Προσπαθώντας, ως εκ τούτου, να ανακαλύψουμε την πηγή του φαινομένου, προκαλούμε εαυτούς με μία διερώτηση του τύπου. Ποιος έχει την έφεση να γνωρίζει τα τεκταινόμενα στον κόσμο; Συνήθως ο νους πηγαίνει στον Θεό. Όμως ο Θεός σύμφωνα με την γενική πίστη γνωρίζει εκ προοιμίου τα πάντα. Συνεπώς, δεν είναι ο Θεός. Ίσως όμως ο Θεός θέλει να πειραματισθεί πάνω σε κάτι, που του διαφεύγει, με το σκεπτικό, ότι ακόμη και η κρυψίνοια του ανθρώπου διατελεί εν αδιαφανείᾳ. Ίσως επειδή οι σπηλαιώδεις σκέψεις των ανθρώπων είναι μη ανιχνευτές. Ίσως να μην έχει δώσει την δέουσα σημασία στην κομπαστική μοντέρνα διανόηση των θνητών, οι οποίοι πλέον έχουν στην πλειοψηφία τους -πλην μουσουλμάνων- αποφανθεί, ότι η ιδέα υπάρξεως Θεού είναι αναχρονιστική.
Συνεπώς, ο ίδιος ο άνθρωπος με τα -κατ’ανιούσα κλίμακα- εφευρισκόμενα από τον ίδιον μέσα, όπως η ασυλλήπτου επιταχύνσεως αναπτυσσομένη τεχνολογία και η προελαύνουσα επί πολλών κατευθύνσεων επιστήμη, έχει φθάσει στο σημείο να αυτοθεωρείται, ως εν δυνάμει θεός. Ένας θεός με παραδοχές, ουδόλως δεσμευτικές σε νόμους, όπως αυτοί οι νόμοι γίνονται αντιληπτοί από τους καλοπροαιρέτους θνητούς, οι οποίοι θνητοί εν τῇ αθωότητί των δέχονται τους νόμους σαν την ίδια την Ηθική εν εξελίξει. Είναι ένα πιστεύω, όπου οι απλοί άνθρωποι αποδέχονται την ηθική σαν το ενοικούν εντός των, πνεύμα του καλού, το και καλούμενο συνείδηση. Αυτή την συνείδηση που έχουν διδαχθεί, ότι η έννοιά της είναι παρακατατεθειμένη από αρχαιοτάτων χρόνων στο γνωστικό πεδίον των Ελλήνων. Απέναντι αυτών ίσταται άκαμπτος ο αυτοθεωρών την ύπαρξή του, ως δυνητική θεϊκή υπόσταση, αποκλείουσα κάθε ηθικισμό. Μ’αυτό θεωρεί, ότι η δύναμή του δεν σχετίζεται με μία αυθορμήτως εκπηγάζουσα επιταγή ψυχής ή δίδαγμα ηθικών κανόνων αλλά σθεναρά αποκρίνεται σαν ενέργεια ύλης υποβοηθούσα τους απαραγκωνίστους σκοπούς του. Τους σκοπούς υπεροχής. Και, ως φυσικόν, ο θεωρών εαυτόν, ως την διάδοχη κατάσταση μιας θεϊκής ηγεμονεύσεως, δεν μπορεί να προέρχεται από τις τάξεις των εργαζομένων στους τρεις τομείς παραγωγής. Εκτός εξαιρέσεων. Διότι, οι σε κάθε τομέα εργαζόμενοι, επιτελούν έργον κοινής ωφελείας, με επι- διωκόμενο -κατ’αρχήν- το συλλογικό, το κοινωνικό κέρδος. Αυτό κατά ένα πικραντικόν για τους πολλούς αποδεικτικόν, εκλαμβάνεται ως θέμα αποκλίνον από τους προγραμματισμούς ενός επιγείου θεού, με προδιαγραφές εκκολαπτομένου ηγεμόνος, του οποίου βασικόν γνώρισμα είναι ο «αηθικισμός».
