Μένει να αποδειχθεί εάν, που και πόσο η αντικατάσταση του Τίλλερσον από τον Πομπέο στην κεφαλή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα επιφέρει αλλαγές στην αμερικανική εξωτερική πολιτική. Μπορεί ο προβολέας να πέφτει στο Ιράν και στη Βόρειο Κορέα, αλλά εξίσου κρίσιμο ζήτημα για την Ουάσιγκτον είναι το «πρόβλημα Ερντογάν». Αυτό δεν πολυπροβάλλεται, επειδή ακόμα οι Αμερικανοί προσπαθούν να τον επαναφέρουν στο «μαντρί».
Tου Σταύρου Λυγερού
ΠΗΓΗ: https://slpress.gr/
Ο Τούρκος πρόεδρος, όμως, έχει εδώ και καιρό παίζει τα ρέστα του και έχει δημιουργήσει τετελεσμένα. Το άνοιγμά του προς τη Ρωσία έχει μετατραπεί σχεδόν σε γεωπολιτικό εναγκαλισμό. Η Άγκυρα έκλεισε συμφωνία για την αγορά των S-400.
Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, ο Ερντογάν απάντησε με την εισβολή στο Αφρίν στην αμερικανική ανακοίνωση ότι θα συγκροτηθεί δύναμη 30.000 κυρίως από μαχητές του κουρδικού YPG με αποστολή τη φύλαξη των συνόρων Συρίας-Τουρκίας. Και απειλεί πως μετά θα πάρει σειρά το Μανμπίτζ και όλη η συνοριακή ζώνη μέχρι το Ιράκ, στην οποία οι Αμερικανοί έχουν βάσεις.
Η ρητορική, με την οποία ο Ερντογάν και οι υπουργοί του απευθύνονται στην Ουάσιγκτον δεν έχει προηγούμενο. Η ανοχή των Αμερικανών πηγάζει από το γεγονός ότι δεν θέλουν να χάσουν την Τουρκία.
Στο αμερικανικό κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής (κυρίως στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ) υπάρχει μία τάση που υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνουν υποχωρήσεις στο Κουρδικό, προκειμένου ο Ερντογάν να μην πέσει οριστικά στην αγκαλιά του Πούτιν. Για να ενισχύσει τη θέση της επικαλείται το προηγούμενο της απώλειας του Ιράν.
Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, γίνεται ολοένα και πιο σαφές πως όσο η Ουάσιγκτον ανέχεται τον Ερντογάν τόσο χάνει. Όχι μόνο, επειδή η ανοχή της ερμηνεύεται σαν «πούλημα» των συμμάχων Κούρδων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αξιοπιστία της. Κυρίως επειδή εκλαμβάνεται διεθνώς σαν γεωπολιτική αδυναμία.
Το γεγονός ότι ο Ερντογάν δεν διστάζει να γράφει τους Αμερικανούς στα παλαιότερα των υποδημάτων του δημιουργεί πολιτικό προηγούμενο, το οποίο αργά ή γρήγορα θα βρει μιμητές. Ο λόγος των ΗΠΑ δεν θα είναι εφεξής ικανός από μόνος του να υποχρεώνει άλλα κράτη σε άμεση προσαρμογή.
Το πλήγμα στο κύρος και στην αξιοπιστία τους είναι σε τελευταία ανάλυση πολύ μεγαλύτερης εμβέλειας από το πως θα διαμορφωθούν τελικώς οι συσχετισμοί δυνάμεως και οι ισορροπίες στη Συρία.
Το γεγονός ότι ο Ερντογάν τόλμησε και –προς το παρόν τουλάχιστον– του περνάει θα τροφοδοτήσει όχι μόνο τη δική του αξιοπιστία, αλλά και τον τυχοδιωκτισμό του. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι συνεχώς διευρύνει την αυθαιρεσία του.
Μετά την επίθεση στο Αφρίν, για την οποία η Δύση τηρεί σχετικά χαμηλούς τόνους, τουρκικά πολεμικά εμπόδισαν την πλατφόρμα της ΕΝΙ να πραγματοποιήσει την προγραμματισμένη γεώτρηση στην κυπριακή ΑΟΖ.
Η συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών Τίλλερσον με τον Ερντογάν στη Άγκυρα ήταν κατά πάσα πιθανότητα η ύστατη προσπάθεια της Ουάσιγκτον να γεφυρώσει το χάσμα με την Άγκυρα. Οι Αμερικανοί δεν θέλουν να χάσουν τη γεωπολιτικά πολύτιμη Τουρκία. Από την άλλη πλευρά, όμως, τα περιθώρια να τα βρουν είναι περιορισμένα.
Πρώτον, επειδή ο Ερντογάν δεν εμπιστεύεται την Ουάσιγκτον. Είναι πεπεισμένος πως επιδιώκουν να τον ανατρέψουν. Γι’ αυτό και ο εναγκαλισμός του με τον Πούτιν είναι κίνηση αυτοσυντήρησης.
Δεύτερον, επειδή τα συμφέροντα ΗΠΑ-Τουρκίας στη Μέση Ανατολή είναι σε μεγάλο βαθμό συγκρουόμενα. Ενώ για την Άγκυρα ο κουρδικός παράγοντας είναι ο απόλυτος εχθρός που πρέπει να εξαλειφθεί, για την Ουάσιγκτον, όπως επίσης και για το Ισραήλ, είναι ο φυσικός σύμμαχος.
Έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, χωρίς τους Κούρδους ως τοπικό έρεισμα, οι Αμερικανοί θα βρεθούν ουσιαστικά απομονωμένοι, εάν όχι εκτοπισμένοι γεωπολιτικά από την καρδιά της Μέσης Ανατολής. Θα κυριαρχήσει εκεί το τρίγωνο Ρωσία-Ιράν-Τουρκία.
Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι ότι η αμερικανική ανοχή στον Ερντογάν έχει εκ των πραγμάτων ημερομηνία λήξεως. Με άλλα λόγια, η Ουάσιγκτον καλείται να λάβει αποφάσεις. Μένει να αποδειχθεί εάν ο διορισμός του Πομπέο είναι κίνηση και προς αυτή την κατεύθυνση.