Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο παγκόσμιος Οικουμενισμός, αποτελεί σήμερα το σπουδαιότερο και μεγαλύτερο εκφυλιστικό φαινόμενο της εποχής μας και ταυτόχρονα την μεγαλύτερη απειλή κατά της ανθρωπότητος. Όπως έχουμε ήδη αναφερθεί σε παλαιότερες ανακοινώσεις μας, πρόκειται για ένα παγκόσμιο κίνημα, γέννημα της Μασονίας και του Διεθνούς Σιωνισμού, που έχει σαν μοναδικό σκοπό την δημιουργία μιάς νέας τάξεως πραγμάτων, δηλαδή την πολιτική, οικονομική, πολιτισμική και θρησκευτική κυριαρχία του πάνω σ’ όλο τον πλανήτη, σ’ όλη την ανθρωπότητα. Είναι πλέον κοινός τόπος, αφού γίνεται από όλους αντιληπτό, ότι το παγκόσμιο πολιτικοοικονομικό σύστημα, προωθεί πυρετωδώς την παγκοσμιοποίηση. Προς την ίδια αυτή κατεύθυνση της ενοποιήσεως της ανθρωπότητος σε θρησκευτικό επίπεδο κινείται και ο Διαθρησκειακός Οικουμενισμός, ο οποίος εργάζεται πυρετωδώς για την ανοικοδόμηση μιάς νέας παγκόσμιας θρησκείας, ή πανθρησκείας, που θα είναι αποτέλεσμα της ομογενοποιήσεως και ισοπεδώσεως όλων των θρησκειών. Η πορεία της ανθρωπότητος σε μια παγκοσμίων διαστάσεων και σε όλα τα επίπεδα ενοποίηση δεν είναι πλέον μυστικό των ολίγων, αλλά μια πραγματικότητα, η οποία γίνεται όλο και πιο αισθητή. Στην πραγματοποίηση αυτού του οράματος έχουν ενταχθεί σχεδόν όλοι οι θρησκευτικοί ηγέτες όλων των μεγάλων θρησκειών, μεταξύ των οποίων δυστυχώς και μια πληθώρα «ορθοδόξων» πατριαρχών, αρχιεπισκόπων, επισκόπων, κληρικών, μοναχών και λαϊκών. Μαζί τους έχουν συστρατευτεί και τα ΜΜΕ, αλλά και ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος με μια πληθώρα δημοσιευμάτων.
Ένα τέτοιο δημοσίευμα έπεσε στην αντίληψή μας σε πρόσφατο φύλο, (φ.4-11-2018), της εφημερίδας των Αθηνών «Καθημερινή». Πρόκειται για εισήγηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ. Αναστασίου, σε κάποιο Συνέδριο, στην 12η Διαθρησκειακή Συνδιάσκεψη για τον θρησκευτικό πλουραλισμό και την ειρηνική συνύπαρξη στη Μέση Ανατολή, με θέμα: «Θρησκευτικός πλουραλισμός και ειρηνική συνύπαρξη». Στην εισήγησή του αυτή ο Μακαριώτατος μεταξύ άλλων τονίζει την αναγκαιότητα της συμβολής των θρησκειών για την επίτευξη της παγκόσμιας δικαιοσύνης, της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ αυτών, ενώ προσδιορίζει και τις αιτίες, που οδηγούν σε πράξεις βίας και μίσους εναντίον οπαδών άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων.
Μελετώντας με προσοχή το δημοσίευμα διαπιστώσαμε αβίαστα ότι «πάσχει» σοβαρά από θεολογικής απόψεως. Πρόκειται για ένα κείμενο κλασικής οικουμενιστικής θεολογικής σκέψεως, στο οποίο απουσιάζει έστω και η ελάχιστη πατερική θεμελίωση των όσων γράφονται, αφού δεν υπάρχει ούτε μια πατερική παραπομπή. Από τα βιβλικά χωρία ο συντάκτης επιλέγει δύο- τρία, εκείνα που εξυπηρετούν τον στόχο του, αγνοώντας μια σωρεία άλλων, τα οποία ανατρέπουν και κονιορτοποιούν το οικουμενιστικό του ιδεολόγημα και δίδουν την σωστή ερμηνεία και στα χωρία εκείνα, που επικαλείται. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα κείμενο πολιτικοκοινωνιολογικό, που θα μπορούσε να το έχει συντάξει κάποιος πολιτικός αναλυτής, ή κάποιος κοινωνιολόγος.
