Το γραφείο επί των αιρέσεων και των παραθρησκειών της Ιεράς Μητρόπολις Πειραιώς αναφέρει σχετικά με τα ανθρωπινά δικαιώματα στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησιά μας.
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα της ταραγμένης εποχής μας είναι ο ατομισμός, η αποθέωση του ανθρωπίνου «εγώ». Ο σύγχρονος άνθρωπος διαποτισμένος μέχρι το τελευταίο κύτταρο της υπάρξεώς του από το πνεύμα του λεγομένου άθεου «Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού» και της «Νέας Εποχής», και μεθυσμένος από την ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη, που εξελίσσεται καλπάζοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα, απέκτησε την ψευδαίσθηση ότι είναι «θεός», διεκδικώντας τα «θεϊκά» του «δικαιώματα».
Πολύς λόγος γίνεται σήμερα για τα λεγόμενα «ανθρώπινα δικαιώματα». Ουδέποτε στο ιστορικό παρελθόν υπήρξε παρόμοια «έκρηξη» διεκδίκησης «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Άτομα, ομάδες, οργανώσεις, κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί έχουν επιδοθεί σε μια απίστευτη και πρωτόγνωρη «κούρσα» για την υπεράσπιση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Διεθνή φόρα αναδεικνύουν την υπεράσπισή τους ως μείζον ζήτημα και συντάσσουν «Διακηρύξεις», οι οποίες ανάγονται σε διεθνείς συμβάσεις και επιβάλλονται στις κυβερνήσει του κόσμου, ως υποχρεωτικά εφαρμοστέες. Η πρώτη σχετική διακήρυξη είναι η «Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη», που έγινε από τους επαναστάτες της Γαλλικής Επανάστασης στις 26 Αυγούστου του 1789. Στις μέρες μας είναι γνωστή η «Διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Ελσίνκι», ενώ στην πατρίδα μας θεσπίσθηκε η «Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Το τραγικό της υποθέσεως είναι ότι ενώ όλοι μιλούν για «δικαιώματα», κανείς δεν μιλάει για καθήκοντα και υποχρεώσεις. Κανείς δεν διανοείται, ότι όπου υπάρχουν δικαιώματα, εκεί υπάρχουν και ανάλογα καθήκοντα και υποχρεώσεις, πράγμα το οποίο δείχνει τον ολέθριο εγκλωβισμό του συγχρόνου ανθρώπου στον ατομισμό του και τον εγωϊσμό του.
Στη διαδικασία υπεράσπισης των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» έχει εμπλακεί τα τελευταία χρόνια και η Εκκλησία, ωσάν να θεωρούσε στα δύο χιλιάδες χρόνια της ιστορικής της πορείας, την καταπάτησή τους ως «φυσική»! Δεν πρόκειται όμως για κάτι τέτοιο, διότι τα τρία βασικά και θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα από τα οποία απορρέουν όλα τα άλλα, δηλαδή της δικαιοσύνης, της ισότητος και της ελευθερίας προέρχονται ως γνωστόν από τον Χριστιανισμό, διότι πηγάζουν κατ' ευθείαν από την διδασκαλία του ευαγγελίου. Όλες οι μεταγενέστερες διακηρύξεις στα συντάγματα των νεωτέρων δημοκρατικών πολιτευμάτων, από τον 18ον αιώνα και μετά, εις ό,τι αφορά τα «ανθρώπινα δικαιώματα», ουσιαστικά είναι δάνεια από την διδασκαλία του Ευαγγελίου.
Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από αφιέρωμα, στο περιοδικό των εν Ελλάδι Ιησουιτών «Ανοιχτοί Ορίζοντες», (τ.1118, Ιούλιος -Αύγουστος 2019), με τίτλο: «Η πρόσληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την Καθολική Εκκλησία». Εδώ δεν θα ασχοληθούμε με το αν η θρησκευτική κοινότητα του Παπισμού «προσέλαβε» και κατά πόσον «σεβάστηκε» τα ανθρώπινα δικαιώματα στη χιλιόχρονη, εκτός της Εκκλησίας, πορεία της. Όποιος θέλει να πληροφορηθεί για το «σεβασμό» του Παπισμού στα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν έχει παρά να μελετήσει τα αμέτρητα εγκλήματά του κατά της ανθρωπότητας. Να μελετήσει ιδιαιτέρως, τις χιλιάδες περιπτώσεις παιδοφιλίας και παιδοφθορίας των σύγχρονων «κληρικών» του, τους οποίους κάλυπτε σκανδαλωδώς. Μπορούμε να πούμε ότι ο Παπισμός πρέπει να είναι ο τελευταίος που έχει το δικαίωμα να μιλά για ανθρώπινα δικαιώματα!
Στον επίλογο του αφιερώματος, (σελ.16), ο συντάκτης αναφέρεται και στην «ελλειμματική» κατά τον Παπισμό, Ορθόδοξη Εκκλησία μας, όσον αφορά την έλλειψη «κανονιστικού κειμένου» για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Γι' αυτό παραθέτει δύο απόψεις προερχόμενες «η μία από τον ακαδημαϊκό χώρο και η άλλη από τον εκκλησιαστικό», αυτές του αείμνηστου καθηγητή Σάββα Αγουρίδη και του παν.Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου. Στις γραμμές που ακολουθούν θα προχωρήσουμε σε ένα σύντομο σχολιασμό της δεύτερης.
Το περιοδικό παραθέτει απόσπασμα ομιλίας του παν. κ. Βαρθολομαίου, η οποία έγινε στο Βερολίνο, στις 2 Ιουνίου 2017, στα πλαίσια ενός συνεδρίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το οποίο κατά τη γνώμη μας «πάσχει» θεολογικά. Είπε ο Παναγιώτατος: «Δυστυχώς υπάρχουν στον ορθόδοξο κόσμο κύκλοι και άτομα που αντιμετωπίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα ως κίνδυνο για την ορθόδοξη ταυτότητά μας. Γενικά θεωρούν τα ανθρώπινα δικαιώματα ως "φονταμενταλισμό του μοντερνισμού" και τη συζήτηση για αυτά "εισαγόμενο λόγο". Τα άτομα αυτά και οι κύκλοι αυτοί αδικούν τόσο τα ανθρώπινα δικαιώματα όσο και την Ορθοδοξία. Κατά αυτό τον τρόπο αποτρέπεται κάθε ευκαιρία για μια θετική συμβολή της Ορθόδοξη Εκκλησίας και Θεολογίας στο ζήτημα ανθρώπινα δικαιώματα». Και συνέχισε: «Ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός θα πρέπει να ξεπεράσει οριστικά την αμυντική του στάση έναντι του Διαφωτισμού. Το πνεύμα του Διαφωτισμού δεν φέρει μέσα του κάποιον κίνδυνο για την ταυτότητα μας. Όπως και η απόλυτη άρνηση έτσι και η απόλυτη αποδοχή του δεν συνιστούν τη σωστή στάση απέναντί του. Το ζητούμενο είναι μια διαφοροποιημένη στάση» (βλ. και ιστ. https://www.dw.com/el ).
Κατ' αρχήν δεν μας ξεκαθαρίζει ο Παναγιώτατος, όταν αναφέρεται στα «ανθρώπινα δικαιώματα», ποια δικαιώματα εννοεί. Εννοεί εκείνα που ορίζει η βιβλική και πατερική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, ή αυτά που ορίζει η σύγχρονη ξέφρενη ηθική αποχαύνωση και η γενική αποστασία; Η Εκκλησία μας όπως σημειώσαμε παρά πάνω, διεκήρυξε πρώτη αυτή και υπερασπίσθηκε τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα της ισότητος της δικαιοσύνης και της ελευθερίας, όχι όμως και τις όποιες επιλογές του ανθρώπου. Ουδέποτε συνηγόρησε, αντίθετα μάλιστα κατηγορηματικά κατεδίκασε το ελεύθερο δικαίωμα του ανθρώπου να αμαρτάνει και να ικανοποιεί τα πάθη του, τα οποία φθείρουν τον έσω άνθρωπο και τον οδηγουν σταδιακά στον πνευματικό θάνατο, αφού τα «οψώνια της αμαρτίας (είναι) θάνατος» (Ρωμ.6,23). Σέβεται μεν την επιλογή του να αμαρτάνει και δεν τον εμποδίζει, αλλά, με πνεύμα αγάπης τον ελέγχει και προσπαθεί να τον φέρει σε μετάνοια.
Επομένως λοιπόν η Εκκλησία μας δεν υπερασπίζεται όλα γενικώς τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά μόνον όσα είναι προς το πραγματικό συμφέρον του ανθρώπου, όσα αποβλέπουν στη σωτηρία του. Ιδιαιτέρως τονίζουμε την παρά πάνω αλήθεια, διότι οι σύγχρονοι οργανισμοί υπερασπίσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν κάνουν καμία διάκριση μεταξύ θεμιτών και αδιαβλήτων «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και άλλων που οδηγούν στην καταστροφή και στον πνευματικό θάνατο. Για παράδειγμα, ως αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα θεωρείται σήμερα από τον κοσμικά σκεπτόμενο άνθρωπο, το δικαίωμα της γυναίκας για έκτρωση, το δικαίωμα ομοφυλοφιλικών σχέσεων, το δικαίωμα ικανοποιήσεως κάθε σεξουαλικής παρά φύσης σχέσεως, το δικαίωμα αλλαγής φύλου, εξωσωματικής γονιμοποιήσεως, ευγονικής, ευθανασίας, αυτοκτονίας, κ.λ.π.
Έκαμε ακόμη λόγο για «κύκλους και άτομα» στον Ορθόδοξο κόσμο, «που αντιμετωπίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα ως κίνδυνο για την Ορθόδοξη ταυτότητά μας». Διερωτόμαστε: Υφίσταται, ή όχι ο ορατός πια κίνδυνος να μεταβληθεί, (αν δεν μεταβλήθηκε), ο σύγχρονος κόσμος σε μια κοινωνία πρωτοφανούς αποστασίας, όπου οι προαιώνιοι ηθικοί φραγμοί έχουν παραμεριστεί και τη θέση τους έχουν πάρει τα «ανθρώπινα δικαιώματα», πολλά εκ των οποίων είναι «δικαιώματα» νομιμοποίησης της αμαρτίας; Η ποικίλη ηθική και πνευματική αποχαύνωση και πρωτοφανής αποστασία δεν αποτελεί άραγε κίνδυνο, όχι μόνον για την Ορθόδοξη ταυτότητά μας, αλλά και για την καταστροφή της κοινωνίας και την ίδια την ζωή στον πλανήτη;
Μίλησε επίσης για τον «Διαφωτισμό», ότι «ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός θα πρέπει να ξεπεράσει οριστικά την αμυντική του στάση έναντι του Διαφωτισμού. Το πνεύμα του Διαφωτισμού δεν φέρει μέσα του κάποιον κίνδυνο για την ταυτότητα μας. Όπως και η απόλυτη άρνηση έτσι και η απόλυτη αποδοχή του δεν συνιστούν τη σωστή στάση απέναντί του. Το ζητούμενο είναι μια διαφοροποιημένη στάση»! Δυστυχώς ο «Διαφωτισμός» μαζί με την όποια ελάχιστη θετική προσφορά του στην ανθρωπότητα, έφερε μαζί του και μύρια κακά. Εδραίωσε την αθεΐα ως θεσμό και της προσέδωσε επιστημονική επικάλυψη! Πολέμησε με πάθος τον Χριστιανισμό και δημιούργησε στρατιές αθέων, οι οποίοι πολεμούν την Εκκλησία μέχρι τις μέρες μας, επικαλούμενοι αποκλειστικά τα άθεα διδάγματά του. Και γενικά, ό,τι πιο δηλητηριώδες και ψυχοφθόρο έχουν πλασάρει στις χριστιανικές κοινωνίες οι δυνάμεις του «μυστηρίου της ανομίας», υπήρξε ο Διαφωτισμός.
