτοκεφάλων καθεστώτων των Εκκλησιών, οι οποίες έλαβαν αυτά με κανονικές πράξεις της πρωτοθρόνου Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως”.