Ας δούµε, λοιπόν, συγκεκριµένα τι δείχνουν τα επιστηµονικά δεδοµένα για την επίδραση των θρεπτικών συστατικών στην άµυνα του οργανισµού καταλήγοντας στις πρόσφατες επίσηµες θέσεις έγκριτων επιστηµονικών φορέων για τη σχέση της διατροφής µας µε τον κορωνοϊό, ως απάντηση στα «παγκόσµια» ερωτηµατικά για το συγκεκριµένο θέµα.
Ανοσοποιητικό σύστημα και διατροφή
Ο κυριότερος ρόλος του ανοσοποιητικού συστήματος είναι η παροχή προστασίας από τους διάφορους μικροοργανισμούς, η εκκαθάριση από τους κατεστραμμένους ιστούς και η συνεχής επαγρύπνηση για τυχόν ανάπτυξη κακοηθών κυττάρων. Οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν την ανοσολογική απόκριση κάθε ανθρώπου είναι τα γονίδια, το περιβάλλον, ο τρόπος ζωής, η διατροφή, αλλά και η αλληλεπίδραση όλων αυτών των παραγόντων.
Η διατροφή έχει μελετηθεί αρκετά καθώς σε όλα τα συστήματα και τους ιστούς του σώματος η κατάλληλη παροχή διάφορων θρεπτικών συστατικών είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της κυτταρικής λειτουργίας. Το ανοσοποιητικό σύστημα δεν αποτελεί εξαίρεση, όμως, οι ειδικές αμυντικές λειτουργίες του συστήματος αυτού καθιστούν τα κύτταρά του ιδιαίτερα ευαίσθητα στην επάρκεια ορισμένων θρεπτικών συστατικών.
Παρακάτω παρατίθενται τα θρεπτικά συστατικά που φαίνεται να συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στην καλή λειτουργία του ανοσοποιητικού.
Βιταμίνη D: Η επαρκής πρόσληψη της µοναδικής βιταµίνης που µπορεί να συνθέσει το ανθρώπινο σώµα, κυρίως µέσω της έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία, έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει ευρέως τις λειτουργίες των ανοσοκυττάρων. Επιδρά διεγερτικά στην έµφυτη ανοσία παίζοντας ρόλο στον πολλαπλασιασµό και την αµυντική ικανότητα των διάφορων κυττάρων του ανοσοποιητικού και επάγοντας την παραγωγή αρκετών ενδογενών αντιµικροβιακών πεπτιδίων. Επίσης, φαίνεται ότι επηρεάζει θετικά και την επίκτητη ανοσία και συµµετέχει στην ανακούφιση των αυτοάνοσων και φλεγµονωδών ασθενειών. Η συµπληρωµατική χορήγησή της σε διάφορες ασθένειες (π.χ. η λοίµωξη του ανώτερου αναπνευστικού, ο ιός της ηπατίτιδας C και ο HIV), αν και υποσχόµενη, δεν έχει δείξει ξεκάθαρο αποτέλεσµα στις µελέτες.
Βιταµίνη Ε: Τα ανοσοκύτταρα περιέχουν ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα της ισχυρής αντιοξειδωτικής βιταμίνης Ε στις μεμβράνες τους, καθώς τα προστατεύει από οξειδωτικές βλάβες που σχετίζονται με την υψηλή τους δραστηριότητα. Επίσης, η βιταμίνη Ε μπορεί να αναστρέψει τη μείωση, λόγω ηλικίας, των σημαντικών για το ανοσοποιητικό μας T-κυττάρων. Αρκετές μελέτες έχουν δείξει προστατευτικές επιδράσεις της βιταμίνης Ε στη μόλυνση από γρίπη σε πειραματόζωα. Λίγες κλινικές δοκιμές έχουν εξετάσει την επίδραση της συμπληρωματικής χορήγησης βιταμίνης Ε στη μόλυνση σε ανθρώπους. Για τον λόγο αυτόν, τα έως τώρα δεδομένα είναι αμφιλεγόμενα και οι αποκλίσεις αυτές καλούνται να επιλυθούν με νέες, καλύτερα σχεδιασμένες, κλινικές δοκιμές.
