Είναι ένα παράξενο καλοκαίρι το φετινό στην Ευρώπη. Και η αιτία είναι ότι σε αντίθεση με πέρσι που το καλοκαίρι υπήρξε μια πραγματική ύφεση στην πανδημία, έστω και εάν αυτή δεν μεταφράστηκε σε μεγάλες τουριστικές μετακινήσεις, αυτή τη φορά το μέσο του καλοκαιριού συμπίπτει με την εμφάνιση στις περισσότερες χώρες ενός ακόμη πανδημικού κύματος.
Η νέα δυναμική της πανδημίας
Εάν κανείς κοιτάξει τα στατιστικά δεδομένα θα δει ότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει αύξηση του συνολικού αριθμού των κρουσμάτων και σε ορισμένες περιπτώσεις μια αύξηση της θετικότητας των τεστ. Τα δεδομένα δείχνουν επίσης αυτό που είχε προβλεφθεί με διάφορους τρόπους, δηλαδή την κυριαρχία της «παραλλαγής Δέλτα» που έχει ως χαρακτηριστικό τη μεγάλη μεταδοτικότητα (αν και από ό,τι φαίνεται όχι χειρότερη προοπτική ως προς τη νόσηση και τον κίνδυνο για τη ζωή). Οι ρυθμοί αύξησης των κρουσμάτων ποικίλουν από χώρα σε χώρα αλλά είναι σαφές ότι υπάρχει μια έξαρση εκ νέου σε αρκετές χώρες της Ευρώπης. Αυτό αποτυπώνεται στην επιστροφή του ερωτήματος για την πανδημία στο προσκήνιο σε μια σειρά από χώρες (ενδεικτικά αναφέρουμε την Ισπανία, την Γαλλία αλλά και τη χώρα μας
Στο βαθμό που οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης έχουν ξεδιπλώσει σημαντικά εμβολιαστικά προγράμματα και επίσης έχουν ήδη σωρεύσει και σημαντικά ποσοστά του πληθυσμού που έχουν ήδη νοσήσει, τα κρούσματα δείχνουν να επικεντρώνονται κυρίως στις νεότερες και με χαμηλότερο ποσοστό εμβολιασμού ηλικίες. Μάλιστα, μια βόλτα στα ξένα ΜΜΕ δείχνει ότι και ανάλογες εκτιμήσεις για τα πεδία διασποράς. Ύστερα από μια χρονιά όπου είτε μιλάμε για την εκπαίδευση (δευτεροβάθμια και πανεπιστημιακή) είτε για την εστίαση υπήρξαν αρκετοί περιορισμοί, η ευρωπαϊκή νεολαία απολαμβάνει ένα καλοκαίρι σχετικής ελευθερίας και αυτό φαίνεται να ευνοεί τη μετάδοση σε αυτές τις ηλικίες. Αντίθετα, τα στατιστικά δεδομένα δείχνουν ότι στις μεγαλύτερες ηλικίες, εκεί όπου τα ποσοστά εμβολιασμού είναι σημαντικά μεγαλύτερα τα περιστατικά δεν είναι τόσο πολλά.
Αυτό αποτυπώνεται και σε μια μία κατάσταση όπου η μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων δεν δείχνει να μεταφράζεται σε αυξημένους θανάτους (που παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα) ή νοσηλειών σε μονάδες εντατικής θεραπείας, όμως υπάρχει το άγχος ότι στο τέλος όλα αυτά θα σημάνουν μια πίεση στα συστήματα υγείας, σε πρώτη φάση στις δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας.
