ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΚΑΚΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙKO ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ
π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός
Στά τελευταῖα χρόνια προέκυψαν δύο διεκδικήσεις αὐτοκεφαλίας ἀπό Ἐκκλησίες, πού ἐνδιαφέρουν ἂμεσα ἢ ἒμμεσα τήν Ἑλληνική ἢ καί τήν Ἑλληνόφωνη Ὀρθοδοξία. Πρόκειται γιά τήν Ἑλληνική Ἐκκλησία τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς, πού ἀνήκει στήν δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καίτήν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, πού περιέχεταιστήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ὃπως δηλώνεται στά ἐν χρήσει «Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος»(2018). Ὃπως ἡ πρώτη περίπτωση εἶναι ἐσωτερική ὑπόθεση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἒτσι καί ἡ δεύτερη ἀφορᾶ ἂμεσα τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας. Καί γιά τίς δύο αὐτές περιπτώσεις, καί ἰδιαίτερα γιάτή δεύτερη, γράφονται πολλά καί διατυπώνονται διάφορες ἀπόψεις ἀπό πολλές πλευρές. Δέν θέλουμενά προσθέσουμε μία ἀκόμη ἂποψη, πόσῳ μᾶλλον πού τά ἀφορῶντα και τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, καί μάλιστα τόν ὀρθόδοξο, ἐμπλέκονται στή διεθνή πολιτική και τούς ἀνταγωνισμούς τῶν Ἰσχυρῶν τῆς ἐποχῆς μας, και στούς σχεδιασμούς τῆς «Νέας Τάξης» για παγκόσμια ἐπιβολή καί κυριαρχία. Πρόκειται δηλαδή γιά πολιτικό θέμα μέ ἒνδυμα θρησκευτικό. Θά ἐπιχειρήσουμε ὃμως νά δώσουμε μέσω τοῦ Ἑλλαδικοῦ Αὐτοκεφάλου (1850) μίαν ἒμμεση ἀπάντηση στό πρόβλημα, ἡ ὁποία ὃμως προσδιορίζει τίς ἐκκλησιαστικοκανονικές συνιστῶσες τῆς αὐτοκεφαλίας, καθορίζοντας συνάμα, μέ τρόπο αὐθεντικό, τή διαδικασία γιάτή χορήγησή της, ὃπως τή βιώνει στούς αἰῶνες τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
1. Ὁ ἐκκλησιαστικοκανονικός ὃρος «αὐτοκέφαλο», πού ἀπαντᾶ σπανιότερα καί ὡς «αὐτοκεφαλία», ἐμφανίζεται τόν 4ο-5ο αἰ. Σημαίνει τήν κανονική (σύμφωνη δηλαδή μέ τούς ἱ. Κανόνες) ὓπαρξη μιᾶς Τοπικῆς Ἐκκλησίας (ἐπαρχιακῆς), μέ λειτουργία ἀνεξάρτητη ἀπό κάθε ἂλλη διοίκηση, μέσα στό πνεῦμα τῆς ἑνὀτητας σύνολης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Αὐτοκέφαλη (μέ δική της κεφαλή) εἶναι μία τοπική Σύνοδος Ἐπισκόπων μιᾶςπεριοχῆς, πού καθορίζει ἀνεπηρέαστα τήν ἐσωτερική λειτουργίατης, μέ βάση τόν συνοδικό θεσμό. Ὁ σκοπός τῆς χορηγήσεως αὐτοκεφάλου εἶναι ἡ διευκόλυνση μιᾶς ἐπαρχιακῆς Ἐκκλησίας νά ἀσκεῖ ἀπρόσκοπτα καί ἀνεπηρέαστα τό ἒργο της. Τό πρῶτο ἱστορικά αὐτοκέφαλο χορηγήθηκε σ’αὐτότό πλαίσιο ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (Ἒφεσος, 431) στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Τό 1589 ἡ ἐμπερίστατη,λόγῳ τῆς δουλείας Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ἀναγνώρισε τήν αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Συγκεκριμένα: Ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας Β΄, ὁ Τρανός (1586-1595,γ΄Πατριαρχία), εὑρισκόμενος τό 1586 στή Ρωσία, δέχθηκε τό αἲτημα τοῦ τσάρου γιά τήν ἳδρυση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, καίτό 1589 ἐχειροτόνησε τόν Μητροπολίτη Μόσχας Ἰώβ πρῶτο Πατριάρχη Ρωσίας. Τό πρᾶγμα ὃμως ἒπρεπε νά κυρωθεῖ συνοδικά. Αὐτό ἒγινε μέ τήν ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδο τοῦ 1593, πού ἐπιβεβαιώνει ἰστορικά τήν χορήγηση τοῦ Αὐτοκεφάλου μόνο ἀπό τή Σύνοδο καί ὂχι αὐθαίρετα ἀπό ἓνα Πατριάρχη, ἒστω καί ἂν εἶναι τοῦ ὓψους τοῦ Ἱερεμίου Β΄. Τά αὐτοκέφαλα ὃμως δέν πρέπει ποτέ νά διασποῦν τήν ἑνότητα τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού διακρατεῖται μέ τήν μία Πίστη, τήν ἲδια Λατρεία καί τήν ἲδια Κανονική Τάξη.
