Τη δεκαετία του 1890 η Ρωσία γνώρισε πρωτοφανή οικονομική άνθηση. Για πρώτη φορά σημειώθηκε στη χώρα ανάπτυξη στον τομέα της βαριάς βιομηχανίας, η οποία άρχισε γοργά να καλύπτει τη διαφορά από την κλωστοϋφαντουργία και την ελαφρά βιομηχανία. Η περιοχή του Ντονμπάς μετατράπηκε σε σημαντικό κέντρο παραγωγής άνθρακα και χάλυβα, ενώ η περιοχή γύρω από την αυτοκρατορική πρωτεύουσα, την Αγία Πετρούπολη, απέκτησε πολλά εργοστάσια, όπου παράγονταν αγαθά μιας σύγχρονης κοινωνίας, όπως ευελπιστούσε να καταστεί η Ρωσία.
Σύμφωνα με την kathimerini.gr, Στην οικονομική άνθηση της δεκαετίας του 1890 οπωσδήποτε συνέβαλε ο δραστήριος υπουργός Οικονομικών Σεργκέι Βίτε, ο πολιτικός που συνέδεσε περισσότερο από τον καθένα το όνομά του με την κατασκευή του υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου. Ενθαρρύνοντας την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου προς την Κεντρική Ασία και την Απω Ανατολή, ο Βίτε σχεδίαζε τη χάραξη νέων σφαιρών επιρροής προς εκείνα τα εδάφη, κυρίως προς τις βόρειες και βορειοανατολικές επαρχίες της Κίνας. Η Ρωσία κατέλαβε την περιοχή της Μαντζουρίας και το πολύ σημαντικό για το ρωσικό εμπόριο στην Απω Ανατολή λιμάνι του Πορτ Αρθουρ.
Στην περιοχή είχε βλέψεις και η ανανεωμένη, επί της Αρχής του αυτοκράτορα Μέιτζι, Ιαπωνία.
Το διοικητικό και επιχειρησιακό κέντρο των Ρώσων στη Μαντζουρία ήταν το Χαρμπίν, μια σύγχρονη πόλη η οποία χτίστηκε εκ του μηδενός και οργανώθηκε με προοδευτική αστική διοίκηση, άγνωστη για την υπόλοιπη αυτοκρατορία. Σκοπός του Βίτε ήταν να δημιουργήσει μια σύγχρονη Ρωσία στα κατακτημένα εδάφη της Μαντζουρίας. Στην περιοχή, όμως, είχε βλέψεις και η ανανεωμένη, επί της Αρχής του αυτοκράτορα Μέιτζι, Ιαπωνία, η οποία είχε ήδη μετατρέψει σε προτεκτοράτο της τη γειτονική Κορέα.
Αδυνατώντας να έρθουν σε ουσιώδη διαπραγμάτευση για τον καθορισμό σφαιρών επιρροής στην ευρύτερη περιοχή, οι δύο αυτοκρατορίες, η Ρωσία και η Ιαπωνία, ήρθαν αναπόφευκτα σε σύγκρουση. Οι Ρώσοι έλαβαν μεν μέτρα ενισχύοντας τις μονάδες τους στη Μαντζουρία, αλλά δεν υπολόγισαν στον βαθμό που έπρεπε την ισχύ των Ιαπώνων. Στις 8 Φεβρουαρίου 1904 το ιαπωνικό ναυτικό πραγματοποίησε αιφνιδιαστική επίθεση στον ρωσικό στόλο που ελλιμενιζόταν στο Πορτ Αρθουρ, δίχως να προβεί σε κήρυξη πολέμου. Η Ιαπωνία κήρυξε τον πόλεμο μερικές ώρες αργότερα, προκαλώντας έκπληξη αλλά και θυμό στον τσάρο Νικόλαο Β΄, ο οποίος δεν περίμενε αυτήν την εξέλιξη. Η Ρωσία ανταπάντησε στην κήρυξη πολέμου έπειτα από σχεδόν μία εβδομάδα και αμέσως κινητοποίησε τις στρατιωτικές της δυνάμεις στην περιοχή. Συμβολικά στο πλευρό της Ρωσίας τάχθηκε το Μαυροβούνιο, ενώ τις ιαπωνικές δυνάμεις ενίσχυσε η Κίνα.
Οι ρωσικές δυνάμεις υπερασπίστηκαν την πόλη με γενναιότητα, αλλά χωρίς την άφιξη ενισχύσεων, οι πιθανότητες να παραμείνουν στις θέσεις τους μειώνονταν διαρκώς.
Ο ιαπωνικός στρατός αποβιβάστηκε στα εδάφη της Μαντζουρίας και κινήθηκε για την κατάληψη των οχυρωμένων ρωσικών θέσεων. Στο στόχαστρο των ιαπωνικών δυνάμεων βρέθηκε το Πορτ Αρθουρ, ένα λιμάνι από το οποίο οι Ιάπωνες θα αποκόμιζαν πολλά οφέλη. Η πολιορκία του Πορτ Αρθουρ διήρκεσε πολλούς μήνες. Οι ρωσικές δυνάμεις υπερασπίστηκαν την πόλη με γενναιότητα, αλλά χωρίς την άφιξη ενισχύσεων, οι πιθανότητες να παραμείνουν στις θέσεις τους μειώνονταν διαρκώς.
Αφενός η άφιξη νέων μονάδων στο μέτωπο του πολέμου διαμέσου του υπερσιβηρικού καθυστερούσε πολύ, καθότι υπήρχαν ορισμένα τμήματα κοντά στη λίμνη Βαϊκάλη, τα οποία δεν είχαν ολοκληρωθεί. Αφετέρου, ο ρωσικός στόλος, ο οποίος ξεκίνησε το ταξίδι του από τη Βαλτική, δεν κατέστη δυνατό να ενισχύσει τις χερσαίες δυνάμεις των Ρώσων, αφού ηττήθηκε κατά κράτος από τους Ιάπωνες στα τέλη Μαΐου 1905.
Η ρωσική φρουρά του Πορτ Αρθουρ παραδόθηκε στις ιαπωνικές δυνάμεις στις 2 Ιανουαρίου 1905, έχοντας φθάσει στα όρια των δυνατοτήτων της. Ο πόλεμος συνεχίστηκε έως το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Οι δύο πλευρές υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης τον Σεπτέμβριο στο Πόρτσμουθ των ΗΠΑ, η οποία και επιβεβαίωσε την ήττα των Ρώσων. Η Ρωσία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τα εδάφη της Μαντζουρίας και μαζί και τα όνειρα για κυριαρχία στην Απω Ανατολή.