Κατ’ αρχήν απουσιάζει έστω και μιά στοιχειώδης διάκριση μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού και των ποικιλωνύμων αιρέσεων και θρησκειών του κόσμου, έτσι ώστε ο αναγνώστης να αποκομίζει την εντύπωση ότι η Ορθοδοξία, η μόνη αληθινή Εκκλησία του Χριστού, είναι μία από τις πολλές θρησκείες του κόσμου. Γράφει: «Προσωπικά πιστεύω ότι η καλλιέργεια μιας υγιούς θρησκευτικής συνειδήσεως αποτελεί το σταθερότερο θεμέλιο της ειρηνικής συνυπάρξεως. Και όχι η θρησκευτική αδιαφορία. Στις μονοθεϊστικές θρησκείες που επηρεάζουν τη σημερινή οικουμένη διαπιστώνονται: α) μια αναζήτηση εσωτερικής ειρήνης· β) η χαλιναγώγηση της επιθετικότητος· γ) αρχές ειρηνικής συμβιώσεως· δ) επιδίωξη ειρηνικών σχέσεων με τον Θεό· ε) παροτρύνσεις για τη διατήρηση της ειρήνης στην ανθρωπότητα. Οι χριστιανοί ιδιαίτερα προσβλέπουμε σε ‘Θεό Ειρήνης’ και εκζητούμε συνεχώς την επέμβασή Του». Κατά τα γραφόμενά του οι μονοθεϊστικές θρησκείες, στις οποίες ανήκει και η Ορθοδοξία, οικοδομούν την υγιή θρησκευτική συνείδηση, επειδή αναζητούν την ειρηνική συμβίωση και την εσωτερική ειρήνη και χαλιναγωγούν την επιθετικότητα. Μπορεί όμως να υπάρξει υγιής θρησκευτική συνείδηση, με την κυριολεκτική σημασία του όρου, μέσα στο σκότος της πλάνης των αιρέσεων και των θρησκειών του κόσμου; Επίσης κατά πόσον μπορούμε να δεχθούμε τους παρά πάνω ισχυρισμούς με βάση τη διδασκαλία του Κορανίου περί Τζιχάντ και πολέμου κατά των απίστων; Δεν βλέπει ο Μακαριώτατος το φαινόμενο της θρησκευτικής βίας με πρωταγωνιστή το Ισλάμ, το οποίο έχει λάβει εφιαλτικές διαστάσεις στην εποχή μας και έχει καταστεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα, που αντιμετωπίζει η παγκόσμια κοινότητα; Εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων διώκονται, βασανίζονται και βρίσκουν τραγικό θάνατο στο όνομα του Αλλάχ, (βάσει μάλιστα συγκεκριμένου τελετουργικού τυπικού), σε περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής, από τους τζιχαντιστές μουσουλμάνους, οι οποίοι πολεμούν και επιδιώκουν τον αφανισμό των «απίστων», προκειμένου να εδραιώσουν το «Ισλαμικό Κράτος».
Παρά κάτω γράφει:«Ύψιστο και άμεσο χρέος όλων των θρησκευτικών ηγετών είναι η επίμονη και συστηματική καλλιέργεια μιας υγιούς πνευματικότητος. Μέσα στα ιερά κείμενα υπάρχουν φωτεινές ακτίνες που συμβάλλουν στην ειρηνική συμβίωση και διευκρινίζουν τον χαρακτήρα της γνήσιας θρησκευτικότητος, στην οποία ευαρεστείται ο Θεός». Μπορεί όμως να υπάρξει «υγιής πνευματικότητα» έξω από την Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού; Η υγιής πνευματικότητα βιώνεται και πραγματώνεται, όπως ήδη ετονίσαμε σε παλαιότερες δημοσιεύσεις μας, μόνον εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ποτὲ, βεβαίως, στην αίρεση και στην πλάνη, διότι μόνον εντὸς αυτής μεταδίδεται διὰ των μυστηρίων η Χάρις του αγίου Πνεύματος, άνευ της οποίας είναι αδύνατος η κατόρθωσις των αρετών και η θέωσις του ανθρώπου. Η των δογμάτων ακρίβεια αποτελεί τὴν απαραίτητη προϋπόθεση, αποτελεί τὸ θεμέλιο για την ανοικοδόμηση της αληθούς και γνησίας πνευματικής ζωής. Πίστις και έργα, δόγμα και ζωή, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, έτσι ώστε αλλοίωσις του ενὸς νὰ φέρη αναπόφευκτα αλλοίωση καὶ του άλλου. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων παρατηρεί σχετικά: «Ο της θεοσεβείας τρόπος εκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων ευσεβών και πράξεων αγαθών. Και ούτε τα δόγματα χωρὶς έργων αγαθών ευπρόδεκτα τω Θεώ, ούτε τα μη μετ’ ευσεβών δογμάτων έργα τελούμενα, προσδέχεται ο Θεός».1 «Βίος διεφθαρμένος πονηρὰ τίκτει δόγματα»2 συμπληρώνει ὁ άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Γι’ αυτό, «ουδὲν γὰρ όφελος βίου καθαρού, δογμάτων διεφθαρμένων. Ώσπερ ουν ουδὲ τουναντίον, δογμάτων υγιών, εὰν βίος ή διεφθαρμένος».3 Αλλού πάλι επισημαίνει: «Αποστρεφόμεθα των αιρετικών τούς συλλόγους, εχώμεθα δε διηνεκώς της ορθής πίστεως και βίον ακριβή και πολιτείαν τοις δόγμασιν ίσην επιδειξώμεθα».4
Επίσης πως είναι δυνατόν να «υπάρχουν [στα ‘ιερά’ κείμενα των θρησκειών του κόσμου], φωτεινές ακτίνες που συμβάλλουν στην ειρηνική συμβίωση και διευκρινίζουν τον χαρακτήρα της γνήσιας θρησκευτικότητος» και μάλιστα μέσα από αυτή την θρησκευτικότητα να «ευαρεστείται ο Θεός»; Πραγματικά εκπλησσόμεθα και αδυνατούμε να πιστεύσουμε ότι οι παρά πάνω ισχυρισμοί βγήκαν από το στόμα Ορθοδόξου Ιεράρχου και μάλιστα Προκαθημένου τοπικής Εκκλησίας. Πως είναι δυνατόν, Μακαριώτατε, να αναζητούμε στο Ταλμούδ, στο Κοράνιο, στις Βέδες, στις Ουπανισάδες, και σε άλλα «ιερά» θρησκευτικά κείμενα «ακτίνες γνήσιας θρησκευτικότητας», στις οποίες μάλιστα ευαρεστείται ο Θεός; Και ποιες τέλος πάντων είναι αυτές οι «ακτίνες»; Αν τα κείμενα αυτά προσφέρουν «γνήσια θρησκευτικότητα» και αν ο Θεός ευαρεστείται σε τέτοιου είδους «γνήσια θρησκευτικοτήτα», γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος και ήρθε στον κόσμο και πέθανε επάνω στο σταυρό; Αν οι θρησκείες του κόσμου προσφέρουν σωτηρία, τι χρειάζεται η Εκκλησία του Χριστού; Οι παρά πάνω βλάσφημες θέσεις απηχούν την κλασική οικουμενιστική αντίληψη, η οποία διακηρύσσεται urbietorbi τις τελευταίες δεκαετίες και από ορθοδόξους ηγέτες, σε διαθρησκειακά φόρουμ, ότι δήθεν όλες οι θρησκείες είναι καλές και διαφορετικοί δρόμοι σωτηρίας και αναγωγής στο Θεό. Αλλά σε ποιόν Θεό; Τον Τριαδικό, τον μονοπρόσωπο Γιαχβέ των Ιουδαίων, τον Αλλάχ, τον Βράχμα, τον Σίβα, τους 350.000.000 «θεούς» του Ινδουισμού, τον απόντα «θεό» των βουδιστών, την ακαθόριστη πληθώρα των «θεών» του Σιντοϊσμού, τους «θεούς» του δωδεκαθέου και των άλλων νεοειδωλολατρικών θρησκευμάτων, της «Μεγάλης Θεάς» των γουικανών;
Παρά κάτω ισχυρίζεται ότι το φαινόμενο της θρησκείας είναι «θείο δώρο, δοσμένο για να γαληνεύει τις καρδιές, να θεραπεύει τις πληγές και να φέρνει πλησιέστερα άτομα και λαούς» και πως «η βία εν ονόματι της θρησκείας βιάζει την ουσία της θρησκείας. Και κάθε έγκλημα στο όνομα της θρησκείας είναι έγκλημα κατά της ίδιας της θρησκείας»! Πως είναι δυνατόν, Μακαριώτατε, να είναι «θείο δώρο» η θρησκεία; Είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι εκτός από το μοναδικό και ανεκτιμήτου αξίας θείο δώρο της σωτηρίας, που μας προσέφερε ο Κύριός μας με την ενανθρώπιση, το πάθος και την ανάστασή Του, μας προσέφερε και άλλα θεία δώρα, τις θρησκείες του κόσμου; Δεν ακούτε τι μας λέγει ο Κύριος: «πάντες όσοι ήλθον προ εμού, κλέπται εισί και λησταί, αλλ ουκ ήκουσαν αυτών τα πρόβατα», (Ιω. 10,8);Και παρά κάτω: «εγώ ειμι η θύρα, δι εμού εάν τις εισέλθη, σωθήσεται, και εισελεύσεται και εξελεύσεται, και νομήν ευρήσει», (Ιω.10,9). Οι θρησκείες του κόσμου δεν είναι τίποτε άλλο παρά το έσχατο προϊόν της μεταπτωτικής πνευματικής συγχύσεως του ανθρώπου, ο οποίος μέσω των θρησκευτικών αντιλήψεών του, στράφηκε στη λατρεία των κτισμάτων και εν τέλει του διαβόλου, αφού, «πάντες οι θεοί των εθνών (είναι) δαιμόνια» (Ψαλμ.95,5);