2. Χαρακτηριστική περίπτωση αὐτοκεφαλίας στά νεώτερα χρόνια, ἀλλά καί διδακτική γιά τήν ἐποχή μας, εἶναι τό Ἑλλαδικό αὐτοκέφαλο τοῦ 1850, μετά μάλιστα τήν πραξικοπηματική αὐτονόμηση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τό 1833, πού ἦταν ἒργο τῆς Βαυαροκρατίας και τῆς παράταξης τῶν Ἑλλήνων Διαφωτιστῶν, μέ πρωτεργάτες τόν Ἀδαμάντιο Κοραῆ (1748-1833) καίτόν ὁμόψυχό του Ἀρχιμ. Θεόκληρο Φαρμακίδη (1784-1860) καί πραγματοποιήθηκε μέ τήν ἒναρξη τῆς Βαυαροκρατίας (1833). Δύο φορές (1821 καί 1831) ὁ Κοραῆς ἒθεσε τό αἲτημα γιά μιά αὐτόνομη Ἑλλαδική Ἐκκλησία, άνεξάρτητη ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τήν μέχρι τότε «Μητέρα Ἐκκλησία», μέτήν δικαιολογία, ὃτι «δέν εἶναι περί δόγματος ὁ λόγος, ἀλλά περί τύπου». Μέτήν ἒναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως, διεκόπη ἡ ἐπικοινωνία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, οἱ δέ ἐπίσκοποί της ἐμνημόνευαν «πάσης ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων». Παρ’ ὃλα αὐτά, μέχρι τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγώνα δέν ἐπιχειρήθηκε ἡ πραξικοπηματική, μονομερής δηλαδή,ἀνεξαρτητοποίηση τῆς Ἑλλαδικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας.
Ἀντίθετα ὁ Καποδίστριας προσπάθησε νά ἀποκαταστήσει τίς κανονικές σχέσεις μέ τήν Μητέρα Ἐκκλησία. Προετοίμασε, λοιπόν, τόν ἀπό Ρέοντος καί Πραστοῦ καί κατόπιν Κυνουρίας Διονύσιο νά μεταβεῖ στήν Κωνσταντινούπολη γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων τῆς Ἑλλάδος μέτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Αὐτό ἒγινε τό 1831 ἐπί Πατριάρχου Κωνσταντίου Α΄ τοῦ ἀπό Σιναίου (1830-1834). Στό μεταξύ ὃμως ἒλαβε χώρα ἡ δολοφονία τοῦ Καποδίστρια (27.9.1831), κάτι πού κατά τήν δική μου ταπεινή ἐκτίμηση δέν εἶναι ἂσχετημέ τήν φιλορθόδοξη πολιτική τοῦ πρώτου μας Κυβερνήτου καί μόνου πατερικά ὀρθοδόξου Ἓλληνα Ἡγέτη ὣς σήμερα. Ἀλλά καί στά αὐτοκέφαλα τῶν βαλκανικῶν Ἐκκλησιῶν τόν 19ον αἰώνα παρεμβάλλονταν οἱ Μεγάλες Δυνάμεις τῆς Εὐρώπης, καί ἰδιαίτερα ἡ Βρετανία, στήν ἐπιδίωξή της νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τό ἀντίπαλο δέος, τήν ὀρθόδοξη Ρωσία καί τήν ἐπιρροή της στά Βαλκάνια. Τήν θέση τῆς Βρετανίας ἒχουν σήμερα οἱ Η.Π.Α. ἂ
Ἃς προσεχθοῦν οἱ άναλογίες τοῦ τότε μέ τό σήμερα.
