Εφαρμόστηκαν σε βάρος του σκληρά μέτρα όπως το παιδομάζωμα, οι βίαιοι εξισλαμισμοί και η εξοντωτική φορολογία. Συμπαγείς πληθυσμοί Τουρκομάνων εποίκων (Γιουρούκοι) τρομοκρατούσαν τους χριστιανούς με βιαιοπραγίες και ληστρικές επιδρομές. Παρόλα αυτά ο ελληνισμός της Μακεδονίας επιβίωσε και άρχισε να ανακάμπτει οικονομικά και πολιτιστικά. Παράλληλα ο πόθος για ελευθερία παρέμεινε άσβεστος. Κατά τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης πολυάριθμοι Μακεδόνες είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ηγέτης της Εταιρείας, διέβη τον ποταμό Προύθο, σηματοδοτώντας την έναρξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία. Το Έθνος είχε ανάγκη από εμπνευσμένους ηγέτες.
γράφει ο Γκάντος Αθανάσιος, Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία (Αριθμός τεύχους 133, Σεπτέμβριος 2007)
ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Ο Εμμανουήλ Παπάς γεννήθηκε το 1773 στο χωριό Δοβίστα (σημ. Εμμανουήλ Παπάς)(1), 16 χιλιόμετρα από την πόλη των Σερρών. Οι γονείς του, Δημήτριος και Βασιλική, κατάγονταν από αριστοκρατικές οικογένειες. Ο πατέρας του χειροτονήθηκε ιερέας και έλαβε το εκκλησιαστικό αξίωμα του οικονόμου. Έτσι προέκυψε το οικογενειακό όνομα Παπάς. Ο Εμμανουήλ σε νεαρή ηλικία εισήχθη στη Σχολή των Σερρών, σπουδαίο εκπαιδευτήριο που λειτουργούσε από το 1735. Αργότερα νυμφεύθηκε μια συντοπίτισσά του, τη Φαίδρα, με την οποία απέκτησε δώδεκα παιδιά, εννέα γιους και τρεις κόρες. Ο Παπάς δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στον τομέα του εμπορίου. Την εποχή εκείνη οι Σέρρες αποτελούσαν εμπορικό κέντρο παγκόσμιας εμβέλειας. Καθημερινά στην πόλη πραγματοποιούντο συναλλαγές μεγάλης ποικιλίας προϊόντων μεταξύ εκπροσώπων ευρωπαϊκών οίκων και Ελλήνων και Τούρκων εμπόρων. Εκτός αυτού στις Σέρρες ήταν σημαντική η αγροτική παραγωγή, κυρίως του βαμβακιού. Ο Παπάς, χάρη στο εμπορικό του δαιμόνιο, κατόρθωσε να γίνει ο πιο πετυχημένος επιχειρηματίας στην ακμάζουσα πόλη. Μάλιστα ίδρυσε καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη και στη Βιέννη. Τα κέρδη από τις επιχειρήσεις του χάρισαν μια μυθική περιουσία. Έτσι εξελίχθηκε στον δανειστή των τοπικών Ελλήνων αρχόντων και Τούρκων μπέηδων, μεταξύ αυτών και του ίδιου του διοικητή των Σερρών, Ισμαήλ μπέη. Εκτός από τις προσωπικές του επιτυχίες ο Παπάς ενδιαφερόταν πολύ για το καλό των συμπατριωτών του. Εξελέγη πολλές φορές στο συμβούλιο της δημογεροντίας των Σερρών. Κατόρθωσε, χάρη στον πλούτο και στην επιρροή του στους Τούρκους, να εκδικάζονται οι διαφορές μεταξύ χριστιανών από τον μητροπολίτη των Σερρών και όχι από τον Τούρκο καδή. Επίσης πολλές ήταν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Παπάς επενέβη και έσωσε συντοπίτες του από τη θανατική καταδίκη. Ξεχωριστό ήταν το φιλανθρωπικό του έργο. Διέθεσε μεγάλο μέρος της περιουσίας του για τη λειτουργία κοινωφελών ιδρυμάτων. Η επιτυχής πορεία του