Πέρα από την δήθεν «μεγάλη» και διαχρονική προσφορά κάθε είδους των Αλβανών στην Ελλάδα, μας έχουν ζαλίσει οι ίδιοι και οι εδώ φίλοι τους με την συνεισφορά τους στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, αναφέρει σε άρθρο της η εφημερίδα ΧΙΜΑΡΑ.
Η εφημερίδα ανήμερα της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου δημοσιεύει αρθρο για το ρόλο των Αλβανών στην Ελληνική Επανάσταση, υποστηρίζοντας ότι "υποκλέπτουν" την ιστορία μας. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά " Όπου δουν μουστάκα και φουστανέλα βλέπουν Αλβανούς",
Αναλυτικά το δημοσίευμα: Προφανώς εννοούν τους Αρβανίτες οπλαρχηγούς, που μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες από την Βιέννη και την Τεργέστη μέχρι τη Βυρητό και από την Αλεξάνδρεια μέχρι την Οδησσό με άπειρες θυσίες και αγώνες έστησαν το νεοελληνικό κράτος.
Προφανώς οι κύριοι δεν λένε να εννοήσουν με τίποτε ότι οι Αρβανίτες πρόγονοι μας, δικοί μας, δεν έχουν να κάνουν τίποτε με τους δικούς τους.
Οι άνθρωποι αυτοί σε όλοι την ιστορία τους εντάχθηκαν οικειοθελώς και πλήρως με την ταυτότητά τους, όπως και πλήθος άλλοι, στο σώμα του νεοελληνικού έθνους αμετάκλητα και μόνο οι απόγονοι και συμπατριώτες τους έχουν το δικαίωμα να τους επικαλούνται. Μπορεί οι ιδρυτές του ελληνικού κράτους που πήραν τις αποφάσεις τους ελεύθεροι και με τα όπλα στα χέρια να είχαν άλλη εθνική συνείδηση και να μην μετακινούνταν λίγα μέτρα πιο πέρα, να ενωθούν με τους Τούρκους όπως έκαναν τότε οι περισσότεροι Αλβανοί;
Οι οποίοι πέρα από αυτά που λένε πολλοί είχαν ξεκάθαρη από τότε αλβανική εθνική συνείδηση και επιλογή να ακολουθούν τους συμπατριώτες τους Οθωμανούς αξιωματούχους. Κάτι που εξηγεί τη μέχρι σήμερα τουρκολαγνεία τους. Δηλαδή τι ήταν η Ελληνική Επανάσταση αλβανικός εμφύλιος; Έχουμε φθάσει στο εξωφρενικό σημείο να επικαλούμαστε τα αυτονόητα πλέον.
Οι αλβανομανείς αποθρασυνόμενοι φτάνουν σε απερίγραπτες αρλούμπες βαφτίζοντας Αλβανούς, πέρα από τους αρβανιτόφωνους Σουλιώτες και Υδραίους καπεταναίους, ακόμα και τον Καραϊσκάκη και τον Κολοκοτρώνη. Όπου δουν μουστάκα και φουστανέλα βλέπουν Αλβανούς, άσχετα που φουστανέλα δεν φορούσαν όλες οι αλβανικές φυλές αλλά μόνο οι νότιες, ενώ την φορούσαν και πολλοί Σλάβοι της βαλκανικής.
Κατά τη λογική τους επειδή ο Σαρακατσάνος Καραϊσκάκης αρχιστράτηγος των Ελλήνων στην Ρούμελη και ο Τούρκος της Κιουτάχειας Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς βεζίρης της Ρούμελης ήταν Αλβανοί επειδή στη συνάντηση τους μίλησαν αλβανικά τη μόνη κοινή γλώσσα που τσάτρα-πάτρα μπορούσαν να χειριστούν και οι δύο για να συνεννοηθούν. Ή ήταν ο Θ. Κολοκοτρώνης Αλβανός επειδή ο παππούς του Γιάννης Μπότσικας, γιος του Δήμου Τσεργίνη, μετονομάστηκε σε Κολοκοτρώνης λόγω των δυνατών του τετρακεφάλων από έναν Αρβανίτη που είπε γι' αυτόν αστειευόμενος: «Βρε τι Μπιθεγκούρας είναι τούτος;» και τους έμεινε από τότε σαν οικογενειακό όνομα η ελληνική μετάφραση.
Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, χιλιάδες Αλβανοί έχασαν τη ζωή τους ντύνοντας στα μαύρα όλη την Αλβανία όπως και την Ελλάδα, αλλά για άσχετους με αυτούς που φαντάζονται οι σημερινοί λόγους. Υπερασπιζόμενοι τα αξιώματα τους στην Οθωμανική αυτοκρατορία, υπερασπίζοντας την πίστη τους μερικοί, αλλά το κυριότερο υπερασπίζοντας την τσέπη τους και ελπίζοντας να αυξήσουν την περιουσία τους. Τότε στην είδηση μόνο της στρατολόγησης λουφετζήδων (μισθοφόρων) και πιθανής λεηλασίας ελληνικών χωρών κινητοποιούνταν όλο το αλβανικό έθνος μουσουλμάνοι, ορθόδοξοι και καθολικοί, Γκέκηδες, Τσάμηδες, Τόσκηδες, Λιάπηδες οι καθολικοί Μιρδίτες και Μαλισόροι, χριστιανοί Σκοδράνοι, Γαρδικιώτες, Λακκιώτες και άλλοι.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ελληνικής συνείδησης Αρβανίτες και Ηπειρώτες και αν ακόμα τύχαινε να βρεθούν κατά των Ελλήνων, πάντα ενώνονταν μαζί τους οριστικά. Για παράδειγμα ο Χιμαριώτης Σπύρο-Μήλιος με τους τρεις αδερφούς τους και 250 Χιμαραίους πολέμησε στο πλευρό των Ελλήνων, όπως και ο ηρωικός Χατζή-Μιχάλης Νταλιάνης που πολέμησε με το ιππικό και πεζικό σώμα των συμπατριωτών του Αργυροκαστριτών και Δελβινιωτών. Αντίθετα Αλβανοί μπέηδες, ντερβεναγάδες και φρούραρχοι υπήρχαν διάσπαρτοι σε όλη την Ελλάδα και τυρρανούσαν τον κόσμο υπηρετώντας τα αφεντικά τους. Το γεγονός αυτό δίνει στους σημερινούς απογόνους τους το δικαίωμα κατά την αρπαχτική κρίση τους να θεωρούν αλβανικές περιοχές την Άρτα, την Πρέβεζα, τα Γιάννενα και ότι άλλο τους κατέβει διεκδικώντας παλιά τσιφλίκια και ενδεχομένως και ραγιάδες να τα καλλιεργούν.
Οι Αλβανοί και οι Έλληνες πολεμιστές είχαν τότε φιλικές σχέσεις πολλές φορές ως συντοπίτες και κορόιδευαν τους ανατολίτες Τούρκους λέγοντάς τους Κονιάρους, Χαλδούπηδες ή Ντουντούμηδες, βέβαια στον πόλεμο ήταν αμίληκτοι μεταξύ τους, αλλά προστάτευαν κανένα παλιόφιλο αν έπεφτε στα χέρια τους. Στην αρχή οι επαναστάτες προσπάθησαν μάταια να προσεταιριστούν τους Αλβανούς για να αποδυναμώσουν τους Τούρκους παίζοντας το παιχνίδι του αρχηγού τους αποστάτη Αλή πασά, αλλά οι Αλβανοί γρήγορα τον παράτησαν συντασσόμενοι με το Σουλτάνο.
Οι μισθοφόροι Αλβανοί πολλές φορές δεν ήταν πιστοί προδίδοντας τα αφεντικά τους παραδίδοντας κάστρα και τους εντός Τούρκους στους Έλληνες για να σώσουν το τομάρι τους. Σημασία έχει ότι κάθε χρόνο της Ελληνικής Επανάστασης ξεκινούσαν 2 εκστρατείες σε Δυτική και Ανατολική Στερεά Ελλάδα και μία επιπλέον από το 1825 στην Πελοπόννησο και 4 στόλοι Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Τύνιδας και Αλγερίου, σύμπας ο μουσουλμανικός οθωμανικός κόσμος της Μεσογείου με τους Αλβανούς να αποτελούν σημαντική μερίδα των στρατιών, θεωρούμενους ως επίλεκτο σώμα να αντιμετωπίσει τους ορεσίβιους και σκληροτράχηλους Έλληνες.
