Ο κορονοϊός είναι ένας ιός του αναπνευστικού, που «χτυπά» τους πνεύμονες, προκαλώντας διάφορα συμπτώματα. Στα 2,5 χρόνια της πανδημίας COVID-19 στη ζωή μας, οι επιστήμονες προσπαθούν να ανακαλύψουν τους παράγοντες που καθιστούν ορισμένους ανθρώπους περισσότερο επιρρεπείς τόσο στη νόσο, όσο και στις επιμέρους συνέπειες που μπορεί να προκαλέσει, με σκοπό να συμβάλλουν στις πολιτικές πρόληψης των σοβαρών περιπτώσεων νόσησης.
Μια πρόσφατη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο The Lancet Respiratory Medicine, αναδεικνύει την δυνητική επίδραση που θα μπορούσε να έχει το κάπνισμα στη σοβαρότητα της νόσησης από COVID-19. Παρά το ενισχυμένο ενδιαφέρον να καθοριστεί αυτή η σχέση, ο συντριπτικός όγκος των ασθενών περιόρισε τη δυνατότητα των ερευνητών να αφιερώσουν χρόνο σε αυτή την έρευνα. Η νέα μελέτη εξετάζει τις δυνητικές επιδράσεις του καπνίσματος στη μετάδοση του κορωνοϊού, τις παθοφυσιολογικές αλλαγές που ενδέχεται να προκαλεί ο καπνός, αλλά και τις επιδράσεις της χρήσης του καπνού στις ανοσοποιητικές και αντιφλεγμονώδεις αποκρίσεις του οργανισμού απέναντι στην COVID-19.
Το ζητούμενο αυτής της μελέτης ήταν να διευκρινίσει κατά πόσο οι καπνιστές έχουν αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης από κορωνοϊό με συμπτώματα, σοβαρής νόσησης ή και θνησιμότητας, καθώς και εάν το κάπνισμα επηρεάζει την αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού.
Μια σειρά από παλαιότερες μελέτες έχει επιβεβαιώσει την επιβλαβή επίδραση του καπνίσματος στους πνεύμονες, αυξάνοντας τον κίνδυνο λοιμώξεων του αναπνευστικού, όπως κρυολόγημα, γρίπη, πνευμονία και φυματίωση. Τα βλαβερά χημικά του καπνού επηρεάζουν τόσο το επιθήλιο, όσο και το ενδοθήλιο των αγγείων των πνευμόνων.
Οι επιστήμονες ισχυρίζονται τώρα ότι το κάπνισμα μπορεί να επιδράσει αρνητικά και στην μόλυνση από κορονοϊό, αυξάνοντας τον κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών. Πιο συγκεκριμένα, διάφορες ουσίες που εμπεριέχονται στον καπνό θα μπορούσαν να καταστρέψουν τα επιθηλιακά κύτταρα, επηρεάζοντας τον επιθηλιακό φραγμό και τη βλεννογόνο κάθαρση.
Οι μελετητές αναζήτησαν βάσεις δεδομένων από τα PubMed και Embase, ψάχνοντας για άρθρα σχετικά με το κάπνισμα και τον κορονοϊό. Αναζητήθηκαν, επιπλέον, πηγές από τα Web of Science, PsycINFO, CINAHL και Sociological Abstracts. Συλλέχθηκε, τελικά, ένα σύνολο 2.151 επιλεγμένων άρθρων για ανασκόπηση.
Κατόπιν επεξεργασίας, η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κάπνισμα συνδέεται άμεσα με τη σοβαρότητα της λοίμωξης από COVID-19. Οι καπνιστές διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να υποστούν δυσμενείς συνέπειες από τον κορονοϊό, μεταξύ των οποίων η ανάγκη νοσηλείας, καθώς και ο κίνδυνος να εξελιχθεί σε σοβαρή ασθένεια. Παράγοντες όπως η καταστολή του ανοσοποιητικού, το οξειδωτικό στρες, η φλεγμονή και ο αγγειακός τραυματισμός ενδεχομένως αποτελούν τη βάση της σχέσης μεταξύ του καπνίσματος και της σοβαρής COVID-19. Το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης μακροχρόνιων πνευμονικών παθήσεων, καρδιαγγειακών παθήσεων και διαβήτη, τα οποία, με τη σειρά τους, αυξάνουν τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης από κορονοϊό.
Τα προϊόντα καπνού περιέχουν μια ευρεία γκάμα από δυνητικά τοξικά χημικά, ενώ διάφορα βλαβερά χημικά διαμορφώνονται επίσης εξαιτίας της θέρμανσης ή καύσης του προϊόντος. Εκτός από τη μειωμένη βλεννογόνο κάθαρση στους πνεύμονες, η αυξημένη διαπερατότητα των πνευμόνων, η μειωμένη ανοσοποιητική λειτουργία, η καρδιαγγειακή δυσλειτουργία, καθώς και ιογενείς λοιμώξεις και σοβαρές ασθένειες μπορεί να είναι συχνότερα στους καπνιστές.
Επιπλέον, τον κίνδυνο μετάδοσης κορονοϊού ενισχύει και η κοινή χρήση των προϊόντων καπνού από περισσότερα άτομα, το παθητικό κάπνισμα, αλλά και η εισπνοή των αερολυμάτων του ηλεκτρονικού τσιγάρου.
Συμπερασματικά, οι καπνιστές είναι πιο επιρρεπείς σε σοβαρότερες συνέπειες της COVID-19. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω έρευνα, για να διαφωτιστεί το κατά πόσο τα συστατικά των προϊόντων καπνού συμβάλλουν στην ευαλωτότητα σε ασθένειες, καθώς και να διαμορφωθεί αποτελεσματικότερα η πολιτική για τη δημόσια υγεία και την περίθαλψη των ασθενών με ιστορικό καπνίσματος.