Και συνεχίζει: «Πολλές προσπάθειες έχουν γίνει ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 για την ανάπτυξη του Διαθρησκειακού Διαλόγου. Ο νηφάλιος διάλογος με τον τονισμό των ειρηνικών αρχών κάθε θρησκείας συμβάλλει σημαντικά στην καλλιέργεια της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Δυστυχώς, οι φανατικές ερμηνείες των θρησκευτικών κειμένων ενθουσιάζουν ευκολότερα τα πλήθη και υπονομεύουν τη δυνατότητα οποιουδήποτε Διαθρησκειακού Διαλόγου. Παρά ταύτα πρέπει να ενισχυθούν οι προσπάθειες για ειρηνική αξιοποίηση του θρησκευτικού βιώματος». Δεν ξέρουμε αν το τραγικό γεγονός της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ έγινε για να αναπτυχθεί ο Διαθρησκειακός Διάλογος. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι ο Διάλογος αυτός όχι μόνο δεν καταλάγιασε τη θρησκευτική βία, αλλά την γιγάντωσε τα τελευταία χρόνια. Φυσικά αυτό δεν οφείλεται στις «φανατικές ερμηνείες των θρησκευτικών κειμένων», όπως υποστηρίζει λανθασμένα ο Μακαριώτατος, αλλά σε αυτά τα ίδια τα «ιερά» κείμενα, τα οποία ξεκάθαρα, χωρίς να χρειάζεται καμιά ερμηνεία, εξωθούν σε πράξεις βίας και μίσους. Αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζει καλά ο ίδιος ως δάσκαλος της θρησκειολογίας!
Τέλος καταλήγει στην διαπίστωση: «Ασφαλώς οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στον σύγχρονο κόσμο, (κατεξοχήν στη Μέση Ανατολή) είναι συγκεχυμένες και ζοφερές. Αυτό το γεγονός δεν πρέπει να οδηγεί σε μελαγχολική απάθεια, αλλά σε αύξηση των προσπαθειών όλων μας, (ακαδημαϊκών, πολιτικών, θρησκευτικών λειτουργών, κ.ά.) για την υποστήριξη της αλήθειας, την υπεράσπιση της δικαιοσύνης, την ενδυνάμωση της ελπίδας ότι η παγκόσμια ειρήνη δεν αποτελεί ουτοπία, αλλά άμεση προτεραιότητα όλων όσοι πονούν και αγωνίζονται για έναν καλύτερο κόσμο. «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται» (Ματθ. 5:9), του Θεού της αγάπης»! Εδώ θίγεται ο ύψιστος στόχος, το μεγάλο όραμα, το οποίο καλούνται να υπηρετήσουν όλες οι θρησκείες του κόσμου, μαζί και η Ορθοδοξία. Και το όραμα αυτό είναι η συμβολή τους στην ανοικοδόμηση της παγκόσμιας ειρήνης. Στην επίτευξη αυτού του οράματος έχουν συστρατευτεί οι οικουμενιστές, επικαλούμενοι μάλιστα το βιβλικό χωρίο «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται» (Ματθ. 5:9), το οποίο όμως διαστρεβλώνουν και παρερμηνεύουν. Ωστόσο μια τέτοιου είδους αποστολή της Εκκλησίας και μάλιστα σε συνεργασία με όλες τις θρησκείες του κόσμου, δεν μπορεί να δικαιωθεί, ούτε να θεμελιωθεί, ούτε στα βιβλικά κείμενα, ούτε στην πατερική μας Γραμματεία. Δεν υπάρχει ούτε μια βιβλική μαρτυρία, στην οποία να φαίνεται, ότι ο Χριστός κάλεσε τους μαθητές του, να συνεργαστούν με τις άλλες θρησκείες, για να συμβάλλουν στην παγκόσμια ειρήνη. Επίσης κανένας από τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας ισχυρίστηκε ποτέ, ή διατύπωσε μια παρόμοια θεωρία. Αποστολή της Εκκλησίας δεν είναι να συμβάλει στην