Ιστορία

Ψωροκώσταινα.. Αυτή είναι η ιστορία της αρχόντισσας από το Αϊβαλί που έγινε ζητιάνα και πλύστρα!

Συχνά ακούμε να αποκαλούν την Ελλάδα «Ψωροκώσταινα». Όσο χαλαρά και να θέλουμε να ξεπεράσουμε αυτό το παρατσούκλι, πάντα μας αφήνει μια προσβλητική και θλιβερή εντύπωση.

Φανταζόμαστε και προσωποποιούμε την πατρίδα μας, σαν να είναι κάποια φτωχή και κατατρεγμένη γυναίκα, που παλεύει σκληρά για να ζήσει· αν και τα δεινά που την κατατρέχουν από παντού είναι πολλά, εκείνη πιστή και δεμένη στο ένδοξο παρελθόν της, διατηρεί ακέραια την αξιοπρέπεια και τη μεγαλοσύνη της.

Το όνομα «Ψωροκώσταινα» το χρησιμοποιούμε σήμερα, όταν θέλουμε να περιγράψουμε την ανέχεια και τη φτώχεια.

Όμως, η Ψαροκώσταινα ή Ψωροκώσταινα, ήταν σύμφωνα με τη λαογραφία ένα υπαρκτό πρόσωπο της νεοελληνικής ιστορίας και μάλιστα μια ηρωική και αξιέπαινη γυναίκα στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στην υπηρεσία της πατρίδος.

Στις μέρες μας, συνήθως χρησιμοποιούμε απαξιωτικά τη λέξη ψωροκώσταινα όταν πρόκειται να στηλιτευθεί η κακομοιριά, η υποχωρητικότητα, η ανοργανωσιά, η αδυναμία και φτώχεια που πολλοί θεωρούν ότι χαρακτηρίζει την Ελλάδα της νεότερης ιστορίας.

Η «Ψωροκώσταινα» ή «Ψαροκώσταινα» -από τα Ψαρά, που έφτασε κυνηγημένη από τον πόλεμο- ήταν το παρατσούκλι, που «φορτώθηκε» από τη ζωή η αρχόντισσα των Κυδωνιών (Αϊβαλί) Πανωραία Χατζηκώστα ή Χατζηκώσταινα, σύζυγος του πλούσιου έμπορου Κώστα Αϊβαλιώτη, και γνωστή -όχι μόνο για τα δικά της πλούτη- αλλά και για την ομορφιά της.

Στις 2 Ιουνίου του 1821, οι Τούρκοι πυρπόλησαν το Αϊβαλί, έσφαξαν τους άντρες και τα γυναικόπαιδα του τόπου και η αρχόντισσα Πανωραία είδε, μπροστά στα μάτια της, να σφάζουν τον άντρα της και τα 5 παιδιά της. Η δυστυχισμένη γυναίκα γλίτωσε τυχαία, όταν ένας ναύτης την ανέβασε, μαζί με άλλους, πάνω σε ένα καράβι, που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά. Εκεί γνωρίστηκε με τον Βενιαμίν τον Λέσβιο. Αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του Βασιλείου Γεωργαντή, Γεωργαντέλλη ή Καρρέ (Πλωμάρι Λέσβου 1759 – 1824 Ναύπλιο) ιερομόναχου, λόγιου, εκπροσώπου του Διαφωτισμού και καθηγητή στην Ακαδημία των Κυδωνιών.

Ο Βενιαμίν ο Λέσβιος την προστάτεψε και την πήρε μαζί του στο Ναύπλιο, όπου εκείνος παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει και η Πανωραία έκανε την πλύστρα· αργότερα, με σαλεμένο σχεδόν μυαλό, πήρε στην προστασία της τα ορφανά παιδιά των αγωνιστών και ζητιάνευε στους δρόμους για να τα ταΐζει.

Μετά το θάνατο του Βενιαμίν του Λέσβιου άρχισε ένας δυσβάστακτος αγώνας επιβίωσης για την Πανωραία. Μόνη βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας την αχθοφόρο, πότε την πλύστρα και πότε χάρη στην ελεημοσύνη όσων την συμπονούσαν

Την περίοδο εκείνη η Επανάσταση δοκιμαζόταν από την επέλαση του Ιμπραήμ, ο οποίος εκτός από τις άλλες καταστροφές άφηνε στο πέρασμά του και εκατοντάδες ορφανά που συγκεντρώνονταν στο Ναύπλιο. Παρά τα προβλήματά της, η Πανώραια ζήτησε και πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά. Για να τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε.

