Με τη Βόρειο Ήπειρο και την παραχώρησή της στην Αλβανία από τις Μεγάλες Δυνάμεις έχουμε ασχοληθεί αρκετές φορές. Στο σημερινό μας άρθρο θα αναφερθούμε στο πώς φτάσαμε από την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, στο Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, το οποίο δεν εφαρμόστηκε ποτέ και ιδιαίτερα στη συμμετοχή εθελοντών από την Κρήτη στον αυτονομιστικό αγώνα της Β. Ηπείρου.
Η ίδρυση της Αλβανίας
Η Αλβανία ως κράτος προέκυψε από την επιθυμία της Ιταλίας και της Αυστροουγαρίας να κυριαρχήσουν στην Αδριατική. Η Αλβανία αποτέλεσε το «μήλο της έριδας» για τις δύο χώρες. Μετά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο ο ανταγωνισμός τους εντάθηκε. Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο επικράτησαν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προσαρτώντας πολλά εδάφη. Οι Αλβανοί όχι μόνο δεν πολέμησαν στο πλευρό των τεσσάρων Συμμάχων, αλλά συντάχθηκαν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία πολεμώντας λυσσαλέα εναντίον των άλλων Βαλκανικών λαών.
Στις 28 Νοεμβρίου 1912 ο Ισμαήλ Κεμάλ Βλιόρα, με παρότρυνση της Ιταλίας κήρυξε στην Αυλώνα, την ανεξαρτησία της Αλβανίας. Στις 7 Δεκεμβρίου 1912 οι Μεγάλες Δυνάμεις με απόφαση της Πρεσβευτικής Διάσκεψης του Λονδίνου αναγνώρισαν την αυτονομία της Αλβανίας. Στις 7 Μαΐου 1913, η Συνθήκη του Λονδίνου έθεσε τέρμα στον πόλεμο μεταξύ των Βαλκανικών κρατών και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όμως αφήνει μετέωρα τα σύνορα του αλβανικού κράτους. Στο 2ο άρθρο αναφέρει ότι: «...η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραχωρεί εις τα Σύμμαχα Βαλκανικά Κράτη όλα τα εδάφη της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, εξαιρέσει της Αλβανίας», ενώ στο 3ο άρθρο ορίζει ότι «... η φροντίς της διαχάραξεώς των συνόρων της Αλβανίας και ο διακανονισμός όλων των άλλων ζητημάτων των αφορώντων ταύτην ανατίθεται εις τας Μεγάλας Δυνάμεις».
Στις 29 Ιουλίου 1913 υπογράφτηκε στο Λονδίνο μεταξύ των έξι Μεγάλων Δυνάμεων το Πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας και ο Οργανισμός της Αλβανίας. Με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας στις 17/12/1913 έγινε για πρώτη φορά στην ιστορία ο χωρισμός της Ηπείρου σε δύο τμήματα:
Οι αρχαίοι συγγραφείς, είναι σαφείς:
«Ταύτην δεν την οδόν (Εγνατίαν) εκ των περί την Επίδαμνον και την Απολλωνίαν τόπω ιούσιν, εν δεξιά μεν εστί τα Ηπειρωτικά Έθνη, εν αριστερά δε τα όρη των Ιλλυριών» (Στράβων 2, 32).
«Αρχά Ελλάδος από Ωρυκίας (περιοχή της αρχαίας Ηπείρου στη Χαονία, στις ακτές του Ιονίου, κοντά στα Κεραύνια Όρη) και αρχέγονος Ελλάς Ήπειρος» (Πτολεμαίος βιβλίο Γ' κεφ.13).
Και ο μεταγενέστερος (6ος αι.) Προκόπιος:
«Έλληνες εισίν, Ηπειρώται καλούμενοι άχρις Επιδάμνου (το σημερινό Δυρράχιο) ήτις επιθαλαττία οικείται».
Ο Αλέκος Παπαδόπουλος στο βιβλίο του «Άπειρος Χώρα» (1922) γράφει: «Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι ο τεμαχισμός της Ηπείρου σε Βόρειο και Νότιο Ήπειρο και η παραχώρηση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία ήταν αποτέλεσμα της σύμπτωσης των συμφερόντων της Ιταλίας και της Αυστρίας, αλλά και της ανάγκης να βρεθεί ισορροπία στις αντιθέσεις των δύο αυτών χωρών... Η διάσπαση του Ενιαίου της Ηπείρου και η διάκριση σε Νότιο και Βόρειο Ήπειρο αρχίζει για πρώτη φορά με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας στις 17/12/1913 οπότε και το βόρειο τμήμα της Ηπείρου προσκυρώθηκε στην Αλβανία».
Τα σύνορα χαράχτηκαν επάνω σε έναν αυστριακό χάρτη χωρίς να ληφθεί υπόψη κανένα ιστορικό, εθνικό ή άλλο στοιχείο, παρά μόνο... η διανομή των υδάτων (δηλαδή τα νερά της βροχής που πέφτουν ή τα νερά των ποταμών). Ίσως πρόκειται για παγκόσμια πρωτοτυπία, τα σύνορα μεταξύ δύο χωρών να καθορίζονται από τη ροή των νερών και την οφρύν (το κράσπεδο) λόφου, όπως αναγράφεται στο κείμενο του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας. Εκεί γίνεται αναφορά και στην Κοσοβίτσα, το ελληνικότατο χωριό που με τις εγκληματικές ενέργειες κάποιων χωρίστηκαν στα δύο (δείτε σχετικό άρθρο μας στις 4/1/2020).
«Ακολουθεί αύθις την διανομήν των υδάτων, αφίνουσα την Βάλτιστα (νυν Χαραυγή) και Καστάνιανην εις την Ελλάδα, την δε Κοσσοβίτσαν εις την Αλβανίαν και φθάνει εις Μουργκάναν, υψόμετρου 2.124», είναι το χαρακτηριστικό απόσπασμα του Πρωτοκόλλου. Η οροθετική γραμμή ξεκινά από το σημείο υψόμετρου 1.738 της Μάνδρας Νικολιτσάς στην Κορυτσά και φτάνει στο ακρωτήριο Στύλος της Θεσπρωτίας. Στην Αλβανία παραχωρήθηκαν οι Άγιοι Σαράντα, το Δέλβινο, το Αργυρόκαστρο, το Λεσκοβίκι, η Πρεμετή, η Κολόνια, η Κορυτσά και τμήμα του Πωγωνίου... Τότε οι Βόρειες περιοχές της Ηπείρου ονομάστηκαν «Νότια Αλβανία» και οι Έλληνες Ηπειρώτες «Ελληνική Μειονότητα». Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και Ευρωπαίοι διπλωμάτες εξοργίστηκαν από την εγκληματική απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων.
Ο Πρίγκιπας Λιχνόβσκι, Γερμανός πρέσβης, μέλος της Πρεσβευτικής Διάσκεψης έγραψε στα Απομνημονεύματά του (1918): «Εις το μεγαλύτερο μέρος της Αλβανίας ο πολιτισμός είναι Ελληνικής προελεύσεως. Εις το νότιο τμήμα της χώρας (Β. Ήπειρος), οι πόλεις είναι απολύτως Ελληνικαί. Η προσάρτησις συνεπώς των "Αλβανών" τούτων, κατά το πλείστον Ορθοδόξων ή Μουσουλμάνων εις την Ελλάδα ήτο η καλυτέρα και φυσικοτέρα λύσις». Αποκαλυπτικό για την εχθρική στάση των Ιταλών είναι το απόρρητο έγγραφο του Βρετανού πρέσβη στη Βιέννη σερ Ε. Goshen στις 14/12/1913 προς τον προϊστάμενό του Υπουργό Εξωτερικών, που γράφει ότι, όπως του είπε εμπιστευτικά ο πρέσβης της Γερμανίας στη Ρώμη Φον Γιάγκοβ: «Επικίνδυνος παράγοντας στο θέμα των περιοχών της Βόρειας Ηπείρου ήταν το μίσος, το οποίο φθάνει σχεδόν μέχρι μανίας, το οποίο αισθανόταν ο Ιταλός Υπουργός Εξωτερικών για την Ελλάδα και τους Έλληνες».