Τό πρόβλημα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐντάχθηκε στό «ἀνατολικό ζήτημα» και τήν μόνιμη ἐπιθυμία τῆς Εὐρώπης γιά τήν διάλυση τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, κάτι πού συνδυαζόταν μέ τήν διάλυση τῆς Ρωμαίικης Ἐθναρχίας καίτή συρρίκνωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἡ διάλυση τῆς Ἐθναρχίας σήμαινε στήν πράξη καί θάνατο τοῦ Βυζαντίου/Ρωμανίας, πού συνεχιζόταν στά ὃρια τῆς ἐθναρχικῆς δικαιοδοσίας μέ κέντρο τό πρῶτο Πατριαρχεῖο τῆς Ρωμηοσύνης, τό Οἰκουμενικό.
3. Δέν ἒλειψαν, βέβαια, οἱ προσπάθειες ἐπικοινωνίας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στἀ δεκαεπτά χρόνια, πού διήρκεσε τό ἑλλαδικό «σχίσμα» τοῦ 1833. Ἀπό τό 1834, μάλιστα, ἂρχισε μία σειρά ἀποτυχημένων προσπαθειῶν γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν κανονικῶν σχέσεων τῆς Ἑλλάδος μέ τήν Μητέρα Ἐκκλησία της. Σοβαρότερες προσπάθειες θά ἀρχίσουν τό 1840, ἀλλά νέα σημαντική ἀφορμή ἒδωσε ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1843, ἡ ὁποία κατάργησε συνταγματικά τήν βαυαρική ἀπολυταρχία.
Ἡ ὑπόθεση ὃμως ἒφθασε σέ μεγάλη ὀξύτητα τό 1849,ὃταν κορυφώθηκε ἡ ἀνάγκη πληρώσεως τῶν κενῶν ἐπισκοπικῶν ἑδρῶν, πρόβλημα πιεστικό τόσο γιά τήν Ἑλλαδική ‘Εκκλησία, ὃσο καί γι’αὐτή τήν Πολιτεία. Ἒτσι, ἐντάθηκε ἡ προσπάθεια γιά συνεννόηση μέ τήν Μητέρα Ἐκκλησία, ὣστε νά φθάσουμε στόν Συνοδικό Τόμο τῆς 29ης ‘Ιουνίου 1850. Ἂλλωστε τό μή κανονικό «αὐτοκέφαλο» τοῦ 1833 εἶχε ἀπομονώσει τήν ‘Εκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὂχι μόνο ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀλλά καί ἀπό ὃλες τίς ‘Ορθόδοξες τοπικές ‘Εκκλησίες.
4. Αύτό ὃμως, πού παρουσιάζει τό μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον, εἶναι ὁ τρόπος χορηγήσεως τοῦ κανονικοῦ αὐτοκεφάλου στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὃπως καί ὃλες οἱ σχετικές μέ αὐτό διαδικασίες. Γι’ αὐτά μᾶς πληροφορεῖ ὁ «Κώδηξ Ἱερός», πού τυπώθηκε στό «Πατριαρχικό Τυπογραφεῖο» τόν Ἰούνιο τοῦ 1850, καί περιέχει ὃλα τά σχετικά ἒγγραφα και τά «Πρακτικά» τῆς Συνόδου, πού ἐψήφισε τό Αὐτοκέφαλο τῆς Ἑλλάδος. Ὁ τίτλος: «ΚΩΔΗΞ ΙΕΡΟΣ, περιέχων τά ΠΡΑΚΤΙΚΑ τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς συγκροτηθείσης ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐπί τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Ἀνθίμου τοῦ Βυζαντίου, Περί τῆς ἐν Ἑλλάδι Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐν ἒτει σωτηρίῳ ,α ω ν’, Ἰνδικτιῶνος η΄, Κατά μῆνα Ἰούνιον» (σελ. 4 χ.ἀρ. καί σελ. α΄-ε΄+ 84).
