Ο όρος προέρχεται από τις λέξεις ους (αυτί) και σκλήρυνση, και περιγράφει ακριβώς αυτό που προκαλεί η νόσος. Δηλαδή, μία «σκλήρυνση» σε ένα -συνήθως- από τα οστάρια που υπάρχουν μέσα στο αυτί και τα οποία μεσολαβούν για τη μετάδοση του ήχου στο νεύρο της ακοής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η μετάδοση των ήχων που διεγείρουν το νεύρο ώστε να ακούσουμε, με συνέπεια τη μείωση της ακουστικής ικανότητας, που χαρακτηρίζεται ως «βαρηκοΐα αγωγιμότητας».
Σε κάποιες περιπτώσεις, η πάθηση μπορεί να προσβάλει και τον κοχλία του ωτός, οπότε επηρεάζεται και η λειτουργία του ακουστικού νεύρου, προκαλώντας «νευροαισθητήριο» ή «μικτή βαρηκοΐα».
Τι προκαλεί την ωτοσκλήρυνση
Πρόκειται για πάθηση αγνώστου αιτιολογίας και οφείλεται σε διαταραχή του μεταβολισμού του οστού του ωτός, που καταλήγει σε αντικατάσταση του φυσιολογικού οστού από παθολογικό, σκληρυντικό ή σπογγώδες οστό. Πολλοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί για τη νόσο, όπως περιβαλλοντικοί, ορμονικοί ή ιογενείς, με κυριότερο τον ιό της ιλαράς.
Σε κάποιες περιπτώσεις, η πάθηση κληρονομείται, με περίπλοκο τρόπο, καθώς υπάρχουν οικογένειες, στις οποίες νοσούν περισσότερα του ενός άτομα, ενώ έχουν εντοπισθεί και γονίδια που εμπλέκονται στην εμφάνισή της. Τέλος, πιθανολογείται και η εμπλοκή αυτοάνοσων μηχανισμών στην εμφάνιση της νόσου.
Πώς εκδηλώνεται η ωτοσκλήρυνση – Συμπτώματα
Οι περισσότεροι ασθενείς διαπιστώνουν μία προοδευτική μείωση της ακοής κατά την τέταρτη δεκαετία της ζωής τους, αν και μπορεί να εκδηλωθεί και αργότερα. Σε ποσοστό 70% πάσχουν και τα δύο αυτιά. Οι γυναίκες ασθενείς είναι διπλάσιες από τους άνδρες, ενώ φαίνεται πως η νόσος περιορίζεται στη λευκή φυλή.
Τα κυριότερα συμπτώματα, που θα πρέπει να κινητοποιήσουν έναν ασθενή είναι:
- Βαρηκοΐα, που ξεκινά συνήθως γύρω στα 30 έτη και η οποία επιδεινώνεται σταδιακά
- Δυσκολία στην ακρόαση χαμηλών, βαθιών ήχων και ψιθύρων
- Χαμηλή ένταση φωνής του πάσχοντος
- Καλύτερη ακοή σε θορυβώδες περιβάλλον
- Σπανιότερα, εμβοές και ίλιγγος.
Πώς γίνεται η διάγνωση
Η διάγνωση της νόσου γίνεται από τον εξειδικευμένο ωτορινολαρυγγολόγο. Απαιτείται μία πλήρης ΩΡΛ εξέταση και έλεγχος της ακουστικής λειτουργίας.
Αυτός περιλαμβάνει:
- Ωτοσκόπηση και ωτομικροσκόπηση
- Έλεγχο με τονοδότες (διαπασών)
- Έλεγχο με τυμπανομετρία
- Ακουστικά αντανακλαστικά
- Ακοόγραμμα.
Δεδομένου ότι υπάρχουν αρκετές παθήσεις που προκαλούν βαρηκοΐα, με βάση τα αποτελέσματα των παραπάνω εξετάσεων, ο ωτορινολαρυγγολόγος θα αποκλείσει άλλες αιτίες και θα θέσει τη διάγνωση της ωτοσκλήρυνσης.
Πώς αντιμετωπίζεται η ωτοσκλήρυνση
Η ωτοσκλήρυνση είναι μία πάθηση που δεν «θεραπεύεται» με την κλασική έννοια, ωστόσο, αντιμετωπίζεται με επιτυχία με δύο βασικούς τρόπους: χειρουργικά ή συντηρητικά.
Η ωτοσκλήρυνση θεωρείται παραδοσιακά χειρουργική πάθηση. Αντιμετωπίζεται με την επέμβαση της αναβολοτομής ή αναβολεκτομής, η οποία προσφέρει αποκατάσταση της ακοής σε ποσοστό άνω του 95%. Γίνεται συνήθως με γενική αναισθησία, από μία μη ορατή τομή στο εσωτερικό του πόρου του αυτιού. Αφαιρείται το οστάριο που έχει καθηλωθεί και αντικαθίσταται με μία πρόθεση, που λειτουργεί στη θέση του, αποκαθιστώντας το μηχανισμό μετάδοσης του ήχου στο ακουστικό νεύρο και επαναφέροντας την ακοή. Πρόκειται για μία λεπτή ωτοχειρουργική επέμβαση, υψηλών απαιτήσεων, η οποία όμως προσφέρει θεαματική αποκατάσταση της ακοής.
Ωστόσο, ως χειρουργική πράξη, ενδέχεται να έχει και πιθανές επιπλοκές, με κυριότερη τη μη επιτυχία στη βελτίωση της ακοής, ενώ
πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις, προκειμένου να μπορεί ο ασθενής να υποβληθεί σε αυτή (ηλικία, βαθμός και τύπος βαρηκοΐας, κατάσταση του άλλου αυτιού, γενική κατάσταση). Αν ο ασθενής δεν είναι για οποιοδήποτε λόγο υποψήφιος για χειρουργική αντιμετώπιση, ή δεν το επιθυμεί, τα ακουστικά βαρηκοΐας αποτελούν έναν συντηρητικό και ασφαλή τρόπο διόρθωσης της βαρηκοΐας που προκαλεί η νόσος.
Δυστυχώς, δεν υφίσταται αποτελεσματική φαρμακευτική θεραπεία για την ωτοσκλήρυνση. Η χορήγηση φθοριούχου νατρίου, σε συνδυασμό με βιταμίνη D και ασβέστιο, που χρησιμοποιείται σε κάποιες περιπτώσεις δεν έχει γενικευμένα θετικά αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση, ο ωτορινολαρυγγολόγος αφού εξετάσει τον ασθενή και θέσει τη διάγνωση, οφείλει να τον ενημερώσει για τις υπάρχουσες επιλογές, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα τους, ώστε ο εκάστοτε ασθενής να επιλέξει με βάση τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητές του.
Δεδομένου ότι η ακοή αποτελεί μία βασική αίσθηση, η αποκατάστασή της με οποιονδήποτε τρόπο, συμβάλλει θεαματικά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών, προσφέροντας ομαλότητα στην καθημερινή δραστηριότητα και στην αλληλεπίδραση με το περιβάλλον.
*Η κ. Σταματία Βλάχου είναι Ωτορινολαρυγγολόγος και Διευθύντρια στη Γ΄ Ωτορινολαρυγγολογική Κλινική Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου του Metropolitan General.