Ειδικά τα πρώτα χρόνια οι Αλβανοί ήταν η συντριπτική πλειοψηφία των τουρκικών στρατιών που οδηγούσαν και Αλβανοί πασάδες. Πρώτη φορά στην εκστρατεία του Δράμαλη το 1822 είδαν οι Έλληνες στρατό σχεδόν αποκλειστικά ανατολιτών με διαφορετική ενδυμασία από του ίδιους και τους Αλβανούς. Όλες ανεξαιρέτως οι εκστρατείες αυτές οδήγησαν σε λουτρά αίματος και με μικρό ποσοστό των εκστρατευόντων να επιστρέφει, με τους περισσότερους να αφήνουν τα κόκκαλά τους στις ελληνικές κοιλάδες και πλαγιές ή να γίνονται τροφή των ψαριών στις ελληνικές θάλασσες.
Επειδή οι Αλβανοί φαίνεται βαριούνται να διαβάσουν την ελληνική ιστορία για να βρουν τους προγόνους τους και περιορίζονται στον να «κλέβουν» τους δικούς μας, στην συνέχεια παραθέτουμε μια σειρά, όχι πλήρη, των επίσημων Αλβανών που πολέμησαν κατά των Ελλήνων μεταξύ των ετών 1821-1829. Τα περισσότερα ονόματα προέρχονται από ένα βιαστικό «σκανάρισμα» των έξι τόμων του έργου «Η Ελληνική Επανάστασις» του Διον. Κοκκίνου, του βιβλίου «Αλβανοί, Αρβανίτες, Έλληνες» του Σαρ. Καργάκου, της «Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής» του Θ. Κολοκοτρώνη και άλλα από παλιά διαβάσματα που προστέθηκαν από μνήμης μετά από διασταύρωση.
Ακολουθεί η λίστα:
Ιμπραήμ πασάς, ο γνωστός σχιζοφρενής που επιχείρησε ανεπιτυχώς με τους Γάλλους επιτελείς του να σβήσει την επανάσταση, γιος του αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι που ήταν Αλβανός μπέης από την Καβάλα.
Ομέρ-πασάς Βρυώνης, παλιός στρατηγός του Αλή πασά Τεπελενλή, πασάς σε διάφορες πόλεις της Ηπείρου, εκστράτευσε κατά τα έτη 1821-22 επικεφαλής χιλιάδων εναντίων των Ελλήνων επαναστατών.
Μουσταή πασάς Σκόδρας (Μουσταφάς), εκστράτευσε το 1823 με 16000 κυρίως Αλβανούς με την πλειοψηφία τους να είναι χριστιανοί και είχε σώματα ακόμα και Κροατών. Το στράτευμά του ήταν ειδικό για ορεινές μάχες και ξεκίνησε με πολλές ελπίδες που του της έκοψε ο Μάρκος Μπότσαρης κυρίως και οι άλλοι οπλαρχηγοί της Δυτικής Στερεάς που ανάγκασαν το στρατό του στη διάλυση και τον ίδιο στην εξευτελιστική φυγή και στο να μην επιχειρήσει νέα εκστρατεία.
Ισμαήλ πασάς Πλιάσσας, Αλβανός πασάς που εκστράτευσε αρκετές φορές κατά των επαναστατημένων Ελλήνων (μέχρι και στα Ψαρά το 1824).
Αχμέτ πασάς Βρυώνης, εκστράτευσε στις αρχές της επανάσταση κατά των Ελλήνων.
Ισούφ πασάς Περκόφτσαλης, Αλβανός πασάς που εκστράτευσε αρκετές φορές κατά των επαναστατημένων Ελλήνων.
Μουστάμπεης, στρατηγός του Κιουταχή (Μεχμέτ Ρεσίτ πασά, Ρούμελη Βάλεσι) είχε στήσει ενέδρα κατά την έξοδο των Μεσολογγιτών σκοτώνοντας 500, σκοτώθηκε από τον Καραϊσκάκη στην Αράχωβα το 1826 και το κεφάλι του καρφώθηκε σε παλούκι μαζί με του Κεχαγιάμπεη του Κιουταχή. Χαρακτηριστικά λέγαν γι' αυτόν ότι ήταν τότε: «το μεγαλύτερο οτζάκι της Αλβανίας και η ψυχή του Κιουταχή και των Αλβανών». Μαζί του στην Αράχωβα σκοτώθηκαν και 1300 επίλεκτοι Αλβανοί «ο ανθός της Αλβανίας», μόνο 100 γλύτωσαν από την ενέδρα των Ελλήνων του Καραϊσκάκη. Οι τότε Αλβανοί θρήνησαν το θάνατό του με τραγούδι που σώθηκε: