Οι άγιοι της Εκκλησίας μας, ως φορείς των ακτίστων ενεργειών του Θεού, κατέστησαν προστάτες της ζωής μας και της θείας δημιουργίας. Τα ζώα είναι και αυτά εκλεκτά και αξιοθαύμαστα δημιουργήματα του Θεού, επιτελώντας σπουδαία αποστολή στη διαδικασία της ζωής. Γι’ αυτό και έχουν την ευλογία να έχουν και αυτά τον προστάτη άγιό τους: τον άγιο Ιερομάρτυρα Μόδεστο.
Ο βίος του είναι αρκετά συγκεχυμένος. Η παράδοση διέσωσε δύο διαφορετικά συναξάρια, σαν να πρόκειται για δύο αγίους με το όνομα Μόδεστος. Ο ένας φέρεται να έζησε τον 4ο αιώνα και ο άλλος τον 7ο. Και οι δύο χρημάτισαν Αρχιεπίσκοποι (Πατριάρχες) Ιεροσολύμων.
Εδώ θα παραθέσουμε το συναξάρι του αγίου που έζησε τον 4ο αιώνα. Ο ένδοξος και συμπαθής αυτός άγιος γεννήθηκε στην πόλη Σεβάστεια του Πόντου το 300 μ. Χ. Γονείς του ήταν οι ευλαβείς Ευσέβιος και Θεοδούλη, πιστοί χριστιανοί. Όταν ήταν μόλις πέντε μηνών βρέφος ο Μόδεστος ο πατέρας του κατηγορήθηκε ως εχθρός του αυτοκράτορα Μαξιμιανού και συνελήφθη. Προφανώς η πραγματική αιτία ήταν η χριστιανική του πίστη, η οποία απαγορεύονταν με την ποινή του θανάτου την εποχή εκείνη και θεωρούνταν ως πράξη εχθρική προς το ρωμαϊκό κράτος. Οι χριστιανοί διώκονταν και φονεύονταν κατά χιλιάδες, ως εχθροί του αυτοκράτορα και της αυτοκρατορίας.
Η ευσεβής Θεοδούλη όταν πληροφορήθηκε για την σύλληψη και την φυλάκιση του αγαπημένου της συζύγου, πήρε το βρέφος της αγκαλιά και πήγε στις φυλακές να τον συναντήσει. Φτάνοντας πλήρωσε τους φρουρούς, να της επιτρέψουν να τον επισκεφτεί. Βλέποντάς τον, με δάκρυα στα μάτια αποφάσισαν από κοινού να έχουν το ίδιο τέλος. Παρακάλεσαν την Παναγία να τους αξιώσει να φύγουν απ’ αυτή τη ζωή αντάμα. Έτσι και έγινε. Το επόμενο πρωί ο δεσμοφύλακας, καθώς πήγε να δώσει ψωμί στους κρατούμενους, τους βρήκε νεκρούς, με το βρέφος ακόμα ζωντανό αγκαλιά. Το παρέλαβε και το έδωσε σε κάποιον ειδωλολάτρη άρχοντα.
Το παιδί όταν έφτασε σε ηλικία δεκατριών περίπου ετών έμαθε από τον άρχοντα την αλήθεια για τους πραγματικούς του χριστιανούς γονείς και αποφάσισε να βαπτιστεί χριστιανός. Προφανώς, μετά από την απόφασή του αυτή ο ειδωλολάτρης άρχοντας τον έδιωξε και τον πήρε στην προστασία του κάποιος χριστιανός χρυσοχόος από την Αθήνα. Τον έφερε στη Αθήνα, όπου τον έκαμε παιδί του. Αλλά τα δύο άλλα παιδιά του χρυσοχόου τον αντιμετώπιζαν με ζήλια και εχθρότητα, βλέποντας την πνευματική ωριμότητα και τις αρετές του. Γι’ αυτό μετά από το θάνατο των γονιών τους τον πούλησαν ως δούλο στην Αίγυπτο, σε έναν ειδωλολάτρη αφέντη.
Αλλά, όπως φαίνεται, ο Θεός δεν τον είχε εγκαταλείψει. Ο νεαρός χριστιανός Μόδεστος με το παράδειγμά του και τα σωτήρια λόγια του κατάφερε να κατηχήσει, να μεταστρέψει και να βαπτιστεί ο κύρης του. Μετά από αυτό εκείνος τον απελευθέρωσε και αυτός έφυγε για τους Αγίου Τόπους, για να προσκυνήσει τα ιερά προσκυνήματα. Όταν έφτασε στον Πανάγιο Τάφο οι προσκυνητές είδαν ένα παράδοξο και θαυμαστό γεγονός: οι πύλες του ιερότερου χριστιανικού προσκυνήματος άνοιξαν από μόνες τους για να εισέλθει ο Μόδεστος! Αυτό το γεγονός θεωρήθηκε ως θεόσταλτο σημείο από τους χριστιανούς της Σιωνίτιδος Εκκλησίας. Μάλιστα επειδή ο αρχιεπισκοπικός θρόνος βρισκόταν σε χηρεία, ο λαός απαίτησε να εκλεγεί ο Μόδεστος.
Ο Μόδεστος παρά τους δισταγμούς του υποχώρησε στην απαίτηση του πλήθους και ανάλαβε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου. Με την ανάληψη του υψηλού υπουργήματός του, άρχισε ένα σπουδαίο ποιμαντικό και φιλανθρωπικό έργο. Υπερασπίστηκε την αγία ορθόδοξη πίστη από τις αιρέσεις και
κύρια τον αρειανισμό, ο οποίος την εποχή εκείνη λυμαίνονταν την Εκκλησία και καταδίωκε με μανία τους ορθοδόξους. Χιλιάδες ενδεείς εύρισκαν καταφύγιο και προστασία στον άγιο επίσκοπο.
Παρά το φόρτο των ποιμαντικών του και φιλανθρωπικών καθηκόντων του ασκούνταν ο ίδιος στην αρετή και στην αγιότητα. Προσεύχονταν νυχθημερόν,
νήστευε και προόδευε πνευματικά. Είχε φτάσει σε ύψη αγιότητας, ώστε του δόθηκε από το Θεό το χάρισμα της θαυματουργίας. Πλήθος ασθενών προσέτρεχε σ’ αυτόν για να βρει τη θεραπεία του. Αλλά δεν θεράπευε μόνο ανθρώπους, θεράπευε και τα ζώα. Είχε καταστεί προστάτης και θεραπευτής των πλασμάτων αυτών του Θεού. Θεράπευε τα άρρωστα κατοικίδια και ιδιαίτερα τα βόδια και τους ημιόνους. Η ευεργεσία του προς τα ζώα εκδηλώθηκε κυρίως στο μαρτύριό του.
Κάποιος ηγεμόνας της περιοχής, ο οποίος ήταν μάλλον αιρετικός, φανατικός αρειανός, κατ’ άλλους Εβραίος, μισούσε την ορθόδοξη πίστη και είχε βάλλει ως στόχο τον άγιο Επίσκοπο Μόδεστο. Κλήθηκε να απολογηθεί ενώπιον του και ομολόγησε ευθαρσώς την αληθινή ορθόδοξη πίστη. Εκείνος έγινε θηρίο από το θυμό του και διέταξε τους στρατιώτες του να βασανίσουν τον άγιο και να τον θανατώσουν. Έδεσαν τα μέλη του σε δύο άγριους ημιόνους, τους χτύπησαν, με σκοπό να διαμελίσουν τον άγιο. Εκείνος όμως σήκωσε το χέρι του, ευλόγησε τα ζωντανά και εκείνα έφυγαν και τον άφησαν λυμένο και άθικτο. Ο μανιακός ηγεμόνας εξοργίστηκε περισσότερο και έδωσε εντολή να δέσουν ξανά τον άγιο στους δύο ημίονους, πιο σφικτά, από τα χέρια και τα πόδια, να τους χτυπήσουν άγρια, ώστε να διαμελίσουν σίγουρα τον ομολογητή Επίσκοπο. Καθώς άρχισαν να τον σέρνουν τα ζώα, εκείνος φώναξε δυνατά: «Εάν ο Θεός είναι μαζί μας, κανείς δεν είναι εναντίον μας». Τα ζώα ηρέμισαν και βάδιζαν πλάι – πλάι, χωρίς να προξενούν κακό στον άγιο προστάτη τους.