Οι αντιδράσεις των Ελλήνων
Από τα μέσα του 1913 είχαν αρχίσει φημολογίες για εκκένωση των νομών Αργυροκάστρου και Κορυτσάς. Επιτροπές από όλα τα μέρη της Βορείου Ηπείρου στάλθηκαν στην Αθήνα και στο εξωτερικό. Σε όλες τις πόλεις της Βορείου Ηπείρου οργανώθηκαν συλλαλητήρια. Κορυφαίοι φιλέλληνες υποστήριξαν τα δίκαια των Ηπειρωτών.
Σε όλες τις πόλεις και κωμοπόλεις συστάθηκαν Επιτροπές Εθνικής Άμυνας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, όταν διαπίστωσαν ότι κλονίζονται τα σχέδιά τους επινόησαν το ζήτημα της «οικογενειακής γλώσσας», από την οποία θα κρινόταν η τύχη κάθε περιοχής. Η Επιτροπή Ελέγχου ξεκίνησε τις εργασίες της από την Ερσέκα. Αφού παρέμεινε στη Βόρειο Ήπειρο 58 μέρες, η Επιτροπή εξέτασε δεκατέσσερα (!) άτομα και συνεδρίασε 12 φορές, «εξέδωσε» καταδικαστική απόφαση για τη Β. Ήπειρο την οποία παραχώρησε στην Αλβανία. Για τη δυσμενή αυτή εξέλιξη υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις εναντίον της κυβέρνησης Ελευθέριου Βενιζέλου η οποία έδειξε μια ακατανόητη ανοχή και υποχωρητικότητα απέναντι στις ιταλικές αξιώσεις και δέχτηκε να αποτελέσει η «μονογλωσσία» το μοναδικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό των κατοίκων ως Ελλήνων. Έτσι, στις 17 Δεκεμβρίου 1913 υπογράφτηκε το «Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας» με το οποίο η Κορυτσά, η Χειμάρρα, οι Άγιοι Σαράντα, το Βουθρωτό, το Αργυρόκαστρο και το Δέλβινο παραχωρήθηκαν στην Αλβανία.
Μοναδική διέξοδος για τους Βορειοηπειρώτες ήταν η προσφυγή στα όπλα. Οργάνωσαν τοπικές επιτροπές «Εθνικής Αμύνης» οι οποίες δημιούργησαν «Ιερούς Λόχους». Στο Αργυρόκαστρο, τον Ιανουάριο του 1914 συνήλθε το Πανηπειρωτικό Συνέδριο που αποφάσισε ένοπλη αντίσταση των Ηπειρωτών μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός τους. Το Συνέδριο αποφάσισε να αναθέσει την αρχηγία του αγώνα στον Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο, γιο του Μεγάλου Εθνικού Ευεργέτη Χρηστάκη Ζωγράφου, από το Κεστοράτι Αργυροκάστρου ο οποίος υπήρξε διεθνής προσωπικότητα που τιμούσε το «βαρύ» ηπειρώτικο επώνυμο του. Οι Χειμαρριώτες με επικεφαλής τον θρυλικό Σπυρομήλιο ήταν οι πρώτοι που ξεσηκώθηκαν.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1914 έφτασε στο Αργυρόκαστρο ο Γ. Ζωγράφος και σχημάτισε την κυβέρνηση της Αυτονόμου Ηπείρου. Ο λαός τον υποδέχτηκε με τεράστιο ενθουσιασμό. Οι ξένοι δημοσιογράφοι παρακολουθούσαν έκπληκτοι όσα διαδραματίζονταν. Το πρωί της 17ης Φεβρουαρίου 1914, πάνοπλος ο λαός συγκεντρώθηκε στον ποταμό Δρίνο, κάτω από το Αργυρόκαστρο. Οι Βορειοηπειρώτες ύψωσαν τη σημαία της Αυτονόμου Ηπείρου, που ήταν η ελληνική με τον δικέφαλο αετό.