Τα διλήμματα των κυβερνήσεων
Στο βαθμό που η μεταδοτικότητα παρά την ύπαρξη ενός σοβαρού ποσοστού ανοσίας δείχνει να οδηγεί σε σημαντικό αριθμό κρουσμάτων, αυτό γεννά μια πίεση στις κυβερνήσεις για το πώς θα αντιδράσουν. Από τη μια, υπάρχουν αρκετά στοιχεία που δείχνουν ότι αυτό το κύμα θα είναι διαφορετικό και η μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων δεν θα μετατραπεί σε ανάλογη αύξηση σοβαρών νοσήσεων και θανάτων. Όμως, δεν είναι και εύκολο για τις κυβερνήσεις απλώς να το αφήσουν να ξεδιπλωθεί ελπίζοντας ότι το όποιο τείχος ανοσίας έχει οικοδομηθεί (και συνεχίζεται να οικοδομείται) θα προστατεύσει τους ευπαθείς και δεν θα οδηγήσει σε μεγάλο αριθμό θυμάτων. Και αυτό γιατί ακόμη και σε σημαντικά μικρότερα ποσοστά και στις σχετικά νεότερες ηλικίες θα υπάρξουν και σοβαρά περιστατικά, ενώ επιπλέον υπάρχουν ακόμη τμήματα του πληθυσμού και σε ηλικίες αυξημένου ή σχετικά αυξημένου κινδύνου που δεν έχουν εμβολιαστεί ή νοσήσει προηγουμένως και άρα εκεί θα μπορούσαν πέραν από κρούσματα να υπάρξουν και σοβαρά περιστατικά και θάνατοι. Και βεβαίως σε όλα αυτά υπάρχει πάντα και το ερώτημα σε ποιο βαθμό όλα αυτά θα σημαίνουν και υπερφόρτωση του συστήματος υγείας. Σε όλα αυτά προστίθεται και η διάσταση του long covid, δηλαδή επιπλοκών με μεγάλη διάρκεια, διάσταση που για ορισμένους ειδικούς αποτελεί επιχείρημα για ακόμη μεγαλύτερους ρυθμούς εμβολιασμού.
Αυτή συνθήκη, όμως, επαναφέρει το ερώτημα του είδους των μέτρων που μπορούν να ληφθούν. Τα μέτρα περιορισμού, από τα μέτρα στην εστίαση, μέχρι τις απαγορεύσεις κυκλοφορίας και τα λοκντάουν, μπορούν να περιορίζουν την εξάπλωση (αν και η εμπειρία του τελευταίου κύματος έδειξε υψηλή μετάδοση και εν μέσω περιοριστικών μέσων και μάλιστα με λιγότερο μεταδοτικό στέλεχος), όμως έχουν σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Οι κυβερνήσεις θέλουν να αποφύγουν ένα νέο πλήγμα στην οικονομική δραστηριότητα και ταυτόχρονα να μπορέσουν να εξασφαλίσουν ότι με την αύξηση των ποσοστών εμβολιασμού θα μπορέσει να περιοριστεί και η μετάδοση, πέραν του να προστατευθούν οι ευπαθείς.
Πάντως σε αυτό το επίπεδο, δεν είναι τυχαίο ότι σε ορισμένες περιοχές επιστρέφουν και περιορισμοί είτε στην κυκλοφορία, είτε στους χώρους εστίασης, όπως για παράδειγμα στην Ισπανία που σε ορισμένες περιοχές έχουν επιστρέψει οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας μετά τις 00.30.
Η αντιμετώπιση του «εμβολιαστικού δισταγμού
Ως προς τους ρυθμούς εμβολιασμού αυτό που δείχνει να ανησυχεί τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι ο κίνδυνος είναι να καταγραφεί η κάμψη του ενδιαφέροντος που αποτυπώθηκε σε αρκετές περιπτώσεις και που είναι και τμήμα της εμπειρίας χωρών με ταχύτερους ρυθμούς εμβολιασμού αρχικά (όπως οι ΗΠΑ, η Μεγάλη Βρετανία ή το Ισραήλ). Σε όλες αυτές τις χώρες φάνηκε ότι ενώ για ένα σημαντικό διάστημα καταγράφονται σημαντικοί ρυθμοί εμβολιασμού, από ένα σημείο και μετά διαπιστώνεται ότι υπάρχει ένα μειοψηφικό αλλά όχι ασήμαντο ποσοστό του πληθυσμού που παραμένει επιφυλακτικό και διαμορφώνεται μια τάση «εμβολιαστικού δισταγμού». Το ποσοστό αυτό σε συνδυασμό με το ότι το βάρος είχε πέσει – και εύλογα – στις ηλικίες με μεγαλύτερο κίνδυνο σημαίνει ότι υπάρχει ένα τμήμα των κοινωνιών που μπορεί να τροφοδοτήσει επιδημικά κύματα, έστω και με μικρότερη νοσηρότερη και θνητότητα.
Ως εκ τούτου, επανέρχεται το ερώτημα του υποχρεωτικού εμβολιασμού με διάφορες παραλλαγές. Όμως, αυτό είναι θέμα αρκετά φορτισμένο σε αρκετές χώρες – για παράδειγμα στη Γερμανία υπάρχει παραδοσιακά έντονη αντίθεση σε αυτόν κάτι που έχει οδηγήσει και στη αποφυγή υποχρεωτικών μέτρων ακόμη και για επιμέρους κατηγορίες– πέραν των συνταγματικών ζητημάτων που μπορεί να εγερθούν. Υπάρχει, δηλαδή, η συζήτηση ότι εάν καταστεί υποχρεωτικός ο καθολικός εμβολιασμός θα ενισχυθούν ακόμη περισσότερο οι φωνές που αντιτίθενται, ενώ είναι προτιμότερη η συνεχής προσπάθεια να αντιληφθεί η κοινωνία τον εμβολιασμό ως ευθύνη, καθήκον, αλλά και βήμα για την επιστροφή στην κανονικότητα.
Αυτό εξηγεί γιατί η συζήτηση έχει μετατοπιστεί αφενός στον υποχρεωτικό εμβολιασμό κάποιων κατηγοριών, όπως είναι οι υγειονομικοί ή το προσωπικό σε γηροκομεία (με την Ελλάδα και την Γαλλία να έχουν ήδη ανακοινώσει τις σχετικές αποφάσεις) και στην πίεση προς τους μη εμβολιασμένους να εμβολιαστών κυρίως μέσα από τους περιορισμούς που επιβάλλονται σε βάρος των μη εμβολιασμένων.
Πάντως είναι ενδεικτική η στάση των γαλλικών συνδικάτων, με αφορμή την ανακοίνωση του υποχρεωτικού εμβολισμού των υγειονομιών, που επέμειναν ότι παρότι στηρίζουν τον καθολικό εμβολιασμό και τον θεωρούν αναγκαίο, θεωρούν ότι η μετατροπή του σε υποχρεωτικό μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα.
Μεγάλο ερώτημα είναι το τι θα γίνει στην επόμενη σχολική χρονιά, με δεδομένο τον φόβο ότι η τωρινή διασπορά κυρίως σε νεαρές και μη εμβολιασμένες ηλικίες. Και αυτό γιατί παρότι μία από τις ελάχιστες θετικές παραμέτρους της πανδημίας ήταν ότι ο κίνδυνος για τα παιδιά ήταν πολύ χαμηλός υπήρχε πάντα το ερώτημα για το εάν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αφετηρία για μια ευρύτερη διασπορά. Από αυτή την άποψη έχει ενδιαφέρον π.χ. η έμφαση που έχει δώσει η γαλλική κυβέρνηση στην αύξηση των ποσοστών εμβολιασμού, ακόμη και τη μετατροπή των ίδιων των σχολικών εγκαταστάσεων σε χώρους εμβολιασμού.
«Ζώντας με τον ιό»
Πολλά θα κριθούν και από το πώς θα εξελιχθούν οι δυναμικές της πανδημίας παράλληλα με την εξέλιξη των προγραμμάτων εμβολιασμού. Οι περισσότερες κυβερνήσεις ελπίζουν ότι με ήπια μέτρα περιορισμού και χωρίς μεγάλες απαγορεύσεις θα μπορέσουν μέχρι την αρχή του φθινοπώρου να περάσουν ένα κρίσιμο κατώφλι στα ποσοστά εμβολιασμού που θα μπορούσαν και να περιορίσουν τις σημερινές δυναμικές μετάδοσης, εφόσον θα σήμαιναν μείωση του συνολικού ποσοστού των ανεμβολίαστων. Ή τουλάχιστον να εξασφαλίσουν ότι ακόμη και εάν καταγράφονται σημαντικοί αριθμοί κρουσμάτων, η συνολικά κατάσταση ως προς τα σοβαρά περιστατικά και τους θανάτους να σηματοδοτεί ότι όντως οι χώρες έφτασαν στο σημείο να μπορούν να «ζήσουν με τον ιό».