Οι ξένες γλώσσες βοηθούν τον εγκέφαλο να λειτουργεί πιο αποτελεσματικά, συμβάλλοντας καθοριστικά στην πλαστικότητά του. Και όσο πιο νωρίς ξεκινά η επαφή με τη δεύτερη γλώσσα, τόσο πιο θετικά είναι τα αποτελέσματα για τη λειτουργία του εγκεφάλου.
Η πλαστικότητα του εγκεφάλου, γνωστή και ως νευροπλαστικότητα, αναφέρεται στην ικανότητα του εγκεφάλου να αλλάζει, να προσαρμόζεται και να δημιουργεί νέες συνάψεις ως αποτέλεσμα των εμπειριών της ζωής. Τα εγκεφαλικά κύτταρα, μέσω του νευρωνικού συστήματος, μπορούν να δημιουργούν διαρκώς νέα «μονοπάτια» επικοινωνίας μεταξύ τους μέχρι και την τελευταία μέρα της ζωής μας.
Ο εγκέφαλος, ωστόσο, είναι πιο «εύπλαστος» στην παιδική ηλικία, επηρεαζόμενος ευκολότερα από ερεθίσματα όπως η γλώσσα.
Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας μπορεί να επηρεάσει θετικά την προσοχή, την υγιή ανάπτυξη και γήρανση και ακόμη και την αποκατάσταση μετά από εγκεφαλικό τραυματισμό.
Τώρα μία νέα μελέτη από το The Neuro (Νευρολογικό Ινστιτούτο-Νοσοκομείο) του πανεπιστημίου McGill στο Μόντρεαλ, το Πανεπιστήμιο της Οτάβα και το Πανεπιστήμιο της Σαραγόσα στην Ισπανία αναλύει τον ρόλο της γνώσης μιας δεύτερης γλώσσας στη νόηση, δείχνοντας ότι οι ξένες γλώσσες βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας μεταξύ των περιοχών του εγκεφάλου.
Οι επιστήμονες επιστράτευσαν για τη μελέτη τους 151 συμμετέχοντες που μιλούσαν Γαλλικά, Αγγλικά ή και τις δύο γλώσσες και κατέγραψαν την ηλικία στην οποία έμαθαν τη δεύτερη γλώσσα.
Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI) για την καταγραφή των συνάψεων σε ολόκληρο τον εγκέφαλο, αντί να επικεντρωθούν σε συγκεκριμένες περιοχές, όπως έγινε σε προηγούμενες μελέτες για τις ξένες γλώσσες.
Οι τομογραφίες fMRI αποκάλυψαν ότι οι δίγλωσσοι συμμετέχοντες είχαν περισσότερες συνάψεις μεταξύ των περιοχών του εγκεφάλου σε σχέση με τους μονόγλωσσους και η συνδεσιμότητα αυτή ήταν ισχυρότερη σε εκείνους που είχαν μάθει τη δεύτερη γλώσσα τους σε μικρότερη ηλικία.
Η επίδραση αυτή ήταν ιδιαίτερα ισχυρή μεταξύ της παρεγκεφαλίδας και του αριστερού μετωπιαίου φλοιού.
Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν προηγούμενες μελέτες που έχουν δείξει ότι οι περιοχές του εγκεφάλου δεν λειτουργούν μεμονωμένα, αλλά αλληλεπιδρούν με άλλες για την κατανόηση και την παραγωγή της γλώσσας.
Η έρευνα έχει επίσης δείξει ότι η απόδοση του εγκεφάλου ως σύνολο βοηθά τις γνωστικές επιδόσεις. Και η τελευταία αυτή μελέτη ρίχνει ακόμη περισσότερο φως στο πώς η γνώση μίας δεύτερης γλώσσας επηρεάζει τις εγκεφαλικές συνάψεις που χρησιμοποιούμε για να σκεφτόμαστε, να επικοινωνούμε και να βιώνουμε τον κόσμο γύρω μας.
«Η εργασία μας δείχνει ότι η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας κατά την παιδική ηλικία βοηθά στην οικοδόμηση μιας πιο αποτελεσματικής οργάνωσης του εγκεφάλου όσον αφορά τη λειτουργική συνδεσιμότητα», σημειώνει ο Zeus Gracia Tabuenca, πρώτος συγγραφέας της εργασίας.
«Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι πιο νωρίς έρχεται η εμπειρία της δεύτερης γλώσσας, τόσο ευρύτερη είναι η έκταση των περιοχών του εγκεφάλου που εμπλέκονται στη νευροπλαστικότητα. Γι’ αυτό και παρατηρούμε μεγαλύτερη συνδεσιμότητα της παρεγκεφαλίδας με τον φλοιό του εγκεφάλου όταν η έκθεση σε μια δεύτερη γλώσσα συμβαίνει νωρίτερα», προσθέτει.