Έτσι, από αρχόντισσα του Αϊβαλί κατάντησε ζητιάνα, που την ακολουθούσαν στον δρόμο και την περιγελούσαν φωνάζοντας «Ψωροκώσταινα», αν και, ζητιανεύοντας, είχε σώσει από την πείνα δεκάδες παιδιά.

Σύμφωνα με τις αναφορές της δύσκολης αυτής εποχής, η οικονομική αθλιότητα της μετεπαναστατικής Ελλάδας ήταν μια σκληρή και φρικτή αλήθεια (Ευ. Δαδιώτης, βιβλίο «Αιγαιοπελαγίτικα» και Αυγερινός Ανδρέου, περιοδικό «Αντιστροφές»). Διαβάζουμε ένα απρόβλεπτο περιστατικό που συνέβη στο Ναύπλιο, όταν σε ένα έρανο που γινόταν εκεί για την ενίσχυση των πολιορκημένων του Μεσολογγίου, η ζητιάνα «Ψωροκώσταινα» έδειξε με τον δικό της τρόπο τη δύναμη της αξιοπρέπειας και του φιλότιμου του Έλληνα.

Το 1826 έγινε έρανος στο Ναύπλιο για να βοηθήσουν το μαχόμενο Μεσολόγγι. Έτσι μια Κυριακή, στήθηκε στη κεντρική πλατεία ένα τραπέζι και οι υπεύθυνοι του εράνου ζητούσαν από τους καταστραμμένους, πεινασμένους και χαροκαμένους Έλληνες να βάλουν πάλι το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσουν τους μαχητές και τους αποκλεισμένους του Μεσολογγίου.

Αλλά λόγω της φτώχειας και της εξαθλίωσης κανείς δεν πλησίαζε το τραπέζι. Όλων τα σπίτια δύσκολα τα έφερναν πέρα. Τότε η φτωχότερη όλων, η χήρα Χατζηκώσταινα, η Πανωραία, έβγαλε το ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε στο δάχτυλό της και ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της και τα ακούμπησε στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής.

«Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».

«Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της» φώναξε κάποιος από το πλήθος κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε στον έρανο για το Μεσολόγγι.

Άρχισαν να αποθέτουν στο τραπέζι του εράνου λίρες, γρόσια και ασημικά. Αυτή ήταν η εξέλιξη της φτωχής προσφοράς της πλύστρας Χατζηκώσταινας, που από εκείνη τη στιγμή απαθανατίστηκε επίσημα πλέον, με το παρονύμιο «Ψωροκώσταινα».

Ύστερα από αυτήν την απρόβλεπτη κίνηση, ακούστηκε μια δυνατή φωνή, μέσα από τον συγκεντρωμένο κόσμο να λέει: «Για δείτε, η πλύστρα η “Ψωροκώσταινα»”, πρώτη προσέφερε τον οβολό της!». Και αμέσως, ξεκίνησε το φιλότιμο του Έλληνα και σαν τη βροχή έπεφταν πάνω στο τραπέζι του εράνου λίρες, γρόσια και ασημικά και ό,τι άλλο χρήσιμο μπορούσε να προσφέρει ο καθένας, μέσα στην ανέχειά του.
Από εκείνη τη συγκινητική στιγμή της φτωχής προσφοράς της Χατζηκώσταινας, έμεινε το παρατσούκλι «Ψωροκώσταινα».

Όταν κυβερνούσε την Ελλάδα ο Καποδίστριας, έμαθε γι’ αυτό το περιστατικό του εράνου στο Ναύπλιο· ζήτησε να γνωρίσει αυτή τη γυναίκα, την οποία σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος ομιλητής, θέλοντας να τονίσει τη φτώχεια του ελληνικού Δημοσίου, την παρομοίωσε με τη ζητιάνα «Ψωροκώσταινα».

Ο Ιωάννης Καποδίστριας τη γνώρισε, τη φρόντισε, τη μάζεψε από τους δρόμους, και όταν ίδρυσε το Ορφανοτροφείο, η Πανωραία έμεινε εκεί, γνωστή πλέον σε όλους, με το παρατσούκλι της. Πρόθυμα, προσφέρθηκε να πλένει τα ρούχα των ορφανών παιδιών του πολέμου και να βοηθά σε κάθε άλλη δουλειά που μπορούσε, χωρίς να δέχεται να λάβει καμιά πληρωμή.

 

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