Ψευδάργυρος: Η ανεπάρκειά του επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη των ανοσοκυττάρων και λειτουργεί τόσο στην έµφυτη όσο και στην επίκτητη ανοσία. Τα χαµηλά επίπεδα ψευδαργύρου σχετίζονται µε αρκετές αυτοάνοσες ασθένειες, όπως η πολλαπλή σκλήρυνση και η ρευµατοειδής αρθρίτιδα. Δεδοµένου ότι οι ηλικιωµένοι είναι πιο πιθανό να έχουν ανεπάρκεια ψευδαργύρου και ότι η γήρανση σχετίζεται µε εξασθενηµένη ανοσολογική λειτουργία και αυξηµένο κίνδυνο µόλυνσης, η συµπληρωµατική χορήγηση ψευδαργύρου έχει σχετιστεί µε µειωµένη συχνότητα εµφάνισης κρυολογήµατος, µε λιγότερες λοιµώξεις και πυρετό. Από τις υπάρχουσες µελέτες είναι σαφές ότι και τα παιδιά διατρέχουν υψηλό κίνδυνο ανεπάρκειας ψευδαργύρου στα οποία η προληπτική συµπληρωµατική χορήγηση έχει σχετιστεί µε µειωµένη θνησιµότητα από πνευµονία.
Ιχθυέλαιο και ω-3 λιπαρά οξέα: Έχουν ισχυρές αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες αναστέλλοντας την παραγωγή ουσιών που προάγουν τη φλεγμονή και αυξάνοντας την παραγωγή αντιφλεγμονωδών ουσιών. Υπάρχουν πολλά δεδομένα που υποστηρίζουν ότι τα ω-3 λιπαρά οξέα μπορεί να βοηθούν στην ενεργοποίηση των ανοσοκυττάρων. Εχουν αναφερθεί προστατευτικές επιδράσεις των ω-3 λιπαρών οξέων σε καταστάσεις χρόνιας φλεγμονής, όπως το άσθμα, και αυτοάνοσων διαταραχών, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα. Τέλος, πλήθος μελετών σε ανθρώπους και παιδιά υποστηρίζει ότι τα ω-3 λιπαρά οξέα μπορεί να σχετίζονται κλινικά με ύφεση αυτοάνοσων διαταραχών.
Προβιοτικά: Οι προβιοτικοί µικροοργανισµοί φαίνεται ότι παίζουν ρόλο στην ανοσοποιητική προστασία του βλεννογόνου του εντέρου αλλά και του ανώτερου αναπνευστικού. Ενα µοναδικό χαρακτηριστικό που τα διαχωρίζει από άλλα προστατευτικά θρεπτικά συστατικά είναι το γεγονός ότι τα ίδια αποτελούν βακτηρίδια και ένας σηµαντικός µηχανισµός για την αντιµικροβιακή τους ιδιότητα είναι η άµεση επίδρασή τους στους παθογόνους µικροοργανισµούς, ανεξάρτητα από το ανοσοποιητικό σύστηµα.
Πράσινο τσάι: Περιέχει υψηλή περιεκτικότητα στις αντιοξειδωτικές κατεχίνες, μία εκ των οποίων είναι η επιγαλοκατεχίνη EGCG. Η EGCG έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να παίξει ενεργό ρόλο στην έμφυτη και επίκτητη ανοσία. Η αντιφλεγμονώδης ιδιότητα της EGCG προέρχεται κυρίως από την ανασταλτική επίδρασή της στην παραγωγή μορίων που προάγουν τη φλεγμονή, όπως τα Τ λεμφοκύτταρα. Η χορήγηση της EGCG έχει αποδειχθεί ότι βελτιώνει αρκετές αυτοάνοσες ασθένειες, π.χ. πολλαπλή σκλήρυνση, ρευματοειδή αρθρίτιδα, ευερέθιστου εντέρου ή συνδρόμου Sjogren σε πειραματόζωα.
Άλλα θρεπτικά συστατικά: Αλλα συστατικά της δίαιτας που έχει φανεί ότι συμβάλλουν στην εύρυθμη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και δεν πρέπει να λείπουν είναι οι βιταμίνες C, Β6, Β12, το φυλλικό οξύ, ο σίδηρος, ο χαλκός και το σελήνιο.
Συµπερασµατικά: Είναι βέβαιο ότι η ανεπάρκεια θρεπτικών ουσιών μειώνει σημαντικά τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Επιπλέον, αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ότι η πρόσληψη ορισμένων θρεπτικών ουσιών, πάνω από την τρέχουσα σύσταση, μπορεί να επηρεάσει επωφελώς την ανοσολογική λειτουργία, να τροποποιήσει τις χρόνιες φλεγμονώδεις και αυτοάνοσες καταστάσεις και να μειώσει τον κίνδυνο μόλυνσης.
Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η έναρξη συμπληρωματικής λήψης ορισμένων υποσχόμενων συστατικών μπορεί άμεσα να αναβαθμίσει τη δυνατότητα του ανοσοποιητικού μας συστήματος να αντιμετωπίσει λοιμώξεις, όπως την ασθένεια του κορωνοϊού (COVID-19).