Ένα ερώτημα που έχει απασχολήσει έντονα την επιστημονική κοινότητα είναι οι παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση καρκίνου. Κι ενώ υπάρχουν συνδέσεις με επιλογές του τρόπου ζωής, όπως το κάπνισμα, ή με περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, η επίδραση του στρες θεωρείται ακόμα αμφιλεγόμενη, σύμφωνα με το ygeiamou.gr
Γεγονός, ωστόσο, αποτελεί η παρατήρηση πολλών γιατρών καρκινοπαθών ότι συχνά σοβαρά γεγονότα της ζωής – πένθος, διαζύγιο και σοβαρό ψυχολογικό τραύμα – προηγούνται της διάγνωσης της νόσου. Ωστόσο, τα πραγματικά στοιχεία δεν φαίνετα να επιβεβαιώνουν αυτούς τους ισχυρισμούς. Ακόμα και το Cancer Research UK (CRUK) αναφέρει ότι αυτού του είδους οι συσχετισμοί στερούνται επαρκών επιστημονικών αποδείξεων.
«Υπάρχουν πολλές εξελίξεις σε αυτόν τον τομέα και δεν νομίζω ότι μπορούμε να αποκλείσουμε τη συμβολή του στρες στον καρκίνο. Η άποψή μου είναι ότι συμβάλλει, τόσο στην έναρξη του καρκίνου εξ αρχής όσο και στην εξάπλωση του καρκίνου όταν εμφανιστεί. Πρόκειται, όμως, για έναν παράγοντα που συμβάλλει, δεν ειναι απαραίτητα η άμεση αιτία» επισημαίνει η καθηγήτρια Melanie Flint από το Πανεπιστήμιο του Μπράιτον, η οποία μελετά την επίδραση των ορμονών του στρες στον καρκίνο.
Ορισμένες μελέτες που έχουν παρακολουθήσει μεγάλους πληθυσμούς σε βάθος χρόνου φαίνεται να το επιβεβαιώνουν: Μια μελέτη σε 10.000 γυναίκες στη Φινλανδία, που παρακολουθήθηκαν για 15 χρόνια, διαπίστωσε ότι όσες είχαν βιώσει πένθος είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού εντός πέντε ετών. Επιπλέον, το εργασιακό άγχος έχει συσχετιστεί με μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του προστάτη σε άνδρες κάτω των 65 ετών και, αν και η σχέση ήταν ασθενέστερη, σε σύγκριση με τον καρκίνο του μαστού στις γυναίκες.
Άλλες παρόμοιες μελέτες, ωστόσο – συμπεριλαμβανομένης της επισκόπησης των στοιχείων – δεν κατάφεραν να δείξουν καμία απολύτως συσχέτιση. Μέρος αυτού του προβλήματος, σύμφωνα με τον καθηγητή Trevor Graham, διευθυντή του Κέντρου για την Εξέλιξη και τον Καρκίνο στο Ινστιτούτο Ερευνών για τον Καρκίνο (ICR), είναι ότι το άγχος συχνά συνοδεύεται από άλλες συμπεριφορές που επίσης αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου: «Μια ζωή μέσα στο άγχος θα μπορούσε να είναι αλληλένδετη με πολλούς άλλους παράγοντες κινδύνου για καρκίνο, όπως το κάπνισμα, η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, η αδράνεια και η ανθυγιεινή διατροφή, οπότε είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε τους αιτιολογικούς παράγοντες» διευκρινίζει.
Αυτό που σίγουρα γνωρίζουν οι ερευνητές είναι ότι το στρες προκαλεί πλείστα δεινά στον οργανισμό – ιδίως αν είναι χρόνιο. Η καθηγήτρια Melanie Flint εξηγεί τους μηχανισμούς: «Το στρες προκαλεί την απελευθέρωση της κορτιζόλης, της λεγόμενης ορμόνης του στρες. Η κορτιζόλη συνδέεται με υποδοχείς που υπάρχουν σε κάθε κύτταρο και αυτό ρυθμίζει διάφορες άλλες διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένης της φλεγμονής. Το στρες και η κορτιζόλη μπορούν επίσης να καταστείλουν το ανοσοποιητικό σύστημα». Σημειώνει μάλιστα ότι η κορτιζόλη μπορεί να βοηθήσει τα καρκινικά κύτταρα να αποφύγουν το ανοσοποιητικό σύστημα και να εξαπλωθούν από την αρχική περιοχή του όγκου σε μια δευτερεύουσα περιοχή, όπου και θα είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί ο καρκίνος, όπως ο εγκέφαλος ή το ήπαρ.
Υπάρχουν επίσης κάποιες περιορισμένες ενδείξεις, προσθέτει, ότι το άγχος μπορεί έμμεσα να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου αυξάνοντας την ευαλωτότητα σε ιούς, όπως ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV) που συνδέεται με τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Όπου τα στοιχεία είναι ισχυρότερα, ωστόσο, υποδηλώνουν ότι το στρες μπορεί κάλλιστα να έχει ρόλο στην πρόκληση εξάπλωσης του καρκίνου αφού αυτός έχει ήδη αναπτυχθεί. «Στον καρκίνο του μαστού υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι το άγχος και η κατάθλιψη αυξάνουν τον κίνδυνο υποτροπής και θνησιμότητας. Όλο και περισσότερες μελέτες το αναφέρουν αυτό και δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε» συμπληρώνει η καθηγήτρια Nazanin Derakhshan στο Πανεπιστήμιο του Reading.
Ανάγκη για περισσότερα στοιχεία
«Τα επόμενα πέντε έως δέκα χρόνια, ίσως αρχίσουμε να βλέπουμε μια εμφάνιση δεδομένων που θα εξετάζουν τη σχέση μεταξύ στρες και καρκίνου» δήλωσε ο ογκολόγος καθηγητής Charles Swanton, επικεφαλής κλινικός ιατρός του CRUK. Αλλά στο μεταξύ, οι άνθρωποι που έχουν ήδη καρκίνο ή όσοι έχουν μια γενετική μετάλλαξη που αυξάνει τον κίνδυνο, όπως οι μεταλλάξεις BRCA1 και BRCA2, θα πρέπει να λαμβάνουν βοήθεια για να διαχειρίζονται τα επίπεδα του στρες τους, προτείνει η καθηγήτρια Δρ Flint. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τη συμβουλευτική, τη φαρμακευτική αγωγή, την άσκηση ή απλώς την υιοθέτηση υγιεινών συνηθειών.