ανοικοδόμηση μιάς κοσμικού τύπου παγκόσμιας ειρήνης. Αποστολή της είναι να ειρηνεύσει τον άνθρωπο με τον Θεό, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ειρηνεύσουν και οι άνθρωποι στη συνέχεια μεταξύ τους. Να προσφέρει τον Χριστόν, τον μόνον ειρηνοποιόν, ο οποίος είναι «η ειρήνη ημών» (Εφ.2,14) κατά τον απόστολο. Ο άνθρωπος, υποδουλομένος στα πάθη και στην αμαρτία, ευρίσκεται σε κατάσταση έχθρας προς τον Θεόν και έχει ανάγκη καταλλαγής και συμφιλιώσεως, σύμφωνα με τον λόγο του μακαρίου Παύλου: «Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησώμεθα εν τη ζωή αυτού» (Ρωμ.5,10). Όταν δε επιτευχθή αυτή η καταλλαγή διά της πίστεως, τότε ο άνθρωπος απολαμβάνει το αγαθόν της ειρήνης: «Δικαιωθέντες ουν εκ πίστεως ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». (Ρωμ.5,1). Αυτό δε ακριβώς το έργο της καταλλαγής επιτελούν οι ειρηνοποιοί, για τους οποίους γίνεται λόγος στον παρά πάνω Μακαρισμό αυτό του Κυρίου. Επιτυγχάνεται δε το έργο αυτό διά των κληρικών, μοναχών, διδασκάλων, ιεραποστόλων και, βεβαίως, μόνον εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ποτέ διά μέσου και σε συνεργασία με στην αίρεση και την πλάνη.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η ειρήνη δεν έχει κοσμικό χαρακτήρα, αλλά είναι καρπός του αγίου Πνεύματος: «ο δε καρπός του Πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά, ειρήνη…» (Γαλ.5,22). Εξ άλλου και ο ίδιος ο Χριστός την αντιδιαστέλλει από την κοσμική ειρήνη: «ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» (Ιω.14,27). Σας δίδω την ιδική μου ειρήνη, όχι σαν αυτή που δίδει ο κόσμος. Αυτήν και μόνον αυτού του είδους την ειρήνη καλείται να δώσει και η Εκκλησία στον κόσμο, η οποία, όταν υφίσταται, φέρνει από μόνη της και την άλλη, την κοσμική ειρήνη. Οι άγιοι απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας αυτού του είδους την ειρήνη έφεραν στον κόσμο, αν και έζησαν και έδρασαν εν μέσω πολέμων και αιματοχυσιών. Δεν κατενόησαν όμως την αποστολή τους, όπως την κατανοούν σήμερα πολλοί Πατριάρχες, Αρχιεπίσκοποι και θεολόγοι Οικουμενιστές. Ποτέ δεν διανοήθηκαν να συμμαχήσουν και να συνεργαστούν με άλλες θρησκείες και αιρέσεις για να υπηρετήσουν μιά κοσμικού τύπου παγκόσμια ειρήνη.
Περαίνοντας την αναφορά μας, εκφράζουμε τη λύπη μας, για τα λεχθέντα και γραφέντα από τον Μακαριώτατο, τον οποίο η Εκκλησία του Χριστού τίμησε και έθεσε να ποιμαίνει το λαό του Θεού στην πολύπαθη αυτή χώρα και να οδηγήσει τους εκτός της Εκκλησίας στην μόνη σωστική αγκαλιά της. Ας μην ελπίζουν ο ίδιος και οι όμοια φρονούντες, ότι μπορούν να εδραιώσουν ειρήνη και συναδέλφωση στη γη χωρίς τον Μέγα Ειρηνοποιό, την Ένσαρκη Ειρήνη, το Χριστό, διότι, μόνο Αυτός και κανένας άλλος είναι «η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τὰ αμφότερα έν καὶ τὸ μεσότοιχον του φραγμού λύσας,….» (Εφ.2,14-18). Αν θέλουν να επικρατήσει η πραγματική και μόνιμη ειρήνη στον κόσμο, ας εργαστούν με όλες τους τις δυνάμεις, να διαδοθεί και να επικρατήσει στον κόσμο το Ευαγγέλιο του Χριστού και ας μην αναλώνονται στους ατελέσφορους και επιζήμιους Διαθρησκειακούς Διαλόγους, γενόμενοι εκόντες άκοντες, όργανα των σκοτεινών δυνάμεων για την προώθηση της δαιμονικής πανθρησκείας.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών