Μέσα από τη δεκαετή παρακολούθηση (2004-2014) 3.700 συμμετεχόντων από τη μελέτη “Midlife in the United States Study (MIDUS)” σχετικά με τη ρουτίνα του ύπνου τους, επιστήμονες από το Κολέγιο Υγείας και Ανθρώπινης Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια κατάφεραν να διακρίνουν το πληθυσμιακό δείγμα σε τέσσερις ομάδες ύπνου, δύο εκ των οποίων σχετίζονται με τουλάχιστον 30% μεγαλύτερο κίνδυνο για σοβαρές παθήσεις και διαταραχές όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, καρκίνος, διαβήτης και κατάθλιψη, συμφωνα με το ygeiamou.gr
Η έρευνά τους για το πώς αλλάζουν οι συνήθειες του ύπνου με την ηλικία και τι συνεπάγεται αυτό για τον κίνδυνο χρόνιων ασθενειών, έδειξε ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε:
- αυτούς που κοιμούνται καλά (good sleepers), πολύ δηλαδή και σε σταθερές ώρες, νιώθοντας ικανοποιημένοι από τον ύπνο τους και σε εγρήγορση κατά τη διάρκεια της ημέρας.
- αυτούς που προσπαθούν να αναπληρώσουν τα Σαββατοκύριακα (weekend catch-up sleepers), με ύπνο δηλαδή ακανόνιστο ή μειωμένο κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, μεγαλύτερης όμως διάρκεια τα Σαββατοκύριακα
- αυτούς που το παρακάνουν με τον ύπνο (nappers), φροντίζοντας να κοιμηθούν το βράδυ αλλά να απολαύσουν και μια μεσημεριανή σιέστα -ή και παραπάνω
- αυτούς που τον στερούνται (insomniacs) και κοιμούνται συνολικά λιγότερο από τις άλλες ομάδες, νιώθοντας υπνηλία και κόπωση κατά την επόμενη ημέρα, όπως και λιγότερο ευχαριστημένοι από τον ύπνο τους.
Οι επικίνδυνες ομάδες
Στους υπναράδες και όσους ταλαιπωρούνται από την αϋπνία, τις δύο χειρότερες κατηγορίες όπως αποδείχθηκε, υπάγονταν πάνω από τους μισούς συμμετέχοντες. Η εξέταση των απειλών για την υγεία μεταξύ των τεσσάρων ομάδων με συνεκτίμηση επιδραστικών παραγόντων, όπως οι υποκείμενες καταστάσεις υγείας, οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες και το εργασιακό περιβάλλον, αποκάλυψε:
- 28%-81% υψηλότερο κίνδυνο καρδιακών νοσημάτων, διαβήτη και κατάθλιψης για την ομάδα της αϋπνίας σε σύγκριση με όσους κοιμούνταν καλά.
- 128% μεγαλύτερο κίνδυνο για διαβήτη για την ομάδα των υπναράδων συγκριτικά με όσους κοιμούνταν καλά, και 62% αυξημένο κίνδυνο για ευθραυστότητα (frailty).
Για την ευθραυστότητα, ένα σύνδρομο που αφορά σε άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών συνήθως και χαρακτηρίζεται από μειωμένη σωματική δύναμη, ανθεκτικότητα και κινητική λειτουργία, με συνέπεια να αυξάνεται η ευπάθεια του ατόμου, σύμφωνα με τους ειδικούς, οι ερευνητές σχολίασαν πως πιθανώς οφείλεται στο ότι ότι η συχνότητα του ύπνου αυξανόταν με την ηλικία.
Πιθανές εξηγήσεις
Μελέτες έχουν συμπεράνει ότι οι πολλές όσο και ελάχιστες ώρες ύπνου επιταχύνουν τη γνωστική εξασθένηση. Ο ανεπαρκής ύπνος έχει συσχετιστεί με μεγαλύτερο κίνδυνο άνοιας, εγκεφαλικού επεισοδίου, εμφράγματος και ηπατικής νόσου, ενώ η αϋπνία βασανίζει το 83% των ατόμων με κατάθλιψη.
Οι παραπάνω ώρες ύπνου, σύμφωνα με το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins, συνδέονται με περισσότερες πιθανότητες εμφάνισης διαβήτη, καρδιακών παθήσεων, παχυσαρκίας, κατάθλιψης και πονοκεφάλων.
Μια ακόμα εξήγηση για τον αυξημένο κίνδυνο όσων αγαπούν τον μεσημεριανό υπνάκο, είναι ότι έχουν συνήθως υψηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) και, συνεπώς, μεγαλύτερων πιθανοτήτων διαβήτη λόγω υπερφλεγμονής στον οργανισμό.
Δημογραφικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες
Η αϋπνία ήταν συχνότερη σε ανέργους και και άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. «Τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν πιθανώς ότι είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουμε τις συνήθειες του ύπνου μας, επειδή η υγεία του ύπνου εδράζεται στον συνολικό τρόπο ζωής μας» σχολίασε σε δελτίο τύπου η συγγραφέας της μελέτης, Soomi Lee, διευθύντρια του εργαστηρίου “Sleep, Stress, and Health” (Ύπνος, Στρες και Υγεία) στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.
Σύμφωνα με την ίδια, πολλοί άνθρωποι ίσως αγνοούν τη σημασία του επαρκούς και ποιοτικού ύπνου, καθώς και ότι υπάρχουν παρεμβάσεις στην καθημερινότητα που μπορούν να φέρουν βελτίωση, όπως η μη χρήση κινητών τηλεφώνων στο κρεβάτι, η τακτική άσκηση και η αποφυγή της καφεΐνης αργά το απόγευμα.