Η προσωρινή κυβέρνηση μετά την ανακήρυξη της αυτονομίας απηύθυνε προκήρυξη με την οποία ενημέρωνε τον ελληνικό λαό για την ανάγκη της ίδρυσης της «Αυτονόμου Πολιτείας της Βορείου Ηπείρου» και κατέληγε: «Κηρύσσει η Βόρειος Ήπειρος την ανεξαρτησία της και προκαλεί τους πολίτας της όπως υποβαλλόμενοι εις πάσαν θυσίαν, προασπίσωσι την ακεραιότητα του εδάφους και της ελευθερίας της από πάσης προσβολής».
Η προκήρυξη υπογράφεται από τον Γ. Ζωγράφο και τους Μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, Κορυτσάς Γερμανό και Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα.
Η ανακήρυξη της Αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου προκάλεσε συγκίνηση και ενθουσιασμό στο πανελλήνιο. Στο εσωτερικό και το εξωτερικό συστάθηκαν επιτροπές που διενήργησαν εράνους για τον βορειοηπειρώτικο Αγώνα. Την αρχηγία του Αγώνα ανέλαβε ως Υπουργός των Στρατιωτικών, ο Δημήτριος Δούλης, Αντισυνταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού, καταγόμενος από το χωρίο Νίβιτσα της Χειμάρρας. Εθελοντές, όχι μόνο από τον ελλαδικό χώρο, αλλά και από το εξωτερικό έσπευσαν να συνδράμουν τους Βορειοηπειρώτες στον αγώνα τους. Συγκινητική ήταν η προσέλευση των μαθητών της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων, που εγκατάλειψαν τα θρανία τους και πήγαν στο Αργυρόκαστρο για να καταταχθούν στους Ιερούς Λόχους. Η επίσημη ελληνική κυβέρνηση πίεζε και λάμβανε μέτρα με τα οποία ανακαλούνταν όλοι οι αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη Βόρειο Ήπειρο! Αντίθετα, οι εθελοντές αυξάνονταν. Πολύ σημαντική ήταν η συμβολή των Κρητικών, οι οποίοι λίγα χρόνια πριν είχαν πάρει μέρος και στον μακεδονικό αγώνα, ενώ μόλις το 1913 η Μεγαλόνησος Κρήτη είχε ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος.
Κρητικοί εθελοντές στη Βόρειο Ήπειρο
Στις 22 Μαρτίου 1914 έφτασαν στο Αργυρόκαστρο 130 Κρητικοί, υπό την αρχηγία του βουλευτή Σφακίων Ιωσήφ (Σήφη) Αναγνωστάκη. Το εθελοντικό αυτό σώμα αναχώρησε για το Λεσκοβίκι. Λίγες μέρες αργότερα έφτασαν άλλοι 170 εθελοντές.
Ο Σήφης Αναγνωστάκης σε άρθρο του στο περιοδικό «Κρήτη» την Πρωτοχρονιά του 1961 με τίτλο «Αγώνες των Κρητών έξω από την Κρήτη» παραθέτει και τα ονόματα των Κρητικών οπλαρχηγών που πολέμησαν στη Β. Ήπειρο. Στο σώμα με διοικητή τον ίδιο, αρχηγοί ήταν οι Στυλιανός Κριαράς, Γεώργιος Αναγνωστάκης, Γρήγορης Παπαδάκης, Στρατής Κούνδουρος και Παύλος Δασκαλάκης. Στο δεύτερο σώμα που έφτασε στη Β. Ήπειρο στις 25 Μαρτίου, αρχηγοί ήταν οι Παναγιώτης Γερογιάννης, Νικόλαος Μακαρώλης, Μαντάς, Μπίρης, Κωνσταντούλης, Πατροκαλάκης και Εμμανουήλ Ποντικάκης. Στις 9 Απριλίου έφτασαν στη Σαγιάδα άλλοι 120 Κρητικοί με επικεφαλής τους Μανούσο Παπίλαρη, Γρηγόριο Νικηφοράκη, Κατσιά, Πωλογεώργη, Γ. Μελαδάκη, Μιχαήλ Καπετανάκη, Δ. Ζουρδιανό ή Χατζηδάκη, Αναστάσιο Χορμπίτη, Γ. Πετροπουλάκη και τον οπλαρχηγό, ιερομόναχο της Ιεράς Μονής Αρκαδίου Διονύσιο Ψαρουδάκη. Μεγάλος ήταν ο ενθουσιασμός στην Κρήτη υπέρ της Βορείου Ηπείρου. Τη συγκρότηση των εθελοντικών σωμάτων την είχε αναλάβει ο πολιτευτής Σφακίων Μανούσος Κούνδουρος.