Γιά τήν ἐπίτευξη τῆς τελικῆς λύσεως θεωρήθηκε ἀπό τήν Σύνοδο ἀναγκαία ἡ «κοινή σύσκεψις τοῦ ἱ. Κλήρου τῆς Ἑλλάδος καί ἡ συνευδόκησις τῆς Κυβερνήσεως». (Κ. Οἰκονόμος). Ἃρα τό αὐτοκέφαλό μας ζητήθηκε ἀπό τόν ἑλλαδικό Κλῆρο (πού εξέφραζε καί τόν Λαό) καί τήν Ἑλληνική Πολιτεία. Αὐτή εἶναι ἡ σύμφωνη μέ τούς ἱερούς Κανόνες πορεία. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό, ὃτι ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται συχνά στόν Πρόλογο τοῦ Πατριάρχου και σέ ἂλλα ἒγγραφα, «κέντρον ἁπασῶν τῶν ὁμοδόξων Ἐκκλησιῶν», κάτι πού σχετίζεται μέ τά ἀπό αἰώνων «πρεσβεῖα τιμῆς» τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἰδιαίτερα τονίζεται, ὃτι «ἡ ἐνέργεια τῆς Συνόδου ἦταν μία οἰκονομία, δικαία τε κατά πάντα καί εὒλογος, καί σύμμορφος ὃλοις τοῖς ἀνέκαθεν νενομισμένοις τε καί παραδεδομένοις ἡμῖν, καί τῇ ἑκάστοτε παραδειγματικῇ καί κανονιστικῇ πράξει τῆς Ἐκκλησίας». Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο διάτοῦΠατριάρχου του ὁμολογεῖ ὃτι ἐνεργεῖ μέ βάση τά «πρεσβεῖα τιμῆς» στήν Ὀρθοδοξία.
Ὃ,τι ἒγινε συνεπῶς στή Σύνοδο δέν ἒγινε αὐθαίρετα, ἀλλά συνοδικά, ὃπως ἐπιβάλλει ἡ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, μολονότι τό αὐτοκέφαλο σχετιζόταν μέπεριοχή, πού ἀνῆκε δικαιοδοσιακά στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Τά πάντα ἀποφασίσθησαν ἀπό τήν συγκροτηθεῖσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ὑπό τήν προεδρία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Τονίζεται, μάλιστα, ὃτι «ἡ αὐτοκεφαλία» ἦταν «εὐσεβής καί φιλόθεος ἀξίωσις … τοῦ (ἐν Ἑλλάδι) ‘Ορθοδόξου Πληρώματος» (ὃλου δηλαδή τοῦ Ἒθνους), ἒγινε δέ κατάτό παράδειγμα καί ἂλλων Ὀρθοδόξων Λαῶν. Ὁλόγος αὐτός ὑπονοεῖ τά λοιπά αὐτοκέφαλα, ὃπως λ.χ. ἐκεῖνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας (1589), τό ὁποῖο ἒγινε μέν δεκτό ἀπότόν Πατριάρχη Ἱερεμία Β΄, πού τό 1589 ἦταν στή Ρωσία, ἐγκρίθηκε ὃμως τό 1593 ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ Πατριάρχη στήν ἓδρα του. Ὃλα στήν Ὀρθοδοξία (πρέπει νά) λύνονται συνοδικά καί ὂχι «παπικά» καί αὐθαίρετα. Ὑπενθυμίζεται δέ ὃτι μέ τό ἀντικανονικό «αὐτοκέφαλο»τοῦ 1833 ἐπῆλθε ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐπί δεκαεπτά χρόνια καί ἡ «ἀπομόνωσή» της ἀπό τήν ὀρθόδοξη κοινωνία.
Ἒτσι συγκροτήθηκε «Σύνοδος Ἁγία καί Μεγάλη», στήν ὁποία συμμετεῖχαν: Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἂνθιμος Δ΄, ὡς «προϊστάμενος», ὁ πρ. Οἰκουμενικός Πατριάρχης Κωνστάντιος ὁ ἀπό Σιναίου,ὁ πρ. Οἰκουμενικός Πατριάρχης Γερμανός Δ΄, ὁ πρ. Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἂνθιμος ὁ ἀπό Ἐφέσου, ὁ Μακαριώτατος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Κύριλλος ΣΤ΄, καί οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολίται τοῦ «Οἰκουμενικοῦ Θρόνου» Καισαρείας Παῒσιος , Ἐφέσου Ἂνθιμος, Ἡρακλείας Πανάρετος, Νικομηδείας Διονύσιος, Χαλκηδόνος Ἱερόθεος, Δέρκων Νεόφυτος, Πρόεδρος Διδυμοτείχου Μελέτιος, Νεοκαισαρείας Λεόντιος, Κρήτης Χρύσανθος, Σερρῶν Ἰάκωβος, Βιζύης Γρηγόριος, Σωζουαγαθουπόλεως Προκόπιος. Συμμετεῖχαν ἐπίσης οἱ Μητροπολῖται καί Διδάσκαλοι τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ὁ πρώην Μεσημβρίας Σαμουήλ καί ὁ Σταυρουπόλεως Κωνσταντίνος (Τυπάλδος), Σχολάρχης τῆς Ἱ. Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης καί Γραμματεύς τῆςΣυνόδου.Ἐπιδιώχθηκε δηλαδή ἡ κατά τό δυνατόν εὐρύτερη συμμετοχή στή Σύνοδο αὐτή, γιά νά ἒχει μεγαλύτερη ἐγκυρότητα, ἐφόσον τό Αὐτοκέφαλο δέν τό χορηγεῖ ἀτομικά ὁ Πατριάρχης, ἀλλά ὃλη ἡ Σύνοδος, μέ «πρῶτον τῇ τάξει» τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Αὐτή τήν ὁδό, ὃπως ἐλέχθη, ἀκολούθησε καί ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας τό 1589/1593.
Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις ἀπεφασίσθη καί χορηγήθηκε τό Αὐτοκέφαλο στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί οἱ παραπάνω Ἱεράρχες ὑπογράφουν τόν Συνοδικό Τόμο τῆς 29ης Ἰουνίου 1850, πού ἀνεκήρυττε αὐτοκέφαλη τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Κατά τόν Συνοδικό Τόμο «ἡ ἐν τῷ Βασιλείῳ τῆς Ἑλλάδος Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θά ὑπάρχῃ τοῦ λοιποῦ κανονικῶς αὐτοκέφαλος», μέ ὑπέρτατη ἐκκλησιαστική Ἀρχή «Σύνοδον διαρκῆ» καί Πρόεδρο «τόν κατά καιρόν … Μητροπολίτην (Ἀρχιεπίσκοπον) Ἀθηνῶν, διοικουμένη ἐλευθέρως καί ἀκωλύτως ἀπό πάσης κοσμικῆς ἐπεμβάσεως». «Ἐπιγινώσκεται δέ καί ἀνακηρύσσεται» «πνευματική ἀ δ ε λ φ ή» τῆς πρώην Μητρός Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δέν θά χαρακτηρίζεται πλέον «Μητέρα», ἀλλά «Ἀδελφή Ἐκκλησία». Ἒτσι «άναγορεύεται καί κηρύττεται ἡ ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησία αὐτοκέφαλος» καί ἡ Σύνοδός της «ἀδελφή ἐν Πνεύματι» μέ κάθε ἂλλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
5. Ἡ χορήγηση τοῦ Αὐτοκεφάλου ἒγινε μέ βάση συγκεκριμένους ὃρους (σ. 23-26), στούς ὁποίους μεταξύ ἂλλων ὁρίζεται, ὃτι ἀνωτάτη ἐκκλησιαστική ἀρχή εἶναι ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ πρόεδρον τόν κατά καιρόν Μητροπολίτην Ἀθηνῶν. Δέν γίνεται ὃμως λόγος περί «Πρώτου». Ἡ Σύνοδος θά διοικεῖ «τά τῆς Ἐκκλησίαςκατά τούς θείους καί ἱερούς κανόνας, ἐλευθέρως καί ἀκωλύτως ἀπόπάσης κοσμικῆς ἐπεμβάσεως» (Ὃρος Α΄) γιά τήν ἀποφυγή τῆς πολιτειοκρατίας. Γιά τήν διατήρηση δε τῆς πνευματικῆς σχέσης μέ τήν ὣς τότε Μητέρα Ἐκκλησία ὁρίζεται (ὃρος Ε΄) ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νά παραλαμβάνει τό ἃγιο Μύρον ἀπό τήν Ἐκκλησία Κων/λεως. Δέν πρέπει δε νά λησμονεῖται, ὃτι μετά τήν ἀπόκτηση τῆς αὐτοκεφαλίας ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γίνεται πλέον «’Αδελφή» ὃλων τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί αὐτῆς τῆς πρώην «Μητρός Ἐκκλησίας». Τό ἐρώτημα ὃμως εἶναι: Ἂν μία ἐπαρχία τῆς Ἑλλάδος, π.χ. ἡ Πελοπόννησος, διεκδικήσει αὐτοκεφαλία, ἒχει ἢ δἐν ἒχει λόγο ἡ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ μέχρι τότε δηλαδή Μητέρα Ἐκκλησία;
Αὐτό παραπέμπει σήμερα στήν περίπτωση τῆς Οὐκρανίας.
Τό Ἑλληνικό αὐτοκέφαλο εἶναι μιά χαρακτηριστική περίπτωση, πού διακρίνεται διά τήν πιστότητά της στήν ἐκκλησιαστικοκανονική παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καί γι’ αὐτό μπορεῖ -καί πρέπει- νά λειτουργήσει ὡς πρότυπο και στήν ἐποχή μας.