Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Αμιτάβα Μπάνερτζι του Ινστιτούτου Πληροφορικής της Υγείας του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL), ανέλυσαν στοιχεία για 536 ασθενείς, από τους οποίους μόνο το 13% είχαν νοσηλευθεί μετά την αρχική διάγνωση του κορονοϊού. Οι 331 (το 62%) εμφάνιζαν προβλήματα σε διάφορα όργανα έξι μήνες μετά την αρχική διάγνωση της Covid-19.
Οι ασθενείς με μακρά Covid-19 (που είχαν συμπτώματα όπως έντονη δύσπνοια, γνωστική δυσλειτουργία και γενικά κακή ποιότητα ζωής) παρακολουθήθηκαν για άλλους έξι μήνες, δηλαδή σε βάθος 12 μηνών. Διαπιστώθηκε ότι το 29% είχαν βλάβες σε πολλά όργανα και μειωμένη λειτουργικότητα, ενώ το 59% είχαν πρόβλημα σε ένα όργανο.
Τα επίμονα συμπτώματα ήταν συχνότερα στις νεότερες ηλικίες και στις γυναίκες. Μείωση των συμπτωμάτων καταγράφηκε ανάμεσα στο εξάμηνο και στο 12μηνο μετά την αρχική λοίμωξη: στη σοβαρή δύσπνοια από 38% στο 30% των ασθενών, στη γνωστική δυσλειτουργία από το 48% στο 38%, ενώ στην κακή ποιότητα ζωής λόγω υγείας από το 57% στο 45%.
«Αρκετές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει την επιμονή των συμπτωμάτων στα άτομα με μακρά Covid-19 για έως ένα έτος. Η μελέτη μας τώρα προσθέτει ότι τρεις στους πέντε με μακρά Covid-19 έχουν βλάβη σε ένα τουλάχιστον όργανο και ένας στους τέσσερις σε δύο ή περισσότερα όργανα και μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις χωρίς συμπτώματα», δήλωσε ο Δρ. Μπάνερτζι.
Μια άλλη αμερικανική μελέτη, με επικεφαλής τον δρ Ρόι Πέρλις του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης στη Βοστώνη, η οποία αφορούσε περίπου 15.000 ανθρώπους με προηγούμενη λοίμωξη από κορονοϊό, βρήκε ότι εκείνοι με μακρά Covid-19 ή σύνδρομο μετά-Covid έχουν μικρότερη πιθανότητα να εργάζονται με πλήρη απασχόληση και είναι πιθανότερο να είναι άνεργοι, ιδίως αν έχουν επίμονα συμπτώματα γνωστικής δυσλειτουργίας.