Ο Αντώνιος Μιχελιδάκης, πρόεδρος της Κρητικής Βουλής και μετέπειτα Υπουργός της Ελληνικής Κυβέρνησης με φλογερά άρθρα του παρότρυνε τους συντοπίτες του να συμμέτεχουν στον αγώνα της Βορείου Ηπείρου, της «αδελφής της Κρήτης», όπως την αποκαλούσε. Τον Μάρτιο του 1914 έγραφε στην εφημερίδα «Ίδη»: «Εις τον μάλιστα ου μόνον δικαιολογημένον αλλά και επιβαλλόμενον αγώνα, τον οποίον ανέλαβε η ελληνική Ήπειρος, ήτο επόμενον να συντρέξει και η Κρήτη. Και όφειλε να μη υστερήσει εις την ευγενή ταύτην πάλην ομαίμων και ομοφύλων αγωνιζομένων, αυτό τούτο υπέρ βωμών και εστιών… Αλλά δεν πρέπει να αρκεσθώμεν μόνο εις τους ανδρών ενίσχυσιν του αδελφικού αγώνος. Ας συντρέξωμεν και δια χρηματικών μέσων και οσηδήποτεε και αν αποβεί η παροχή μας, μη λησμονώμεν το ομηρικόν «δόσις ολίγη τε φίλη τε».
Η συμβολή των Κρητικών στον αυτονομιστικό αγώνα της Β.Ηπείρου ήταν τεράστια και πολλοί από αυτούς έχασαν τη ζωή τους στα μαρτυρικά χώματά της. Ειδικά στη μάχη του Σάλεσι (Απρίλιος 1914), οι Κρητικοί είχαν να αντιμετωπίσουν εκτός από τους Αλβανούς ατάκτους, 400 Αλβανούς χωροφύλακες με αρχηγούς Ολλανδούς αξιωματικούς αλλά και αιμοβόρους Αλβανούς λήσταρχους, όπως τον Σαλή Μπούτκα που είχε καταστρέψει τη Μοσχόπολη. Εκεί έπεσαν ηρωικά πολλοί επιφανείς Κρητικοί αγωνιστές Ο Σπ. Λαμπρίδης χαρακτηρίζει τη μάχη αυτή ως «μάχη των Κρητών». Μετά την πανωλεθρία που υπέστησαν εκεί οι Αλβανοί ζήτησαν εσπευσμένα από τη Διεθνή Επιτροπή ανακωχή, την οποία η κυβέρνηση του Αργυροκάστρου αποδέχθηκε και με επείγον τηλεγράφημα διατάχθηκε η παύση του πυρός σε όλα τα μέτωπα.
Άλλες μάχες στις οποίες διακρίθηκαν Κρητικοί εθελοντές ήταν η μάχη της Μονής Τσέπου, όπου διακρίθηκε ο Λοχαγός Ε. Γαρουφάκης και η μάχη του Νικολίτσα (24.4.1914) στην οποία σκοτώθηκε ο 25χρονος οπλαρχηγός Μιχαήλ Μελαδάκης, ο οποίος είχε πάρει μέρος και στον μακεδονικό αγώνα. Στην ίδια μάχη τραυματίστηκε στο δεξί αφτί ο Ίλαρχος Β. Μελάς, αδελφός του θρυλικού Παύλου Μελά. Να σημειώσουμε εδώ ότι η οικογένεια Μελά έχει ηπειρώτικες ρίζες. Η καταγωγή της είναι από τα Γιάννενα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μελά από τους Τούρκους και τη δήμευση της περιουσίας του (17ος αι.), τα μέλη της διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη.
Στον Παρακάλαμο, του Δήμου Πωγωνίου του νομού Ιωαννίνων διασώζεται μέχρι σήμερα ο πύργος των Μελάδων. Ο Β. Μελάς ο οποίος διετέλεσε και ξεναγός της Διεθνούς Επιτροπής, προσχώρησε από τους πρώτους στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα. «Ο τραυματισμός του Β. Μελά, μεγάλην αίσθησιν παρήγαγεν εν Αθήναις, οπόθεν τα αθρόα τηλεγραφήματα κατέκλυσαν το τηλεγραφείον Καστοριάς, ζητούντα πληροφορίες». Ο Δήμος Ιωαννίνων με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου το 2005 τίμησε τον οπλαρχηγό Μιχάλη Μελαδάκη δίνοντας το όνομά του σε δρόμο των Ιωαννίνων στην περιοχή Καρδαμίτσια, ενώ ο ανδριάντας του στήθηκε στον μόλο της λίμνης Παμβρώτιδας. Κλείνοντας την αναφορά στους Κρητικούς αγωνιστές του Βορειοηπειρώτικου αγώνα, θα ήταν παράλειψη αν δεν γράφαμε για τον θρυλικό Μακεδονομάχο Τσόντο Βάρδα που πολέμησε και στη Β. Ήπειρο, τον Γεώργιο Γεωργουλάκη, τον οπλαρχηγό Κ. Παπαδόκωστα και Αντώνιο Λεοντοκιανάκη. Οι δυνάμεις των Ελλήνων έφτασαν ως τον ποταμό Μαλίκ, απωθώντας πέρα απ’ αυτή τους Γκέγκηδες. Οι Μεγάλες Δυνάμεις διαμαρτύρονταν συνεχώς και ο Τσόντος – Βάρδας διέταξε τις δυνάμεις του να παραμείνουν στην αριστερή όχθη του ποταμού.
Ο Κ. Σκενδέρης στο βιβλίο του «Ο Βορειοηπειρωτικός Αγών (1914)» γράφει: «Η μάχη του Μάλικ έθεσε τέρμα πλέον εις τας προς το τμήμα εκείνο βλέψεις των Γκέγκηδων, οίτινες πικράν πείραν των Αυτονομιακών Δυνάμεων έλαβον και ως εκ τούτου συνήφθη ανακωχή μέχρι τέλους τηρηθείσης, συνεπεία της οποίας τα σώματα απεσύρθηκαν εις τας προτέρας θέσεις των».
Οι διπλωματικές εξελίξεις στο βορειοηπειρωτικό (1914)
Για την εξέλιξη του βορειοηπειρωτικού ζητήματος έχει κατηγορηθεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το να βγάζουμε συμπεράσματα και να (κατά)κρίνουμε 110 χρόνια αργότερα, χωρίς να γνωρίζουμε όλα τα γεγονότα και τα παρασκήνια, ίσως αδικεί τους πρωταγωνιστές της εποχής. Το βέβαιο είναι ότι ο Βενιζέλος πιέστηκε αφόρητα, μάλλον εκβιάστηκε καθώς βρέθηκε σε δίλημμα να επιλέξει ανάμεσα στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και τη Β. Ήπειρο. Σε εκπροσώπους κατοίκων της Κορυτσάς είπε: «Τι να σας κάμω; Επάλευσα με δυο Μεγάλες Δυνάμεις (προφανώς εννοούσε την Ιταλία και την Αυστρία). Η Κρήτη επί εκατό χρόνια αγωνιζότανε». Ανάλογα είχε μιλήσει και στους κατοίκους του Μοναστηρίου της Μακεδονίας, 6 μήνες νωρίτερα.
