Παρόλο που τίποτα δε μπορεί να είναι σίγουρο, οι επιστήμονες έχουν στη διάθεσή τους αρκετά στοιχεία ώστε να διαμορφώσουν ρεαλιστικά σενάρια ως προς την εξέλιξη της πανδημίας.
Σε σχετική δημοσίευση στο The Conversation, ο καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο East Anglia, Δρ. Paul Hunter, εξηγεί ότι η παρούσα κατάσταση δεν είναι η πρώτη στην οποία ένας κορωνοϊός προκαλεί μια θανατηφόρο πανδημία. Θεωρείται ότι η πανδημία της ρωσικής γρίπης που εμφανίστηκε το 1880 και εξελίχθηκε σε τέσσερα ή πέντε κύματα για πέντε χρόνια, στην πραγματικότητα προήλθε από έναν άλλο κορωνοϊό, τον OC43. Στην Αγγλία και τη Σκωτία, μάλιστα, οι περισσότεροι από τους θανάτους συνέβησαν το 1890-1891, με τον ιό OC43, πάντως, να κυκλοφορεί μέχρι σήμερα, χωρίς ωστόσο να προκαλεί σοβαρή νόσο.
Τα υπάρχοντα στοιχεία υποδεικνύουν ότι ο SARS-CoV-2, ο κορονοϊός που προκαλεί την COVID-19, ήρθε επίσης για να μείνει, συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι επιστήμονες λίγους μήνες πριν, υποστηρίζοντας πως ούτε τα εμβόλια αλλά ούτε και η φυσική νόσηση θα σταματήσουν την εξάπλωσή του.
«Παρόλο που τα εμβόλια πράγματι μειώνουν τη μετάδοση, δεν εμποδίζουν τη λοίμωξη σε βαθμό ικανό ώστε να εξαλείψουν τον ιό. Ακόμα και πριν την εμφάνιση της μετάλλαξης Δέλτα, βλέπαμε πλήρως εμβολιασμένους ανθρώπους να μολύνονται από τον ιό και να τον μεταδίδουν σε άλλους. Καθώς, λοιπόν, τα εμβόλια είναι ελαφρώς λιγότερο αποτελεσματικά στην καταπολέμηση της παραλλαγής Δέλτα συγκριτικά με άλλες μορφές του ιού, η πιθανότητα της λοίμωξης μετά τον εμβολιασμό έχει αυξηθεί», υποστηρίζει ο Δρ. Hunter και προσθέτει:
«Η ανοσία στη λοίμωξη επίσης αρχίζει να φθίνει λίγες εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση εμβολίου. Και επειδή η ανοσία αυτή δεν είναι ούτε απόλυτη ούτε μόνιμη, η ανοσία της αγέλης είναι ουσιαστικά ανέφικτη. Αυτό σημαίνει ότι η COVID-19 πιθανότατα θα εξελιχθεί σε ενδημικό φαινόμενο, με τον καθημερινό αριθμό κρουσμάτων να εξαρτάται από την ανοσία και την ανάμειξη του πληθυσμού».
Οι άλλοι ανθρώπινοι κορονοϊοί προκαλούν επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις κατά μέσο όρο κάθε τρία με έξι χρόνια, τη στιγμή που νέες έρευνες υποδεικνύουν ότι η ανοσολογική προστασία έναντι της ανάπτυξης συμπτωματικής COVID-19 φαίνεται πως φθίνει. Όμως, η προστασία έναντι σοβαρής νόσησης -προκαλούμενης είτε από ανοσοποίηση είτε από φυσική νόσηση- διαρκεί πολύ περισσότερο, ενώ δεν φαίνεται να χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με νέες μεταλλάξεις.
Πράγματι, για τους άλλους ανθρώπινους κορωνοϊούς, η μεγάλη πλειοψηφία των λοιμώξεων είναι είτε ασυμπτωματικές είτε σαν ήπιο κρυολόγημα και τα σημάδια που δείχνουν ότι η COVID-19 μπορεί να εξελιχθεί έτσι είναι ήδη εδώ.
Πανδημία με πολλαπλό τέλος
Το τέλος της πανδημίας θα διαφέρει από χώρα σε χώρα και θα εξαρτηθεί από την αναλογία του πληθυσμού που θα έχει ανοσοποιηθεί και από το πόσοι άνθρωποι θα έχουν μολυνθεί (χτίζοντας το ποσοστό φυσικής ανοσίας) από την έναρξη της πανδημίας.