Κατόπιν των συλλογιστικών αυτών παραθέσεων, οδηγούμεθα σε ένα αποφαντικό της μορφής: επειδή οι άνθρωποι γενικώς ελπίζουν, ότι θα εμφανισθεί κάποια στιγμή στο διάβα της ζωής τους ένας κοσμικός ηγέτης, που θα αποκρίνεται στις ανάγκες τους, εύκολα δίδουν την συγκατάθεσή τους στο να κυβερνηθούν από τον πλειοδότη ονείρων.
Στην ουσία ο κάθε υποσχόμενος ευημερία, ασφάλεια και κοινωνική πρόνοια, δεν ενδιαφέρεται για τα όσα ελπίζει ο υπήκοος. Ο υποσχόμενος αφήνει τους αγαθοπίστους να πιστεύουν σε ό,τι τους ευχαριστεί. Δεν ανησυχεί για την οιαδήποτε δέσμευσή του που δεν τηρείται. Οι ομότεχνοί του τον διαβεβαιώνουν, ότι δεν απαιτείται να λογοδοτήσει για αθέτηση υποσχέσεων, διότι ήδη έχει μεθοδευμένες απαντήσεις επιτυγχάνοντας να μένει στο απυρόβλητον. Ούτως ή άλλως στην περίπτωσή μας παρατηρούμεν, ότι η ισχύς και η εξουσία ερείδεται στην εκχώρηση και την συναίνεση του λαού. Και η εκχώρηση ή η συναίνεση στην ελληνική μας μοντέρνα δοξασία είναι η προσδοκία για ιδιωφέλεια. Και ο νους μας πηγαίνει σε ανώδυνες συζεύξεις ηθικού και ποινικού, σε αδιαφανείς διορισμούς, σε πρόσκτηση πλούτου μέσω δημοσίων αναθέσεων έργου και σωρεία πρωτοτύπων επινοήσεων για ανεξέλεγκτο κερδοσκοπία κλπ. Και αυτός ο «υπάκουος υπήκοος» προβιβάζεται σε αλαζονικόν υποκείμενον με υψηλό βαθμό ματαιοδοξίας και μάλιστα με μια διαβόητη ισχυρογνωμοσύνη, ως προς την ορθότητα των πολιτικών του επιλογών και -γιατί όχι- ενδομύχως επαίρεται για το αλάνθαστο της πολιτικής του κρίσεως.
Ο κατά κάποιαν έννοια «τακτοποιημένος» Έλληνας αδιαφορεί για την κοινωνική ουσία των πραγμάτων. Αδιαφορεί για το θρησκευτικόν ενυπόστατον, αγνοεί το φιλόσπουδον της ιστορίας, θεάται απλώς τον πολιτισμικό ταυτοτισμό, παραβλέπει τον ακτιβισμό των ιδεολόγων και ανησυχούντων για την δεδηλωμένη βούληση των φονταμενταλιστών να επιβάλλουν την πίστη τους και τέλος αντιπαρέρχεται ό,τι αυτός κρίνει περιττόν, εφ’όσον δεν εξυπηρετεί τις προσωπικές του υλιστικές επιδιώξεις. Ένας άνθρωπος μιας τέτοιας πνευματικής συγκροτήσεως και ποιότητος χαρακτήρος, απαντάται στην χορεία των επιχειρηματιών, των εργοδοτών, των προσώπων υψηλών εισοδημάτων, των χρηματοδοτών της εξουσίας και των πάσης κλίμακος ευπορίας αριβιστών. Σ’αυτή την χορεία συμπεριέχεται και η πλειονότης των εξουσιαστών.
Αυτό το αδιάφορον, για το ευ βιοτεύειν των ομοφύλων του, είδος τού ανθρώπου, με την φιλοδοξία ακόμη και του εξουσιαστού είναι το είδος του κενοδόξου αρχομανούς μακράν εκείνου του προσοντούχου ηγέτου/φιλοσόφου, που ο Πλάτων έβλεπε σαν τον ιδανικό ηγέτη. Σήμερα, τον ηγέτη, όπως ένας κοινός πολίτης τον φαντάζεται, είναι ένας άνθρωπος ελλειμματικής παιδείας με χαρακτηριστικά την ανεπάρκειά του σε ακαδημαϊκή κατάρτιση, πλην επιδέξιος σε αγοραία ευφράδεια και κοσμική καπατσοσύνη. Η διαλεκτική του ικανότης είναι ασυμβάτως παράλληλη με το επίπεδο των απαιδεύτων ψηφοφόρων προς «αμοιβαία» κατανόηση κ.ο.κ.
