Μοιάζει με ποίημα. Οι Μαυροδημαίοι είναι μία παλαιά στρατιωτική οικογένεια της Ελλάδος. Εις κάθε πόλεμον σκοτώνεται κι από ένας Μαυροδήμος. Στο Εικοσιένα, στο ‘86, στο ‘97… Ο ανθυπολοχαγός Μαυροδήμος μόλις είχε βγει από το στρατιωτικόν σχολείον. Την ημέρα που ο λόχος του επρόκειτο να λάβει μέρος εις την μάχην, εσηκώθη πρωί, εξυρίσθη, εκτενίσθη, διέταξε και του έφεραν την καλή του στολή, τις καινούργιες του τις μπότες, τα άσπρα του γάντια, τέλος στολίστηκε σαν γαμπρός, ετράβηξε το σπαθί και είπε στους άνδρας του: εμπρός παιδιά… Και σκοτώθηκε από τους πρώτους». (Εφημερίδα Νέα Ημέρα στις 21.1.1913). Είναι ο πρώτος πεσών αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, στις 6 Οκτωβρίου του 1912, στους Βαλκανικούς Πολέμους. Τέτοιες ιστορίες ανήκουν στο Συναξάρι του Γένους. Είναι οι άγνωστοι ήρωες, τα πολυτίμητα εικονίσματα του έθνους μας…
Το διάβασα στους μαθητές μου. Αυτό το μικρό, λακωνικό για τόσο μεγάλη θυσία αφιέρωμα της τότε εφημερίδας. Θυμήθηκα μια ξεχασμένη παιδαγωγική αρχή. «Ο διδάσκων δις διδάσκεται». Σε τέτοια κείμενα καθρεφτιζόμαστε πρώτα εμείς, που τα προσφέρουμε στα παιδιά. Σηκώθηκε, στολίστηκε σαν γαμπρός για να πάει, πού; Στην μάχη, στον υπέρ Πίστεως και Πατρίδος γάμο του. Στις χαρές της νύμφης του πατρίδας Ελλάδας. Και θυσιάστηκε, έδωσε το αίμα του γι’ αυτήν, τόσο την αγαπούσε.
Και τα παιδιά άκουγαν με συγκίνηση. Με χαρμολύπη. Υπερηφάνεια για την ανδρεία και την λεβεντιά. Λύπη για την νιότη του. Αυτό θέλουμε. Αυτή είναι η πατρίδα. Με τα «πάθια και τους καημούς της» (Παπαδιαμάντης) και με τις τρανές χαρές της, τις αναστάσιμες ημέρες της ιστορίας της. Τις Θερμοπύλες του Λεωνίδα, την Πύλη του Ρωμανού με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, το Μανιάκι με τον αρχιμανδρίτη Παπαφλέσσα, την Στάτιστα του Παύλου Μελά, το μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά με τον Γρηγόρη Αυξεντίου. Μοσχοβολούν λευτεριά αυτοί οι τόποι με την θυσία τους… όπως οι μάρτυρες και οι άγιοι της αμωμήτου Πίστεώς μας αγιάζουν τα χώματα με το αίμα τους και τον ιδρώτα των ασκητικών αγώνων τους.
Αναστάσιμη ημέρα, Πασχαλιά, ήταν για τους σκλάβους Μακεδόνες, η ημέρα που πατούσε ο ελληνικός στρατός την αιματοβαμμένη γη τους. (Και ήρθε η σταύρωσή της, όταν άθλιοι προδότες, που καμαρώνουν ακόμη στα εδώλια, όχι του δικαστηρίου, αλλά της Βουλής, την ξεπούλησαν για μια γραβάτα).
Διαβάζω και πάλι από τα ηρωικά μας συναξάρια τούτα τα σπουδαία: «Όταν ο στρατός μας μπήκε στα Σέρβια Κοζάνης ελευθερωτής το 1912, στις 10 Οκτωβρίου, βρήκε σφαγμένους από τους Τούρκους τους 115 προκρίτους της πόλης, που τους είχαν κρατήσει ως ομήρους. Την άλλη μέρα γινόταν μνημόσυνο των μαρτύρων αυτών σε πάνδημη συγκέντρωση λαού και στρατού. Ο παπάς άρχισε να απαγγέλλει την επιμνημόσυνον ακολουθίαν, όταν μια βροντερή φωνή ακούσθηκε:
Στάσου, παπά!!
Ήταν η φωνή του Σπύρου Ματσούκα, ιδρυτού του Λευκού Σταυρού. Και το αυτοσχέδιον τραγούδι που έκαμε τον παπά να σιγήση και 3.500 στρατιώτας και άλλους τόσους πολίτας να γονατίσουν και να αναλυθούν εις δάκρυα, έλεγε:
Ξυπνάτε από τα μνήματα, αδικοσκοτωμένοι.
Να ιδήτε την Πατρίδα σας, ελευθερωμένη.
Ξυπνάτε κι αναστήσαμε, δεν είστε πια ραγιάδες.
Ξυπνάτε κι ήρθε Πασχαλιά, χαθήκαν οι αγάδες».
(Βασίλη Περσείδη, Το εθνικό μας τραγούδι, σελ.33, Αθήνα 1983).
Ωραία μαθήματα πατριδογνωσίας, διδάσκουν στα παιδιά ότι έχουμε ιστορικά δικαιώματα πάνω στα χώματα και στα κύματα των θαλασσών μας, που με τόσες θυσίας οι πρόγονοί μας απελευθέρωσαν. «Όσοι γη περιαγκαλιάζει ο εύμορφος αιθέρας μας είναι η αγαπητή μας πατρίδα», όπως είπε ο Γεώργιος Τερτσέτης στην περίφημα απολογία του.
Καμαρώνει και κλασαυχενίζεται το «υπουργείο Υπνοπαιδείας», όπως ευφυώς το αποκαλούσε ο μακαριστός, σπουδαίος Σαράντος Καργάκος, διότι φέτος καθιέρωσε την εξής μεγαλειώδη, παγκοσμίου εμβέλειας καινοτομία: Διεύρυνε το ολοήμερο σχολείο, μέχρι τις 5:30. Μια προαιρετική ώρα παραπάνω και αυτό θεωρείται «τομή», περίπου απογείωση της Παιδείας. Τι να πει κανείς; Καλώς ειπώθηκε πως «όταν ο ήλιος του πολιτισμού είναι χαμηλά στον ορίζοντα… ακόμα και οι νάνοι ρίχνουν μεγάλες σκιές».
Αν θέλουμε να επιβιώσουμε στην παρανοϊκή εποχή μας, απαιτείται μέσα από τις σχολικές αίθουσες να αρχίσει η ανάταση. Να προβάλλουμε στους μαθητές μας την πονεμένη και απροσκύνητη Ρωμιοσύνη. Πριν από 110 χρόνια, το 1912, τέτοιες ημέρες το Γένος ενωμένο κατατρόπωνε «και νύχτα και μέρα» τους Τούρκους στις αετοφωλιές της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Ενώ το αήττητο ναυτικό μας έστελνε στον πάτο του Αιγαίου τους Τούρκους, για να γνωρίσουν και «να γευτούν» τα γαλανά νερά του. Παραθέτω επιστολή μαχητή των Βαλκανικών Πολέμων, η οποία περιεχόταν στα παλιά βιβλία Γλώσσας, τότε που ήταν όντως Παιδεία και όχι παιδομάζωμα…
«Αδελφέ, μου γράφεις αν υποφέρω. Οι κόποι και τα βάσανα δεν έχουν καμμία σημασία για μας. Ελησμονήσαμε ότι είμαστε άνθρωποι. Και το σπουδαιότερο, ότι μας ελησμόνησε και η φύσις, η οποία εκουράσθηκε να μας πειράζη με τις αρρώστιες της. Ο βίος εδώ είναι ευχάριστος. Μόνον η ιδέα, ότι μας απειλούν οι γείτονες, μας έχει σκυλιάσει όλους. Εμείς δεν είμαστε γι’ αυτού πλέον. Εδώ είναι η θέσις μας και ο τάφος μας. Τα μέρη αυτά είναι πληρωμένα με αίμα. Κάθε βουνό και κάμπος είναι στολισμένα με σταυρούς. Κοιμώνται εκεί οι σύντροφοί μας. Ας μην ανησυχή κανείς. Όσο είναι εδώ ο στρατός, η μεγάλη Ελλάς θα είναι απρόσβλητη. Εμάθαμε πλέον το μυστικό της νίκης. Έχομε το μονοπώλιο της παλληκαριάς. Ας το μάθουν όλοι αυτό.
-Τι δουλειά κάνεις;
-Πολεμώ, απαντά ο ερωτώμενος στρατιώτης.
Σε φιλώ, ο αδελφός σου».