«Στις χώρες με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη και μεγάλο αριθμό κρουσμάτων, οι περισσότεροι άνθρωποι θα έχουν κάποια μορφή ανοσίας στον ιό και άρα η COVID-19 θα είναι λιγότερο σοβαρή. Και καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι ενισχύονται σταδιακά λόγω επαναλοίμωξης ή αύξησης της ανοσοποίησης, μπορούμε να περιμένουμε μια αυξανόμενη αναλογία ασυμπτωματικών νέων λοιμώξεων ή τουλάχιστον ήπιας ασθένειας. Ο ιός θα παραμείνει μαζί μας, αλλά η νόσος θα γίνει κομμάτι της ιστορίας», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δρ. Hunter.
Όπως εξηγεί ο ειδικός, όμως, σε χώρες που δεν έχουν σημειωθεί πολλά περιστατικά, αλλά έχουν υψηλή εμβολιαστική κάλυψη, αρκετοί είναι εκείνοι που θα παραμείνουν ευάλωτοι. «Στις χώρες με την υψηλότερη εμβολιαστική κάλυψη παγκοσμίως, πάνω από το 10% των ανθρώπων δεν έχουν λάβει ακόμα το εμβόλιο. Θεωρητικά, όποιος δεν έχει εμβολιαστεί ακόμα είναι πιθανό να μολυνθεί και να διατρέχει κίνδυνο σοβαρής νόσου και θανάτου (ανάλογα με την ηλικία και το ιατρικό ιστορικό του) οποιαδήποτε στιγμή», τονίζει ο ίδιος.
Η επανέναρξη των κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων στις χώρες αυτές είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε εκθετική αύξηση των λοιμώξεων λόγω του μεγάλου αριθμού των ανθρώπων που δεν έχουν ανοσία. Και καθώς το ιικό φορτίο που κυκλοφορεί θα αυξάνεται, θα υπάρχουν περισσότερα περιστατικά και σε πλήρως εμβολιασμένους, δεδομένου ότι τα εμβόλια δεν είναι 100% αποτελεσματικά. Παρόλο που η COVID-19 τείνει να είναι λιγότερο σοβαρή στους εμβολιασμένους, κάποιοι πράγματι νοσούν σοβαρά -και στις χώρες αυτές μπορεί να παρατηρηθεί αξιόλογος αριθμός εμβολιασμένων που θα χρειάζονται νοσηλεία.
«Όταν, λοιπόν, οι χώρες αυτές επιλέξουν να επαναλειτουργήσουν, οι επιπτώσεις θα είναι σημαντικές. Αν αυτό γίνει πολύ νωρίς, πολλοί άνθρωποι θα περιμένουν να εμβολιαστούν. Αν γίνει πολύ αργά η αποτελεσματικότητα των εμβολίων στους ήδη εμβολιασμένους θα έχει αρχίσει να φθίνει», σημειώνει καταληκτικά ο Δρ. Hunter.
Σε κάθε περίπτωση, το σημαντικότερο μάθημα από τη ρωσική γρίπη είναι ότι η COVID-19 θα γίνει λιγότερο συχνή τους επόμενους μήνες και ότι οι περισσότερες χώρες έχουν αφήσει σχεδόν απόλυτα πίσω τους τη χειρότερη φάση της πανδημίας. Σημαντικό είναι, όμως, τα εμβόλια να διατεθούν και στους υπόλοιπους ευάλωτους πληθυσμούς του κόσμου.
Γίνεται πλέον σαφές ότι η βασική επίδραση του εμβολιασμού δεν θα είναι η αποτροπή της μετάδοσης του SARS-CoV-2, αλλά η μείωση της σοβαρότητας της λοίμωξης την πρώτη φορά που ένας άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τον ιό. Αν κάποιος έχει ήδη περάσει την πρώτη ή δεύτερη φυσική νόσηση, τα εμβόλια θα προσφέρουν μια επιπλέον, σχετικά μικρή προστασία. Για τη μεγαλύτερη μείωση στη σοβαρή νόσηση, τα εμβόλια πρέπει να διατεθούν άμεσα σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.