Κατά τον φιλόσοφο Στέλιο Ράμφο «…τίποτε δεν ανακουφίζει τον μαζάνθρωπο, όσο η μετριότης των πολιτικών και πνευματικών ηγετών του». Από αυτή την διαπίστωση κατανοούμεν, ότι ο άγνωρος, ο αγαθόπιστος, ο μειωμένης πνευματικής ικανότητος και ο ελλιπούς παιδείας, ανεξαρτήτως κεκτημένων πτυχίων, αυτός ο καρατερίστας των πολλαπλών ιδιογνωρισμάτων και παραδοξοτήτων Έλληνας, στο τέλος θυματοποιείται ένεκα της μετριότητος και συνάμα ανικανότητος διαχειρίσεως των ζωτικών θεμάτων εκ μέρους των κάθε πεποιθησιακής συναγωγής και πολιτικής αγέλης ηγετών του. Ωστόσο είναι και θύτης, μάλλον αυτόχειρ, διότι δημοκρατικῷ δικαίῳ είναι αυτός που αναδεικνύει τις μετριότητες δια της ψήφου του και μάλιστα υπό καθεστώς επαναλαμβανομένου αμαρτήματος. Και τούτο, διότι αρνείται να παραδεχθεί, ότι η κρίσις του αστοχεί, απέχουσα της νουνεχείας και της στοιχειώδους σοφίας. Εκτός εάν ενεργεί με σκοπιμότητα αποβλέπων σε ιδιωφέλεια. Αλλά τότε έχουμε το φαινόμενο μιας πλειοψηφούσης μερίδος συμφεροντολόγων Ελλήνων, οι οποίοι εκ των πραγμάτων ενεργούν εις βάρος του συλλογικού συμφέροντος.
Παράδειγμα. Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μία εθνική μειοδοσία, για την οποία ευθύνονται τα πολιτικά κόμματα εξουσίας. Αυτό ενοχοποιεί τους φυσικούς αυτουργούς. Ήγουν τους πολιτικούς. Ωστόσο υπάρχουν και ηθικοί αυτουργοί στο κατά της Ελλάδος έγκλημα. Αυτοί είναι οι Έλληνες οι αποδεχθέντες με την απογοητευτική τους αδιαφορία την αποκοπή από τις ρίζες του Ελληνισμού και τις θεμελιώδεις αρχές που διέπλασαν τον χαρακτήρα του Έλληνος προγόνου. Είναι οι ηθικοί αυτουργοί που αντιπαρέρχονται την όποια ιδέα για πιθανή τους υπευθυνότητα, κατά το μέρος που τους αναλογεί, για την συνέχιση της ζωής του Έθνους. Είναι ηθικοί αυτουργοί, διότι συνήνεσαν στις κυβερνητικές αποφάσεις επί θεμάτων υπερτάτης εθνικής σημασίας άνευ ετυμηγορίας δημοψηφίσματος πανεθνικής εμβελείας. Είναι αυτοί οι Έλληνες, οι οποίοι με την ανεκτικότητά τους δέχονται αγογγύστως το διασταλτόν μιας δυστοπικής Ελληνικής χώρας.
