Επιστήμονες από την Ιατρική Σχολή Wake Forest πραγματοποίησαν μια μελέτη με στόχο να προσδιορίσουν τον απόλυτο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων για τους ανθρώπους που διαγιγνώσκονται με προδιαβήτη.
Για τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Diabetes Care, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από επτά μελέτες παρατήρησης, με δείγματα από 19.630 άτομα – καυκάσιους και αφρο-αμερικανούς άντρες και γυναίκες χωρίς ιστορικό καρδιαγγειακών περιστατικών, όπως προβλήματα στην καρδιά ή εγκεφαλικό επεισόδιο- με την μελέτη παρατήρηση να διαρκεί από το 1960 μέχρι και το 2015.
«Γνωρίζουμε ότι ο διαβήτης αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων, επομένως στη μελέτη μας θελήσαμε να καθορίσουμε τον απόλυτο κίνδυνο ή την πιθανότητα ανάπτυξής τους στους ανθρώπους που βρίσκονται σε προδιαβητικό στάδιο», σχολιάζει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Michael P. Bancks, επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή Wake Forest.
Ο απόλυτος κίνδυνος ανάπτυξης καρδιαγγειακών παθήσεων προσδιορίστηκε με ανάλυση του σακχάρου νηστείας των συμμετεχόντων, ξεκινώντας από την ηλικία των 55 ετών μέχρι και τα 85 χρόνια.
Εδώ να σημειώσουμε ότι οι φυσιολογικοί δείκτες για τα επίπεδα σακχάρου νηστείας (όταν δεν έχουμε φάει ή πιει τίποτα – εκτός νερού- τις τελευταίες 8 ώρες) είναι λιγότερο από 100 mg/dl, ενώ στο προδιαβητικό στάδιο οι τιμές κυμαίνονται από 100 mg/dl έως 125 mg/dl. Τα 126 mg/dl είναι το διαγνωστικό όριο για τον διαβήτη.
Με την ανάλυσή τους, ο κ. Bancks και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν ότι ο κίνδυνος καρδιαγγειακών παθήσεων κυμαινόταν στις γυναίκες μεταξύ 15% (υγιείς – χωρίς διαβήτη) και 38% (πάσχουσες από διαβήτη) και στους άντρες μεταξύ 28% (υγιείς – χωρίς διαβήτη) και 47% (πάσχοντες από διαβήτη).
Η αύξηση των τιμών του σακχάρου έως το διαβητικό στάδιο στους μεσήλικες συνδέθηκε με σημαντικά υψηλότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο σε σχέση με την περίπτωση που τα επίπεδα σακχάρου παρέμειναν χαμηλότερα από το κατώτατο όριο για διαβήτη.
«Παρόλο που διαπιστώσαμε ότι τα άτομα που βρίσκονταν σε προδιαβητικό στάδιο σύμφωνα με τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους δεν αντιμετώπιζαν μεγαλύτερο απόλυτο κίνδυνο για καρδιαγγειακές παθήσεις, γνωρίζουμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι τελικά εμφανίζουν διαβήτη, αν δεν λάβουν έγκαιρα τα κατάλληλα μέτρα για τη μείωση των τιμών του σακχάρου στο αίμα», τονίζει ο κ. Bancks και καταλήγει: «Η μελέτη μας προσφέρει περαιτέρω ενδείξεις για το γεγονός ότι αν ένας άνθρωπος μπορεί να αποτρέψει την ανάπτυξη του διαβήτη, τότε ίσως να είναι σε θέση να αποτρέψει και την εμφάνιση καρδιαγγειακών παθήσεων».
Σε κάθε περίπτωση, τονίζουν οι ερευνητές, το προδιαβητικό στάδιο θα πρέπει να ληφθεί από τους γιατρούς ως συναγερμός. Από τη στιγμή που θα γίνει η διάγνωση μιας τέτοιας κατάστασης, οι θεράποντες ιατροί θα πρέπει να παρακολουθούν τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα των ασθενών και να προσπαθούν να αποτρέψουν την εμφάνιση του διαβήτη με συστάσεις για τον τρόπο ζωής, όπως η βελτίωση της διατροφής, η αύξηση της φυσικής δραστηριότητας, ή ακόμα και η φαρμακευτική αγωγή, αν κριθεί απαραίτητο.