“Τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, ἀπό ἄποψη ἐπιστημονική, δέν μπορεῖ νά ὑποστηριχθεῖ ὅτι εἶναι θρησκειολογικό, οὔτε ὅτι ἀκολουθεῖ τήν λεγόμενη φαινομενολογική προσέγγιση” υποστήριξε στην εισήγησή του στην Ιεραρχία σήμερα το πρωί ο Μητροπολίτης Ύδρας Εφραίμ και συμπλήρωσε:
“Ὁ διδάσκων θά κάνει ὥστε τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν νά γίνει ἕνα ἐξαιρετικά σπουδαῖο μάθημα, πού μπορεῖ νά δώσει ἀπαντήσεις ἀπέναντι σέ κρίσιμα ὑπαρξιακά ζητήματα, ὅπως ὁ θάνατος, ἡ ζωή, ἡ εὐτυχία, ὁ πόνος, ἡ ὕπαρξη ἤ ἡ ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ, ἡ κοινωνική ἀδικία, οἱ πάσης φύσεως ἀνισότητες, ἡ διατήρηση καί διάσωση τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος κ.ἄ. καί νά καταδείξει τήν τεράστια συμβολή τῆς θρησκείας στό πνεῦμα, στήν τέχνη καί στόν πολιτισμό. Ἔτσι τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καλλιεργεῖ στούς μαθητές μιά κουλτούρα διαλόγου μέ τά ἐρωτήματα αὐτά. Ἡ πεμπτουσία τῆς προσφορᾶς του βρίσκεται στό ὅτι πραγματεύεται θέματα πού σχετίζονται μέ τό νόημα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης”.
Επίσης ισχυρίστηκε πως επί ΝΔ (περίοδος 2006) τα βιβλία των Θρησκευτικών ήταν χειρότερα και αντιτίθεται σε όσους επιθυμούν να τα επαναφέρουν.
“Ἐδοκίμασα βαθειά ἔκπληξη ὅταν στά ἀρχεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, βρήκαμε τά βιβλία τοῦ 2006, μέ τίς παρατηρήσεις τῆς τότε Συνόδου, οἱ ὁποῖες ἀποτυπώθηκαν καί σέ ἐπιστολή πρός τήν τότε Ὑπουργό Παιδείας καί σᾶς διαβεβαιῶ πώς αἰσθάνομαι ἀπογοητευμένος ἀπό ἐκείνους πού τολμοῦν καί ἐπιμένουν στήν ἐπαναφορά των” ανέφερε χαρακτηριστικά.
Αναφορικά με τα διαφορετικά θρησκεύματα είπε: “Ὁ διάλογος μέ τό διαφορετικό δέν μπορεῖ νά ἀπουσιάζει ἀπό τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν σέ μιά κοινωνία πού βιώνει τόν πλουραλισμό μέσα ἀπό τόν κόσμο τῆς πληροφορικῆς.
Ἔτσι τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἄν ἐπιδιώκει νά εἶναι ἕνα μάθημα ὑποχρεωτικό γιά ὅλους, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, τότε δέν ἔχει τήν πολυτέλεια νά πραγματεύεται θέματα μόνο μέσα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία˙ κρίνεται ἀναγκαία ἡ ἀναφορά σέ σύγχρονα μεγάλα θρησκεύματα, ὄχι ὅμως νά ἀξιοποιήσει τήν διδασκαλία τους ὡς ἑρμηνευτικό πλαίσιο, ἀλλά γιά νά δώσει στόν μαθητή τήν εὐκαιρία νά ἀντιληφθεῖ ὅτι τό θρησκευτικό φαινόμενο βιώνεται ποικιλοτρόπως καί ὅτι τό νόημα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς μπορεῖ νά ἑρμηνεύεται μέσα ἀπό πολλές διαφορετικές καί ἀντικρουόμενες ὀπτικές γωνίες. Ἔτσι τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καθίσταται μάθημα πού καταφάσκει στόν διάλογο καί στήν ἀναγνώριση τῆς θρησκευτικῆς ἑτερότητας.
Ἐξ ἄλλου, σέ μιά κοινωνία ἑτερότητας καλεῖται νά ζήσει ὁ μελλοντικός πολίτης καί σέ μιά κοινωνία ἑτερότητας καλεῖται νά καλλιεργήσει τή θρησκευτική του συνείδηση. (Ἐδῶ ἀποκλείονται οἱ φανατισμοί, φονταμενταλισμοί, μισαλλοδοξίες κ.τ.ὅ.)”.
Και κατόπιν προχώρησε σε κοινωνκές αναλύσεις δείχνοντας και τον τρόπο πως οι άθεοι θα γίνουν ένθεοι λέγοντας:
• Τό πρόβλημά μας σήμερα εἶναι ὅτι ἔχουμε χάσει τή «διανόηση» (Πανεπιστήμια, Λογοτεχνία, Καλλιτεχνικός χῶρος, Ἐκπαίδευση).
Χρειαζόμαστε αὐτούς πού θά διαλεχθοῦν μέ τήν ἐποχή μας, καί θά ἀναδείξουν τήν μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελίου, καί τότε πολλοί ἄθεοι θά γίνουν ἔνθεοι. Ὅταν μιλᾶμε γιά ἕναν Θεόν πού προσβάλλεται ἀπό τίς ἁμαρτίες μας σάν τούς θεούς τοῦ δωδεκαθέου, τότε αὐτόν τόν Θεόν σᾶς ὁμολογῶ δέν τόν θέλω, δέν τόν ἔχω ἀνάγκη.
• Σήμερα φτάσαμε σέ μιά κοινωνία ἡ ὁποία εἶναι πάρα πολύ διαφορετική. Ἔχει ἐντελῶς ἄλλη εἰκόνα. Ἔτσι, π.χ. ἔχει φύγει ἡ ὀνοματοδοσία ἀπό τό Βάπτισμα, ὁ ἐκκλησιαστικός Γάμος ἔχει ἐν πολλοῖς ἀντικατασταθεῖ ἀπό τίς ποικίλες συμβιώσεις. Ἡγέτες ἀρνοῦνται νά ὁρκισθοῦν στό Εὐαγγέλιο, ὁ ἠλεκτρονικός ἄνθρωπος εἶναι παρών, οἱ μεταναστεύσεις τρομακτικές, πραγματική μάχη καί ἀναμέτρηση μέ τήν Ἱστορία.
Σᾶς παρακαλῶ, ἐδῶ πρέπει ἔνδακρεις νά ἀναρωτηθοῦμε τίς πταίει;”
Επανεχρόμενος στο μάθημα των Θρησκευτικών τόνισε:
“• Συγχωρέστε μου καί κάτι τελευταῖο.
Νομίζω ὅτι ἀπό τό 1980 καί ἐντεῦθεν τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν τελεῖ ὑπό διαρκή ἀμφισβήτηση. Καί διερωτῶμαι δύο τινά˙
α) Πῶς εἶναι δυνατόν σέ μιά κοινωνία μέ τόσο πλούσια πολιτισμική καί θρησκευτική παράδοση νά προκύπτει κατά καιρούς ἔντονος προβληματισμός, ἐνστάσεις, ἐντάσεις, ἐρωτήματα, ἀμφισβητήσεις κ.λ.π. σχετικά μέ τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν;
Ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι εὔκολη. Ψάχνουμε νά βροῦμε τήν ταυτότητά μας. Ἐρίζουμε, συγκρουόμεθα καί ἀποτέλεσμα μηδέν.
β) Μήπως τό πρόβλημα εἶναι ὅτι ὡς Ἐκκλησία καί Ἱεραρχία, ἐδῶ καί τόσες δεκαετίες δέν ἔχουμε θεολογικόν λόγον; Ἡ θεολογία ἀπουσιάζει ἀπ΄ τήν ποιμαντική μας, τά κηρύγματά μας, τήν καθημερινή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
• Δέν πείσαμε ἀκόμη γιά τήν καθολική μορφωτική ἀξία τοῦ μαθήματος. Δέν ἀμφισβητεῖται μέ ἄλλα λόγια ὁ τρόπος διδασκαλίας του, τά μοντέλα διδασκαλίας, τά ἐν χρήσει ἐγχειρίδια, τό Πρόγραμμα Σπουδῶν, ἤ ἄλλα ζητήματα, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ δυνατότητά του νά ἐκπαιδεύσει τούς μαθητές.
Καί δέν θά μπορέσουμε ποτέ νά ἀντιμετωπίσουμε ἀποτελεσματικά τήν παρατεταμένη κρίση, ἄν δέν ξεκινήσουμε ἀπό τή διαπίστωση ὅτι ἡ ἑλληνική κοινωνία, στή συντριπτική της πλειοψηφία. δέν δέχεται τήν πνευματική ἀξία τοῦ μαθήματος, δηλαδή τό λόγο ὕπαρξης τοῦ μαθήματος στά Προγράμματα Σπουδῶν τοῦ Σχολείου, καί δέν τούς ἐνδιαφέρουν διόλου τεχνικά ζητήματα καί ἐπί πλέον, ἡ κρίση αὐτή ἀντανακλᾶ μιά βαθύτερη κρίση πού ἀφορᾶ τή θέση καί τό ρόλο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέσα στήν ἑλληνική κοινωνία”
Εντύπωση προκάλεσαν και οι αλλαγές που ζήτησε σε επίπεδο λειτουργίας της Ιεραρχίας.
“• Τό ὅλο θέμα μέ τό ΜτΘ, τό ὁποῖον μᾶς ἐταλάνισε τόσα χρόνια, γιατί δέν εἶναι σημερινό, πρέπει νά μᾶς προβληματίσει. Ἀναδείχθηκε σέ ἕνα «ἐμβληματικό» πρόβλημα πού ἀναδεικνύει πολλές ἀπό τίς παθογένειές μας καί σκεπτικισμό γύρω ἀπό τίς στρατηγικές μας.
Θά συνεχίσουμε μέ ἕνα μοντέλο διοικήσεως τοῦ 1969 καί μέ Κανονισμούς ἐργασιῶν τῶν δύο Σωμάτων (Δ.Ι.Σ. & Ι.Σ.Ι. ) τοῦ 1977;
Νομίζω τέτοια θέματα δοκιμάζουν τίς ἀντοχές μας, τήν ἑνότητά μας, καί δέν εἶναι δυνατόν νά διαπραγματευόμεθα 80 ἄνθρωποι -ἔστω ἅγιοι- σέ κοινή συνεδρίαση, χωρίς νά γνωρίζουμε σέ βάθος τό ἐπιστημονικό καί ἱστορικό τοῦ θέματος, καί νά γινόμαστε ὄργανα ὁμάδων καί συντεχνιακῶν συμφερόντων (ἀκολουθεῖ ἡ Ἐκκλησιαστική Ἐκπαίδευση καί βλέπετε, γράφουν, σκέπτονται οἱ ἐκπαιδευτικοί πού διακονοῦν ἐκεῖ, σάν νά εἶναι δική τους ὑπόθεση καί ἀγνοοῦν παντελῶς τήν Ἐκκλησία).
Χρειάζεται σέ κάθε θέμα μιά συγκεκριμένη ἐπιστημονική ἐπιτροπή, μέ τούς κορυφαίους ἐκ τῶν εἰδημόνων ἑκάστοτε, χριστιανούς ἐπιστήμονες.
Ἐδῶ φαίνεται καθαρά πιά, ὅτι οἱ Συνοδικές Ἐπιτροπές, ὅπως συγκροτοῦνται καί λειτουργοῦν, εἶναι πλέον ξεπερασμένες.
• Ὡσαύτως πρέπει μέ συντριβή νά ὁμολογήσωμεν ὅτι ἀκόμη καί τό «Κατηχητικό» τῆς ἐνορίας τό ἀπωθοῦν τά παιδιά, διότι διαιωνίζει πολλές φορές ἰδεολογήματα νεκρά προτεσταντικῆς ἠθικολογίας καί τῆς ὀρθολογικῆς «ἀπολογητικῆς». Ὅπως ἐπίσης ὅτι καί τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα μας, χρόνια τώρα εἶναι μιά βαθμολογούμενη «πληροφόρηση» ἄσχετη μέ τή δίψα τοῦ ἀνθρώπου γιά ψηλαφητή ἀλήθεια καί ψηλαφητή χαρά ζωῆς.
• Καί μή ξεχνοῦμε ὅτι σχεδόν κανείς δέν γίνεται χριστιανός μέσα στήν αἴθουσα διδασκαλίας. Ἡ χριστιανική ζωή γεννιέται ἀλλοῦ καί ἀλλιῶς. Ὁ γενέθλιος τόπος εἶναι κατεξοχήν τό πατρικό σπίτι καί ὁ τρόπος γέννησής της δέν εἶναι βέβαια ἡ διδασκαλία, ἀλλά ἡ προσχώρηση ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, σέ ἕναν τρόπο ἤ σέ μιά στάση ζωῆς.
Βλέπει τό μικρό παιδί τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ του, πατέρα, μάνα γιαγιά, παπποῦ νά κάνουν τό σταυρό τους πρίν φᾶνε, νά νηστεύουν, νά ἀνάβουν τό καντήλι καί κυρίως τούς βλέπουν νά ἐκκλησιάζονται διότι τελικά ὁ δρόμος πρός τήν Ἐκκλησία περνᾶ μέσα ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, προχωρεῖ σ΄ αὐτόν τόν κόσμον διά τῆς μιμήσεως καί πάντως ἡ πίστη αὐτή δέν πρόκειται νά γεννηθεῖ μέσα ἀπό τά σχολικά ἐγχειρίδια.
Μακαριώτατε,
Ἅγιοι Ἀδελφοί,
Νομίζω ὅτι σκέπτεσθε σέ ποιά δεινή θέση εὑρισκόμεθα, καί ὅτι ἐξάπαντος δέν πταίουν μόνον οἱ ἄλλοι, καί ἴσως καθόλου οἱ ἄλλοι.
Ἔχομεν χρείαν δουλειᾶς πολλῆς καί μετανοίας καθημερινῆς”.
Καταλήγοντας δε υποστήριξε πως “χρειάζεται προσοχή, ὥστε νά μήν παρασυρόμεθα ἀπό δημοσιογραφικά κείμενα, ἔντυπα καί ἠλεκτρονικά, ὑποκινούμενα ὑπό ἀμφιβόλου ποιότητος ἐλατήρια, συντεχνιακῶν καί κομματικῶν συμφερόντων, στερουμένων ἐπιστημονικῆς ἐπάρκειας. Ἄς μή λησμονοῦμε τήν δυνατότητα πού μᾶς παρέχεται, πλέον, ὥστε νά παρέμβουμε εἰς τήν διαμόρφωσιν τῶν τελικῶν βιβλίων διά τούς μαθητάς”.