Στο μεταξύ στις 7 Μαρτίου 1914 οι Μεγάλες Δυνάμεις εξέλεξαν ως ηγεμόνα της Αλβανίας τον Γερμανό πρίγκιπα Wilhelm Wied. Αυτός αποβιβάστηκε στο Δυρράχιο, από το αυστριακό πλοίο «Ταύρος». Στην Αλβανία επικρατούσε απόλυτο χάος. Υπήρχαν δύο κυβερνήσεις, από δύο Τούρκους που είχαν «βαφτιστεί» Αλβανοί. Η πρώτη υπό τον Ισμαήλ Κεμάλ, με έδρα την Αυλώνα και η δεύτερη, υπό τον Εσάτ πασά Τοπτάνι με έδρα το Δυρράχιο, ο οποίος επιβλήθηκε του πρώτου
Ο Wied εγκαταστάθηκε στο Δυρράχιο και σχημάτισε κυβέρνηση. Δύο μήνες αργότερα, ο Τοπτάνι οργάνωσε κίνημα εναντίον του Wied ο οποίος σώθηκε χάρη στην έγκαιρη επέμβαση Αυστριακών αγημάτων. Φοβούμενος για την προσωπική του ασφάλεια ο Wied εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο ιταλικό θωρηκτό «Mizurata» το οποίο ναυλοχούσε στο Δυρράχιο και από εκεί κυβερνούσε την Αλβανία (!). Στις 14/6/1914 το σύνολο των φατριών που ελέγχονταν από Τούρκους αξιωματικούς αποφάσισαν να εξεγερθούν και να εκλέξουν Τούρκο ηγεμόνα, κοινοποιώντας το στις Μεγάλες Δυνάμεις. Μάλιστα σε πολλές πόλεις ύψωσαν την τουρκική σημαία! Ακολούθησαν συγκρούσεις ανάμεσα στα άτακτα στίφη που αποτελούνταν από δυνάμεις της παλιάς τουρκικής Χωροφυλακής και σε αυτές της νεοσύστατης αλβανικής Χωροφυλακής. Τότε σκοτώθηκε και ο αρχηγός της ολλανδικής στρατιωτικής δύναμης η οποία είχε σταλέι στην Αλβανία, Συνταγματάρχης Thompson. Ο Wied έφυγε οριστικά από την Αλβανία στις 3/9/1914.
Στις 17/9/1914 επέστρεψε από την Ιταλία, όπου είχε φυγαδευθεί, ο Τοπτάνι και ανακηρύχθηκε πανηγυρικά Πρόεδρος ενός ανύπαρκτου κράτους. Δυστυχώς, η ελληνική Κυβέρνηση Βενιζέλου, στις 5 Μαΐου 1914 παραχώρησε με νόμο (!) τη νήσο Σάσωνα στην Αλβανία και πίεσε τους Βορειοηπειρώτες να δεχτούν το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας.
Οι Χειμαρριώτες, εφιάλτης των Οθωμανών στα χρόνια της τουρκοκρατίας δεν το δέχτηκαν ζητώντας να ενωθούν με την Ελλάδα: «Ένωσις ή Θάνατος» ήταν το σύνθημά τους.
Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας υπογράφτηκε στις 4/17 Μαΐου 1914 από τον Πρίγκιπα Wied και τον Γεώργιο – Χρηστάκη Ζωγράφο. Με αυτό τερματίστηκαν οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Τουρκαλβανών. Η Βόρεια Ήπειρος αποκτούσε επίσημα την αυτονομία της. Η αλβανική κυβέρνηση θα είχε το δικαίωμα να διορίζει και να απολύει τους κυβερνήτες και τους ανωτέρους υπαλλήλους της περιοχής, ενώ γινόταν υποχρεωτική η στρατολόγηση αυτοχθόνων στη Χωροφυλακή και η απαγόρευση παραμονής στρατιωτικών μονάδων που δεν αποτελούνταν από ντόπιους εκεί. Στα σχολεία θα διδασκόταν η ελληνική γλώσσα, αλλά στις τρεις πρώτες τάξεις θα διδασκόταν και η αλβανική. Η θρησκευτική διδασκαλία όμως θα γινόταν μόνο στα ελληνικά, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις θα φρόντιζαν για την τήρηση των όρων του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας.