Αυτή την εντύπωση εκπέμπει σφαιρικά ο Έλληνας. Την εντύπωση ενός πολίτου, του οποίου η βασική συμπεριφορά απέναντι σε όλες τις υποθέσεις εθνικού ενδιαφέροντος είναι η αποφυγή τους, με το σκεπτικό, ότι είναι θέμα των καθ’ύλην αρμοδίων. Το κυρίως ενδιαφέρον του εστιάζεται στον καταναλωτισμό εντός μιας τροποσφαίρας εγκοσμίων εντυπωτικών ασημαντοτήτων. Αλλ’αυτή η θέση ζωής σπέρνει δυστυχία σε ό,τι επιλέγει, σε ό,τι εγγίζει. Είναι ο πολίτης, του οποίου το πνεύμα έχει μεταλλαχθεί από την επίδραση των ελκυστικών υλιστικών προκλήσεων. Είναι ένα πνεύμα άνευ ουσιαστικής γνώσεως, κρίσεως, προνοήσεως. Και όπως λέγει ο Κικέρων: «…το πνεύμα είναι σαν τον αγρό που δεν μπορεί να είναι παραγωγικός εάν δεν καλλιεργηθεί σωστά». Το να αναζητηθεί ο σωστός καλλιεργητής είναι το μείζον παρ’ημίν πρόβλημα. Ποίος Έλληνας της δικής μας «προοδευτικής» εποχής μπορεί να διακρίνει το μέγεθος και τις πνευματικές προεκτάσεις των λόγων του Περικλέους, όταν εκείνος διευκρίνιζε την υφή και κατάρτιση της ποιότητος των Αθηναίων πολιτών λέγοντας: «…υπολογίζουμε την πνευματική καλλιέργεια εντός των περιθωρίων της πολιτικής ευθυκρισίας και φιλοσοφούμε χωρίς την βαρβαρική διαστροφή της εκθηλύνσεως». Ποίος σημερινός Έλληνας έχει σαν περιουσιακό του στοιχείο την βαθεία γνώση, ώστε να ασπασθεί τα λόγια του Πλάτωνος «…αφού είμαι ένας θεωρώ καλύτερο να διαφωνώ με όλο τον κόσμο, παρά να είμαι σε ασυμφωνία με το εαυτόν μου». Πάνω σ’αυτό λέγει η Annah Arent, ότι «…με βάση την Πλατωνική πρόταση ξεκινάει, τόσον η Δυτική Ηθική με την έμφασή της στην συμφωνία του ενός με την συνείδησή του, όσο και η Δυτική Λογική, με τον τονισμό του αξιώματος της αντιφάσεως». Αντί αυτών ο άγνωρος μοντέρνος Έλληνας πάνω στο νεφέλωμα του σκοταδισμού του, ανέχεται και συναινεί σε όλες τις πολιτικές αστοχίες. Και αυτή του την «τακτική» την βαπτίζει «πολιτική ορθότητα». Όμως η πολιτική ορθότητα δεν είναι άλλο τι από την απουσία βαθείας γνώσεως, συνοδευομένη από μία ελλειμματική αυτοπεποίθηση. Εκτός ίσως από μία ήκιστα κολακευτική εξαίρεση. Δηλαδή αυτός ο κάποιος να μετέρχεται την πολιτική ορθότητα, διότι υπολογίζει, με αυτή την πρακτική, να επιβοηθήσει, τις εν σχεδίῳ σκοπιμότητες, που κατά τεκμήριον συντρέχουν με την ιδιωφέλεια. Και ο πολιτικός με την χαρακτηριστική του ικανότητα να εκμεταλλεύεται τους ασμένως ή και αμετόχως συναινούντες πολίτες, βολεύεται με αυτόν τον εκφυλισμό της συμπεριφορικής τυπολογίας των υπεκφευγόντων οιαδήποτε λογοδοσία πολιτών και γι’αυτό συντηρεί με την δέουσα επιμέλεια κάθε τι που αρχίζει να εκφυλίζεται. Και με ένα τέτοιο τίμημα ασκεί την δύναμή του πάνω στους ουδετέρους, τους αφεκτικούς οπαδούς.
Και το ερώτημα έρχεται βασανιστικό. Δηλαδή, υπάρχουν άραγε ανησυχούντες διανοούμενοι σε τούτη την χώρα; Εάν ναι, πού, πώς και δια ποίας δυνάμεως τού πνεύματός των ανθίστανται στο φαινόμενο αυτής της δηλητηριώδους υποταγής της κοινωνίας στην βούληση της οικονομικής και πολιτικής elite;
Αν εξαιρεθούν οι στρατευμένοι στην Αριστερά διανοούμενοι, οι οποίοι εκτίθενται επανειλημμένως, ως εθελοτυφλούντες συνοδοιπόροι και απολογητές της κομματικής γραμμής, οι άλλοι διανοούμενοι ασχολούνται κυρίως με προβλήματα που δεν αφορούν άμεσα την κοινωνία. Είναι κατά κανόνα αποσυνάγωγοι της όποιας κοινωνικής τάξεως. Με τις κριτικές ή και πολιτικές τους παρεμβάσεις, προασπιζόμενοι την ελευθερία των ερευνών τους καθώς και την προσωπική των έκφραση, στο τέλος ένας, τρίτος προσεκτικός, πολίτης θα διαγνώσει μια ιδιοτέλεια κατατρύχουσα αυτή την πνευματική ομοτεχνία. Ωστόσο, παραβλέποντας τις όποιες προσωπικές σκοπιμότητες των διανοουμένων και εάν περιεργασθούμε τις απόψεις τών ανθρώπων αυτών, θα ιδούμε την ανάλυση των δικών τους αναγωγών σε αρχές και αξίες «οικουμενικές», που προβάλλουν αρχές και αξίες λυτρωτικές, που όντως αφορούν τον κόσμο, στο παγκόσμιο σύστημα αναφοράς. Αλλά εδώ συγχέονται οι αρχές και οι αξίες μιας ευτάκτου κοινωνίας με τις αρχές και αξίες μιας, υπό διαμόρφωσιν, νεωτερικής κοινωνίας, πιεζομένης να συμμορφωθεί με τις επιταγές της «κοινωνικής μηχανικής».
Η αδράνεια των όσων μπορούν και διαβλέπουν την στρεβλή πορεία της χώρας ευνοεί την επιβολή αλλοτριογενών «οδηγιών» επί κυβερνητικών προγραμμάτων και πολιτικών λειτουργιών και πράξεων, οι οποίες όπως στην συνέχεια αποδεικνύονται «ντοκουμενταρισμένα», είναι εις βάρος των συμμορφουμένων με όλες αυτές τις ντιρεκτίβες και υπέρ της μερίδος της «σωστής πλευράς της ιστορίας».
Η καταχρηστική άσκηση της εξουσίας εκ μέρους μιας μικρής ομάδος ατόμων αποβλεπόντων σε προσωπικό συμφέρον, και όχι της ιδέας του κρατούντος δήμου, ως εικός, έχει και την ευχέρεια να «επικυρώνει» την «δική της αλήθεια», μέσω ενός τεχνητού ψυχολογικού κλίματος των δεκτικών (ευαπατήτων), των εξηρτημένων (επιδοματιών) και των ετεροφώτων πολιτών. Τι πιο εύκολο να το επιτύχουν. Απέναντί τους έχουν ανθρώπους, των οποίων η έγνοια περιστρέφεται γύρω από την καθημερινότητά τους και των οποίων τις ανάγκες γνωρίζει ο κάθε κυβερνών μηχανισμός, τῇ βοηθείᾳ των ψηφιακών εφαρμογών cybernetics, artificial intelligence και των εταιρειών δημοσκοπήσεων, που έχουν προεσκεμμένες, προμελετημένες, προκατειλημμένες και καθ’όλα εξυπηρετικές για την εξουσία απαντήσεις ακολουθούσες ένα αταίριαστο με την λογική των πραγμάτων ερωτηματολόγιο.
Κατόπιν όλων αυτών, το όποιο κυβερνητικό σχήμα μιας ανυπάρκτου πλέον ιδεολογικής χροιάς, προχωρεί στην εφαρμογή αριθμού σχεδίων, ασχέτων στην πλειονότητά τους με τα άμεσα ενδιαφέροντα του λαού. Και πρώτα από όλα -και για κάθε περίπτωση, οι κυβερνήσεις έχουν ένα μηχανισμό αποπροσανατολισμού της κοινωνίας από τα κρίσιμα προβλήματα.
Παράδειγμα ένα. Δίδεται έμφαση στα γηπεδικά δρώμενα με ευρεία δημοσιοποίηση της βίας. Άκρως προσφιλές θέμα για κοινωνιολόγους, ψυχολόγους και για το φιλήκοο, το φιλοθεάμον και το φιλέκδικο κοινό. Άκρως βολικός αποπροσανατολισμός για να συρρικνωθούν τα ασφυκτικά εθνικά και τα εξαναγκαστικά κοινωνικά ζητήματα.
Παράδειγμα δύο. Η κάθε κυβέρνηση επιδιώκει την γενική αποδοχή της ιδέας, ότι διατελούντες υπό την Νατοϊκή ομπρέλα διατηρούμε την εθνική μας ακεραιότητα. Ουδέν αυτού αναληθέστερον. Αυτός ο «Οργανισμός» εφευρίσκει εχθρούς ανάμεσα σε εκείνους που δεν συνιστούν ευθεία απειλή. Προς όφελος -και όχι δόξαν- των αμερικανικών βιομηχανιών πολεμικού υλικού και των αμερικανικών συμφερόντων ενεργειακών εν αφθονίᾳ αποθεματικών. Και για τους λόγους αυτούς οι άπληστοι κερδοσκόποι ουδόλως συγκινούνται από τις μυριάδες νεκρούς, οι οποίοι πίπτουν στο πεδίον της τιμής, πιστεύοντες στην εθνική τους σημαία και αγνοώντας, ότι αποτελούν αναλώσιμα πιόνια στην σκακιέρα των δήθεν υπερασπιστών της δημοκρατίας του “φιλελευθέρου” Δυτικού κόσμου. Αυτοί οι ίδιοι ανάλγητοι υποκριτές της σωστής πλευράς της ιστορίας θα προστρέξουν ασμένως να «ανοικοδομήσουν» (με την έννοια του “the great reset”) τα κατεστραμμένα με το πέρας του ζόφου, όταν βεβαίως εκτιμηθεί, ότι εξεπληρώθησαν οι τεθέντες καπηλευτικοί αντικειμενικοί τους σκοποί. Και μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση έρχεται και η Ελλάδα σαν πιστή νατοϊκή «εταίρα» προς ενίσχυσιν του αγώνος δυσγνωρίστων βωμών και εστιών, αποδυναμώνοντας, εν ταυτῷ, την άμυνα των Ελληνικών νήσων με αφαίρεση κρισίμων οπλικών συστημάτων και μη αντικαθισταμένων. Και ημείς αμήχανοι όντες, προσπαθούμε να καταλάβουμε, γιατί μία σύμμαχος νατοϊκή χώρα έχει θέσει σαν όρο καλής γειτονίας το casus belli. Μήπως πρέπει να ακολουθήσουμε την συμβουλή του ποιητού Robert Frost που λέει: «οι καλοί φράκτες κάνουν τους καλούς γείτονες». Οι φράκτες βεβαίως είναι έννοια μεταφορική. Εμείς για φράκτες οφείλουμε να εννοήσουμε τις ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, την εύρωστο οικονομία, την “Ελληνικά σκεπτομένη” κυβέρνηση και την βούληση του λαού να υπερασπισθεί την εθνική μας υπόσταση. Έτσι απλά!
Παράδειγμα τρία. Οι Ελληνικές κυβερνήσεις -και επαγωγικά ο λαός- ευθυγραμμίζονται με τις επιταγές τής ΕΕ πάνω στο μεταναστευτικό (αλλοίωση πληθυσμιακής συνθέσεως) και πάνω στην απάλειψη των ελληνικών α’ και β’ τομέων παραγωγής (στοχευμένη εξάρτηση Ελλήνων από βορειο-ευρωπαϊκή παραγωγή). Εκτιμώμενον αποτέλεσμα. Η Ελλάς μεσοπρόθεσμα θα καταστεί ανθρωποθήκη δυστυχισμένων, εξαπατημένων και πτωχευμένων επιχωρίων αλλά και εκατοντάδων χιλιάδων -και κατά συμπερασμόν- εκατομμυρίων εν τῷ μέλλοντι «φιλοξενουμένων» ψυχών. Και αυτό ουδόλως είναι υπερβολή. Θα βιωθεί από τους επιγενομένους, όταν μακρο- πρόθεσμα υπερισχύσει το αλλότριο και αλλόδοξο στοιχείο, το οποίο και θα αναλάβει την διακυβέρνηση με επιβολή πλειοψηφικῷ δικαιώματι της υπερτερούσης ισλα- μικής θρησκείας. Εάν δεν ληφθεί σοβαρώς υπ’όψιν αυτή η -όπως διαφαίνεται- βεβαιότης τότε και μοιραίως η Ελλάς θα κινείται από τούδε στην Ιστορία με πορεία γραμμική, χωρίς κυκλική τελεολογία. Χωρίς γυρισμό!
Παράδειγμα τέσσαρα. Πάμε τώρα σε ένα ακατανόητον πεδίον σπουδής και άκρως αποπροσανατολιστικόν των ουσιωδών δεινών που μαστίζουν την χώρα. Είναι η αποδοχή εκ μέρους των κυβερνήσεων μιας κοινωνικής προκλήσεως, η οποία ευρίσκει αποδεκτικότητα από το σύνολο «σχεδόν» των κρατών μελών της ΕΕ. Θα μπορούσαμε να αποδώσουμε αυτή την κοινωνική πρόκληση, ως ένα προϊόν εκφυλισμού, αίτιον του οποίου είναι ο χορτασμός των υλικών και αισθησιακών προκλητικών εμπειριών. Οι αρχαίοι μας πρόγονοι κατονόμαζαν αυτή την κατάσταση με την λέξη ύβρι. Συνέπεια αυτής της ύβρεως η απώλεια της ρασιοναλιστικής ισορροπίας της αφορώσης στο κοινωνικό δέον, υπό την έποψη της συναφείας τής μη λεκτικής συμπεριφοράς (nonverbal behavior) καθώς και στην δυσαρμονία των «φυσικών» σχέσεων και στην τυφλή και ακυβέρνητο παρόρμηση. Όλα αυτά ωθούν σε μία ακρότητα απεργαζομένη μία διασπειρόμενη κοινωνική αμηχανία. Είναι η προώθηση ενός «δικαιώματος» μη αντιστοιχιζομένου με τις επιταγές της Φύσεως. Είναι η δύστηνος πολιτική τοποθέτηση απέναντι στην επιθετικής, «υπερηφάνου» (sic) και φορτικής διεκδικήσεως των δικαιωμάτων των μελών της LGBTQ plus κοινότητος. Αν φανταστούμε τα απορρέοντα από μία τέτοια αναγνώριση, τότε μάλλον θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε για κάτι πλέον ζοφερόν και εθνοφθόρον. Εδώ, ως γεγονός, δεν πρόκειται για αποπροσανατολισμό των πολιτών με κάτι το επουσιώδες αλλά για ένα προμελετημένον αναπροσανατολισμόν των κοινωνικών ροπών των ανεγνωρισμένων και μέχρι τούδε ισχυόντων ηθικών κανόνων. Κανόνες υπό κατεδάφιση εξ αιτίας πιέσεως μιας επιταγής ισοπεδώσεως των ατόμων των εξηρτημένων κοινωνιών από εισαγόμενες παραδοχές.
Μήπως εμείς οι κλαίοντες Έλληνες χρειάζεται πριν από κάθε ανεπιθύμητη και βιαία έκφρασή μας να αναζητήσουμε τον εαυτόν μας μέσα σ’αυτόν τον δυστοπικό κόσμο; Μήπως πρέπει αποκτώντας συνάμα με μία τάση φιλομαθείας, την αναγκαία γνώση, ώστε η αποκτωμένη εμπειρία και εστίαση στα φλέγοντα ζητήματα να μας διευκολύνει στο να ιδούμε την συνολική εικόνα με την μεγαλύτερη δυνατή διαύγεια; Αν όχι τότε ίσως αληθεύει η εκδοχή που λέει, ότι πριν οικοδομήσουμε το μέλλον μας, οφείλουμε να το φανταστούμε και αυτό όπως τα πράγματα εξελίσσονται είναι πολύ ανησυχητικό! Μπορούμε άραγε να συνειδητοποιήσουμε το δημοκρατικό μας δέον;