Τότε παραβρέθηκε εκεί ένας φτωχός βοσκός ο οποίος πλησίασε τον άγιο και τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει ένα μοσχάρι για να ζήσει την οικογένειά του. Ο Μόδεστος πρόσταξε τους ημίονους να σταματήσουν να τον τραβούν. Ευλόγησε τον βοσκό και τα ζωντανά του, λέγοντας: «Ο Θεός, που ευλόγησε τα βόδια και τα πρόβατα του Αβραάμ, να σου χαρίζει κάθε χρόνο δύο μοσχάρια, ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό». Ταυτόχρονα οι ημίονοι γύρισαν από εκεί που ξεκίνησαν, προστατεύοντας τον άγιο προστάτη τους.
Το θαύμα εξαγρίωσε ακόμη περισσότερο τον ηγεμόνα, ο οποίος διέταξε να ακολουθήσουν ανείπωτα βασανιστήρια. Του έμπηξαν καρφιά στα πόδια του, τον λιθοβόλησαν, τον έριξαν σε καζάνι με καυτό μολύβι, τον έδεσαν σε κολώνα, τον άλειψαν με λάδι και πίσσα και του έβαλαν φωτιά. Όμως τίποτε δεν πτόησε τον άγιο. Βλέποντας ο θηριώδης ηγεμόνας ότι δεν έφερναν αποτέλεσμα τα βασανιστήρια, διέταξε να αποκεφαλιστεί.
Τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης και ο Μόδεστος προσευχήθηκε για τελευταία φορά στο Χριστό, που τόσο αγάπησε και υπηρέτησε σε όλη την επίγεια ζωή του: ««Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, ο δημιουργός του φωτός, αξίωσέ με να βρεθώ στη βασιλεία Σου. Εσένα Δεσπότη μου πόθησε και λαχτάρησε η ψυχή μου και για χάρη Σου υπέμεινα και καταφρόνησα τα βασανιστήρια. Μη με κρίνεις ανάξιο της φιλανθρωπίας Σου. Αξίωσέ με, όποιος στο εξής εορτάζει τη μνήμη μου και τιμά το μαρτύριό μου, να είναι ευλογημένος από Σένα και να του χαρίζονται πλούσια τα ελέη Σου. Να αποδιώχνεις από το σπίτι του και από τα ζώα του κάθε ασθένεια και βλάβη, να τα πληθύνεις, όπως πλήθυνες τα κοπάδια του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ και όλων των δούλων σου, διότι Εσύ είσαι ο μόνος ευλογητός στους αιώνες των αιώνων. Αμήν»! Κατόπιν έσκυψε την τίμια κεφαλή του στον δήμιο και εκείνος την απέκοψε, φτερουγίζοντας η ψυχή του στα ουράνια. Ο ένδοξος μαρτυρικός του θάνατος συνέβη το 374, ημέρα Παρασκευή σε ηλικία 74 ετών.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 16 Δεκεμβρίου, ημέρα του ενδόξου μαρτυρίου του. Κάποιοι θέλουν να εορτάζεται στις 18 Δεκεμβρίου. Θεωρείται, όπως είπαμε, ο προστάτης των ζώων και τιμάται ιδιαίτερα από τους κτηνοτρόφους, οι οποίοι τον επικαλούνται για την υγεία του ζωικού τους κεφαλαίου.