Πριν προλάβει να εφαρμοστεί το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αν και δεν αναιρέθηκε από καμία μεταγενέστερη Συνθήκη, το Πρωτόκολλο αυτό όχι μόνο δεν εφαρμόστηκε ποτέ, αντίθετα καταστρατηγήθηκε επανειλημμένα από τους Αλβανούς. Εδώ και 110 χρόνια, καμία ελληνική κυβέρνηση δεν έκανε κάτι ουσιαστικό για την εφαρμογή του. Και φτάσαμε στο σημείο σήμερα ο μπασκετμπολίστας πρωθυπουργός Έντι Ράμα, να κρατά αυθαίρετα στις αλβανικές φυλακές τον εκλεγμένο Δήμαρχο Χειμάρρας Φρέντυ Μπελέρη και η Ελλάδα να αρκείται σε χλιαρές διαμαρτυρίας…
Επίλογος
Διαβάζουμε συχνά σε άρθρα μας σχόλια για το «τεχνητό» ελληνικό κράτος, με την «τεχνητή» γλώσσα κ.λπ. Αν υπάρχει παγκοσμίως ένα τεχνητό κράτος, αυτό είναι η Αλβανία που οφείλει την ύπαρξή της στην Ιταλία, πρωτίστως και στην κραταιά, πριν τον Α’ ΠΠ Αυστρία. Στη συνάντησή του με Χειμαρριώτες στις 17/3/1914 ο Ιταλός εκπρόσωπος Leoni είπε: «Το βλέπω ότι είσαστε η πλειοψηφία του πληθυσμού, αλλά η Ιταλία δεν πρόκειται ποτέ να σας αφήσει να ενωθείτε με την Ελλάδα».
Ο Δανός στρατιωτικός ανταποκριτής της γαλλικής εφημερίδας «Le Temps», σε διάλεξή του στο Λονδίνο στις 30/3/1914 είπε: «Όλα τα βαλκανικά έθνη, κατόπιν μεγάλων θυσιών, έχοντας να αντιμετωπίσουν όχι μόνο την Τουρκία, αλλά πολλές φορές κι αυτές τις Μεγάλες Δυνάμεις πέτυχαν την ανεξαρτησία τους. Αντίθετα το ανύπαρκτο έθνος των Αλβανών, χωρίς την ελάχιστη από μέρους του θυσία, όχι μόνο δεν ζήτησε, αλλά ούτε διανοήθηκε ποτέ την ανεξαρτησία που, στάλθηκε αυτή από το Λονδίνο… Το βέβαιο είναι ότι οι Αλβανοί όχι μόνο ουδέποτε διανοήθηκαν την ανεξαρτησία τους, αλλά φοβόντουσαν οποιαδήποτε μεταβολή του καθεστώτος. Είναι γεγονός λοιπόν ότι για τον σχηματισμό αυτού του τεχνητού κράτους ευθύνονται οι Μεγάλες Δυνάμεις και προπαντός η Ιταλία και η Αυστρία».
Αφιερώνω αυτό το άρθρο σε δύο σπουδαίους Έλληνες επιστήμονες – ακαδημαϊκούς με καταγωγή από την Κρήτη. Τον κύριο Χριστόφορο Χαραλαμπάκη, Ακαδημαϊκό, Ομότιμο Καθηγητή Γλωσσολογίας του ΕΚΠΑ και τον κύριο Νικόλαο Παπαδογεωργάκη, Ομότιμο Καθηγητή Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής του ΕΚΠΑ.
Πηγές: Νίκος Υφαντής, «ΚΡΗΤΙΚΑ ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΑ ΣΩΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΩΝ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΩΝ ΤΟ 1914», στην ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ «ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ», ΤΟΜΟΣ Θ’ , ΙΔΡΥΜΑ ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ», Ιωάννινα, 2022
ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, «ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ, η συνεχιζόμενη ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ", Εκδόσεις Ε. ΡΉΓΑ.