Η αγία μας Εκκλησία καλλιέργησε και ανέπτυξε στον αντίποδα του άθεου «Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού», τον γνήσιο Ορθόδοξο Διαφωτισμό, που διαπνέεται από την ελληνορθόδοξη παράδοσή μας, με πρωτεργάτες τους αγίους Κοσμά τον Αιτωλό, Νικόδημο Αγιορείτη, Μακάριο Νοταρά, Αθανάσιο Πάριο, Κολλυβάδες Πατέρες, Eυγένιο Βούλγαρη κ.α. Την εποχή εκείνη, οι σπουδαγμένοι στη Δύση, έλληνες διαφωτιστές επέστρεφαν στην Ελλάδα, λοιδορώντας την Ελληνορθοδοξία μας και επιχειρώντας να κάμουν τους Έλληνες «Ευρωπαίους», δηλαδή Φράγκους! Απόδειξη αυτού του κινδύνου είναι οι τιτάνιοι αγώνες των Ορθοδόξων αγωνιστών την εποχή αυτή, (Κωνσταντίνου Οικονόμου, Κοσμά Φλαμιάτου, Χριστόφορου Παπουλάκου, Ιγνάτιου Λαμπρόπουλου και φυσικά της Φιλορθοδόξου Εταιρείας), ως σφοδρή αντίδραση για την απώλεια της ελληνορθόδοξης ταυτότητάς μας. Το πνεύμα του άθεου «Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού», εκτός από κάποιες ελάχιστες θετικές υπηρεσίες, πρόσθεσε φρικτά δεινά στην ανθρωπότητα, (αθεΐα, αναρχία, υλιστική θεώρηση του κόσμου και της ανθρώπινης ζωής, μηδενισμός, δημιουργία φασιστικών και ναζιστικών ιδεολογιών, αποκρυφισμός, νεοπαγανισμός, παγκόσμιοι πόλεμοι, γενοκτονίες κλπ). Τα όποια θετικά του στοιχεία είναι κλεμμένα από την χριστιανική μας πίστη και την ελληνορθόδοξη παράδοσή μας.
Το θέμα «ανθρώπινα δικαιώματα», φυσικά δεν εξαντλείται μέχρις εδώ, μέχρι δηλαδή του σημείου της στοιχειώδους διακρίσεως μεταξύ θεμιτών και αθεμίτων, διαβλητών και αδιαβλήτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ιδία εκείνων που φέρονται ως ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ καμία σχέση δεν έχουν με την ανθρώπινη φύση. Εξεταζόμενο υπό το φως της βιβλικής και πατερικής μας διδασκαλίας παρουσιάζει πολλές άλλες παραμέτρους και προεκτάσεις, μία εκ των οποίων θα παραθέσουμε στη συνέχεια με άκρα συντομία. Η Εκκλησία μας ενώ από την μία μεριά καταδικάζει απερίφραστα κάθε καταπάτηση των αδιαβλήτων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επικροτεί και επιδοκιμάζει κάθε νόμιμη διεκδίκησή των, από την άλλη μεριά προχωρεί πολύ πέραν αυτών και φθάνει σ' αυτό που ονομάζουμε «υπέρβαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Αν η καταπάτηση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» εκφράζει μια παρά φύσιν δαιμονική κατάσταση και η διεκδίκησή τους είναι κάτι το ανθρώπινο, τότε η υπέρβασή τους εκφράζει μια υπέρ φύσιν κατάσταση, που τη συναντά κανείς μόνο στους αγίους της Εκκλησίας μας. Αν οι ποικίλες διακηρύξεις των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» στα συντάγματα των συγχρόνων δημοκρατικών κοινωνιών κινούνται μεταξύ του παρά φύσιν και του κατά φύσιν, η Εκκλησία μας ανεβαίνει ένα σκαλοπάτι πιο πάνω και υποδεικνύει στον άνθρωπο το υπέρ φύσιν.
Γράφει σχετικά ο μέγας Παύλος: «Μη ουκ έχομεν εξουσίαν, (=ανθρώπινο δικαίωμα) φαγείν και πιείν; μη ουκ έχομεν εξουσίαν αδελφήν γυναίκα περιάγειν, ως και οι λοιποί απόστολοι και οι αδελφοί του Κυρίου και Κηφάς; η μόνος εγώ και Βαρνάβας ουκ έχομεν εξουσίαν του μη εργάζεσθαι;… αλλ ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μη εγκοπήν τινα δώμεν τω ευαγγελίω του Χριστού», (Α΄ Κορ.9,4-6). Εδώ ο μέγας απόστολος κάνει λόγο για τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα της τροφής, της συντήρησης και της εργασίας, τα οποία όλοι οι άνθρωποι μπορούν (και πρέπει) να έχουν. Σχολιάζοντας τον στίχο αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει «Τι λοιπόν; Δεν έτρωγε και δεν έπινε [ο Παύλος]; Πολλές φορές πράγματι ούτε έτρωγε ούτε έπινε. Εδώ όμως δεν εννοεί αυτό, αλλά τι; Δεν έτρωγε και δεν έπινε παίρνοντας τα αναγκαία για τη συντήρησή του από τους μαθητάς του, αν και είχε το δικαίωμα να πάρει». Ο Απόστολος θυσίασε το αναφαίρετο αυτό δικαίωμά του. Κουραζόταν στο έργο του ευαγγελίου, όσο κανένας άλλος, δεν δεχόταν όμως καμία υλική αμοιβή. Προτιμούσε να εργάζεται τις νύχτες «ταις ιδιάις χερσί», κατασκευάζοντας σκηνές, παρά να εισπράττει έστω και έναν οβολό για το πνευματικό του έργο. Και το έκανε αυτό μόνο και μόνο για να μη δώσει αφορμή του παραμικρού σκανδάλου. Μ' άλλα λόγια το κριτήριο των πράξεών του δεν ήταν τα όποια «ανθρώπινα δικαιώματά» του, ακόμη και τα στοιχειώδη, αλλά η αγάπη προς τον ασθενούντα αδελφό, που εύκολα σκανδαλίζεται. Γενικότερα μπορούμε να πούμε ότι όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας έφθασαν στην υπέρβαση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» διά μέσου της εν Χριστώ αγάπης, μιμούμενοι τον δεσπότη Χριστό, ο οποίος από άφατη αγάπη για τον άνθρωπο έγινε άνθρωπος και θυσίασε το στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα της ζωής, (διότι μπορούσε αν ήθελε να μην αποθάνει, καθ' ό αναμάρτητος) και έχυσε το αίμα του πάνω στο σταυρό υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας
Η Εκκλησία μας, χωρίς να παραθεωρεί τα όποια αδιάβλητα και θεμιτά ανθρώπινα δικαιώματα, τονίζει και προβάλλει τα «δικαιώματα του Θεού», δηλαδή τις εντολές του Θεού και παρακαλεί τον Κύριο να μας διδάξει και ενισχύσει στην τήρησή τους: «Ευλογητός ει Κύριε δίδαξόν με τα δικαιώματά σου». Και τούτο διότι με την τήρηση των θείων εντολών ανέρχεται τελικά ο άνθρωπος, από το κατά φύσιν στο υπέρ φύσιν, στον αγιασμό και την θέωση.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών