Η διαλείπουσα νηστεία έχει αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα τα τελευταία χρόνια ως ένας τρόπος διαχείρισης του σωματικού βάρους. Ωστόσο, ορισμένοι άνθρωποι ανησυχούν για τις επιπτώσεις που αυτή μπορεί να έχει στη συνολική υγεία, αλλά και συγκεκριμένα στα επίπεδα των ορμονών στο σώμα, σύμφωνα με το Wikihealth.
Μελέτες έχουν δείξει πως η διαλείπουσα νηστεία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των επιπέδων των ορμονών σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και ως εκ τούτου να οδηγεί σε πιθανά προβλήματα με τη γονιμότητα. Αντιθέτως, άλλες μελέτες υποστηρίζουν πως αυτές οι ανησυχίες είναι αβάσιμες και πως χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να επιβεβαιωθούν οι επιπτώσεις της διαλείπουσας νηστείας σε διάφορες ομάδες ατόμων.
Τι είναι η διαλείπουσα νηστεία;
Η διαλείπουσα νηστεία χαρακτηρίζεται από περιόδους κανονικής διατροφής που εναλλάσσονται με περιόδους νηστείας ή περιορισμένης πρόσληψης θερμίδων. Χρησιμοποιείται πολύ συχνά ως μέθοδος διαχείρισης του σωματικού βάρους και υπάρχουν 3 διαφορετικές εκδοχές της, που κάποιος μπορεί να ακολουθήσει:
- Η δίαιτα 5:2
Σε αυτή την περίπτωση, ένα άτομο καταναλώνει φυσιολογικά φαγητό για 5 ημέρες της εβδομάδας, ενώ για τις υπόλοιπες 2 (μη συνεχόμενες) ημέρες καταναλώνει πολύ λίγες θερμίδες.
- Η νηστεία εναλλάξ ημέρας
Σε αυτή την περίπτωση, οι μέρες κανονικής κατανάλωσης τροφής εναλλάσσονται με μέρες περιορισμένης πρόσληψης τροφής.
- Η χρονικά περιορισμένη διατροφή
Σε αυτή την περίπτωση, ένα άτομο τρώει κανονικά για ένα χρονικό διάστημα 8-10 ωρών την ημέρα, ενώ τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας καταναλώνει μόνο νερό και ροφήματα χωρίς θερμίδες.
Από τις τρεις αυτές μεθόδους, η χρονικά περιορισμένη διατροφή είναι η πιο δημοφιλής, διότι δεν περιλαμβάνει περιορισμό θερμίδων.
Είναι αποτελεσματική η διαλείπουσα νηστεία;
Μια ανασκόπηση μελετών του 2019 έδειξε πως η χρονικά περιορισμένη διατροφή είναι εξίσου αποτελεσματική με τον περιορισμό θερμίδων κατανάλωσης στην απώλεια βάρους σε υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα. Ωστόσο, μια άλλη μελέτη δεν βρήκε κάποιο σημαντικό όφελος της χρονικά περιορισμένης διατροφής στην απώλεια βάρους.
Παρόλο που η διαλείπουσα νηστεία θεωρείται πως μπορεί να έχει οφέλη για μερικούς στη διατήρηση ενός υγιούς βάρους, ορισμένες μελέτες έχουν προτείνει πως αυτή μπορεί να έχει και επιπτώσεις στα επίπεδα των αναπαραγωγικών ορμονών. Αν και οι περισσότερες από αυτές τις μελέτες έχουν διεξαχθεί σε τρωκτικά και όχι σε ανθρώπους, μια νέα μελέτη από ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, που περιλάμβανε παχύσαρκες γυναίκες, έδειξε πως η διαλείπουσα νηστεία είχε μια μικρή μόνο επίδραση στις περισσότερες γυναικείες αναπαραγωγικές ορμόνες, αλλά μείωσε σημαντικά τις συγκεντρώσεις της δεϋδροεπιανδροστερόνης (DHEA).
Η παραπάνω μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Obesity, ανέλυσε τις ορμόνες παχύσαρκων γυναικών, που ήταν σε προεμμηνοπαυσιακό ή μετεμμηνοπαυσιακό στάδιο και ακολούθησαν μια χρονικά περιορισμένη διατροφή (4 ή 6 ωρών) για 8 εβδομάδες. Με άλλα λόγια, οι γυναίκες αυτές κατανάλωναν φαγητό μόνο για 4-6 ώρες κάθε ημέρα, κάτι το οποίο δεν είναι βιώσιμο για τους περισσότερους ανθρώπους σε κανονικές συνθήκες.
Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε εξετάσεις αίματος πριν την έναρξη και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος διαλείπουσας νηστείας για 8 εβδομάδες. Επιπλέον, μετρήθηκαν οι συγκεντρώσεις της τεστοστερόνης, της ανδροστενεδιόνης, της οιστραδιόλης, της οιστρόνης, της προγεστερόνης, της δεϋδροεπιανδροστερόνης και της σφαιρίνης δεσμεύουσας τις φυλετικές ορμόνες.
Ποιες είναι οι επιδράσεις της διαλείπουσας νηστείας στο σωματικό βάρος;
Κατά τη διάρκεια της μελέτης παρατηρήθηκαν αλλαγές στο σωματικό βάρος, τόσο των γυναικών στο προεμμηνοπαυσιακό στάδιο, όσο και εκείνων στο μετεμμηνοπαυσιακό. Συγκεκριμένα, οι γυναίκες στην προεμμηνόπαυση έχασαν κατά μέσο όρο το 3% της μάζας του σώματός τους, ενώ οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες έχασαν το 4% της μάζας του σώματός τους.
Οι μειώσεις που παρατηρήθηκαν στο σωματικό βάρος, στη μάζας λίπους, στα επίπεδα της ινσουλίνης και στην αντίσταση στην ινσουλίνη δείχνουν πως η χρονικά περιορισμένη διατροφή μπορεί να είναι ένας καλός τρόπος για απώλεια βάρους και αποτροπή της εξέλιξης του προδιαβήτη σε διαβήτη.
Πώς επηρεάζει η διαλείπουσα νηστεία τα επίπεδα της δεϋδροεπιανδροστερόνης (DHEA);
Από όλες τις ορμόνες που μετρήθηκαν, η δεϋδροεπιανδροστερόνη (DHEA) είναι η μόνη της οποίας τα επίπεδα επηρεάστηκαν σημαντικά από τη χρονικά περιορισμένη διατροφή που ακολούθησαν οι συμμετέχοντες της μελέτης. Συγκεκριμένα, τα επίπεδά της μειώθηκαν μετά από τις 8 εβδομάδες τόσο στις γυναίκες στην προεμμηνόπαυση όσο και σε αυτές στην μετεμμηνόπαυση.
Η DHEA είναι μια στεροειδής ορμόνη, απαραίτητη για την παραγωγή των αναπαραγωγικών ορμονών (οιστρογόνων και ανδρογόνων), η οποία παράγεται στο σώμα από τα επινεφρίδια, τις γονάδες και τον εγκέφαλο.
Τα χαμηλά επίπεδα της DHEA στις γυναίκες σχετίζονται με τη μειωμένη σεξουαλική επιθυμία, την κολπική ξηρότητα και την οστεοπόρωση. Η λήψη συμπληρωμάτων DHEA θεωρείται, μάλιστα, πως μπορεί να βελτιώσει τα ποσοστά επιτυχίας μιας θεραπείας γονιμότητας στις γυναίκες.
Τα μειωμένα επίπεδα DHEA θεωρείται επίσης πως μπορεί να προκαλούν προβλήματα γονιμότητας στις γυναίκες, αλλά δεν υπάρχουν αρκετά επιστημονικά δεδομένα για την επιβεβαίωση αυτού του ενδεχόμενου.
Αντιθέτως, τα υψηλά επίπεδα DHEA σχετίζονται με τον αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού, τόσο σε προεμμηνοπαυσιακές όσο και σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, οι μειώσεις στα επίπεδα της DHEA μπορεί να είναι ωφέλιμες για τις παχύσαρκες προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, επειδή μπορεί να μειώνουν τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού, αλλά στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες η μείωση της DHEA μπορεί να προκαλέσει σεξουαλική δυσλειτουργία, κολπική ξηρότητα, κλπ. Ωστόσο, στα πλαίσια της μελέτης τα επίπεδα της DHEA παρέμειναν σε φυσιολογικά επίπεδα, παρά τη μείωσή τους, με αποτέλεσμα να μην παρατηρήθηκαν παρόμοιες αρνητικές επιδράσεις.
Παρόλο που τα παραπάνω αποτελέσματα είναι εξαιρετικά σημαντικά, αξίζει να σημειωθεί πως αυτά αφορούσαν παχύσαρκες γυναίκες και ως εκ τούτου δεν μπορεί να διεξαχθεί κάποιο συμπέρασμα, χωρίς περαιτέρω έρευνα, που να αφορά όλες τις γυναίκες σχετικά με τις επιδράσεις της διαλείπουσας νηστείας στο σωματικό βάρος και τις γυναικείες ορμόνες.