Παπά στις Σέρρες διακόπηκε μετά τον θάνατο του Ισμαήλ μπέη. Ο γιος και διάδοχος αυτού στη διοίκηση της πόλης, Γιουσούφ μπέης, αρνήθηκε να εξοφλήσει το τεράστιο χρέος του στον Παπά. Ο τελευταίος το 1816 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και πέτυχε να εκδοθεί φιρμάνι το οποίο υποχρέωνε τον Γιουσούφ μπέη να του αποδώσει το μεγαλύτερο μέρος του χρέους. Εκείνος, εξοργισμένος, έκαψε το σπίτι του Παπά και απείλησε τη ζωή του ιδίου και της οικογενείας του. Υπό αυτές τις συνθήκες ο Παπάς υποχρεώθηκε να θέσει την οικογένεια του υπό την προστασία του μητροπολίτη Σερρών Χρύσανθου και να παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί τον Δεκέμβριο του 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Κωνσταντίνο Παπαδάτο. Μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1820, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, σε επιστολή του προς τον Παπά, εξήρε τον πατριωτισμό του τελευταίου και τον καλούσε να βρίσκεται σε εγρήγορση για τον ιερό σκοπό της επανάστασης του Έθνους. Η στιγμή της δράσης δεν θα αργούσε να φθάσει.
Η ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ
Τον Μάρτιο του 1821 η Κωνσταντινούπολη άρχισε να κατακλύζεται από ειδήσεις για την προέλαση του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία. Ο Παπάς δεν δίστασε να αναλάβει πρωτοβουλία. Κάτω από τα βλέμματα των ανυποψίαστων Τούρκων φόρτωσε το πλοίο του Λήμνιου φιλικού Χατζηβισβίζη με όπλα και πολεμοφόδια. Στις 23 Μαρτίου απέπλευσε με τη συνοδεία του υπασπιστή του, Χατζηπέτρου, τού γραμματέα του, Δημητρίου Οικονόμου, και του μεγαλύτερου γιου του, Ιωάννη, για το Άγιο Όρος. Το Άγιο Όρος, με τα 20 μοναστήρια και τους 10.000 περίπου μοναχούς την εποχή εκείνη, αποτελούσε τον πνευματικό φάρο του υπόδουλου Ελληνισμού. Οι Αγιορείτες με τα κηρύγματα τους κρατούσαν υψηλό το φρόνημα των χριστιανών. Επίσης εκεί φυλάσσονταν βιβλία και άλλα κειμήλια πολύτιμα για την εθνική ιστορική μνήμη. Η ακτινοβολία του Όρους απλωνόταν στα Βαλκάνια και στη Ρωσία. Η ενίσχυση του από τους ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας και τους τσάρους ήταν γενναία. Παρόλα αυτά οι κατασχέσεις και οι δυσβάστακτοι φόροι των Τούρκων έφερναν συχνά τα μοναστήρια σε οικονομικό αδιέξοδο. Ο Εμμανουήλ Παπάς αποβιβάστηκε στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου. Τον υποδέχθηκε θερμά ο ηγούμενος της, Ιωακείμ, ο οποίος ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Καθώς το κύμα του ενθουσιασμού επεκτάθηκε σε ολόκληρη την ιερή κοινότητα, ο Παπάς συναντήθηκε και με τους ηγουμένους των υπόλοιπων μονών. Παράλληλα εγκαινίασε δι’ αλληλογραφίας επικοινωνία με φιλικούς και οπλαρχηγούς της Χαλκιδικής και των Σερρών. Στο Άγιο Όρος η παραγωγή φυσιγγίων και άλλες πυρετώδεις προετοιμασίες εκτελούντο υπό καθεστώς απόλυτης μυστικότητας. Ο Παπάς προχωρούσε με προσεκτικά βήματα και ανάλωσε ολόκληρο τον Απρίλιο για την προπαρασκευή του αγώνα. Είχε επίγνωση της δυσκολίας λόγω της γεωγραφικής θέσης της Μακεδονίας, κοντά στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και περιβαλλόμενης από εχθρικά στρατεύματα γειτονικών περιοχών. Ο κίνδυνος εγκλωβισμού των επαναστατών ήταν ορατός. Ο Παπάς επέλεξε να αναμείνει την κάθοδο του Υψηλάντη από τη Μολδοβλαχία(2) και την επέκταση της επανάστασης βόρεια της Στερεάς Ελλάδας. Οι εξελίξεις, όμως, τον έφεραν προ τετελεσμένων. Ο Γιουσούφ μπέης(3), διοικητής της Θεσσαλονίκης, θορυβημένος από τις ειδήσεις σχετικά με τις επαναστάσεις των Ελλήνων στη Μολδοβλαχία και στη νότια Ελλάδα, αποφάσισε τη διενέργεια προληπτικών πληγμάτων. Έστειλε διαταγή σε πολλούς προκρίτους της Μακεδονίας να παρουσιαστούν μπροστά του, με απώτερο σκοπό να τους κρατήσει ομήρους. Εκείνοι όμως, υποψιασμένοι, φρόντισαν να αποστείλουν άλλα πρόσωπα στη θέση τους. Ο Γιουσούφ μπέης αντιλήφθηκε την πλάνη, πράγμα το οποίο ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τις υποψίες του. Φυλάκισε τους αντιπροσώπους των προκρίτων και απέστειλε στρατιωτική δύναμη στην Ιερισσό, για να επιθεωρεί το Άγιο Όρος. Επίσης διέταξε τους στρατιωτικούς διοικητές της Παζαρούδας (σημ. Απολλωνία), Τσιρίμπαση αγά, και των Χασικοχωρίων(4), Χασάν αγά, να κινηθούν κατά της κωμόπολης του Πολυγύρου, που κατείχε κεντρική θέση στη Χαλκιδική. Εκεί όφειλαν να αφοπλίσουν τους κατοίκους και να συλλάβουν τους προεστούς της. Στις 16 Μαΐου, μια ημέρα πριν από την ορισθείσα ημερομηνία της επίθεσης, η τοπική φρουρά του Πολυγύρου, εκτοξεύοντας απειλές για γενική σφαγή, άρχισε βιαιοπραγίες σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού. Οι κάτοικοι αντέδρασαν και νωρίς το πρωί της επόμενης ημέρας επιτέθηκαν και εξόντωσαν τη φρουρά. Στη συνέχεια στράφηκαν εναντίον των προελαυνόντων τουρκικών δυνάμεων της Παζαρούδας και των Χασικοχωρίων, που αριθμούσαν 1.000 άνδρες, και τις απώθησαν. Η εξέγερση του Πολυγύρου είχε σοβαρό αντίκτυπο. Την ίδια ημέρα συγκλήθηκε έκτακτη σύνοδος με τη συμμετοχή λαϊκών και μοναχών στην πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, τις Καρυές, η οποία αποφάσισε την άμεση κήρυξη της επανάστασης και τη σύλληψη του ζαμπίτη (διοικητή του Ορους), Χασεκή Χαλήλ μπέη. Επίσης συγκροτήθηκε εφορεία με αντιπροσώπους από όλες τις μονές για τη διοικητική μέριμνα του αγώνα. Ακολούθησε εκκλησιαστική τελετή χοροστατούντος του μητροπολίτη Μαρώνειας Κωνσταντίου, κατά την οποία, μέσα σε κλίμα φορτισμένο από συγκίνηση και ενθουσιασμό, ο Εμμανουήλ Παπάς αναγορεύθηκε αρχηγός και προστάτης της Μακεδονίας. Στη Θεσσαλονίκη τα νέα από τον Πολύγυρο προκάλεσαν την οργή του Γιουσούφ μπέη και ένα κύμα τρομοκρατίας. Οι όμηροι ανασκολοπίσθηκαν, ενώ σημαίνοντα πρόσωπα, όπως ο μητροπολίτης Κίτρους Ιωσήφ και οι πρόκριτοι Χριστόδουλος Μπαλάνος και Αναστάσιος Κυδωνιάτης, αποκεφαλίσθηκαν. Επιπλέον, 2.000 Έλληνες της Θεσσαλονίκης τέθηκαν υπό κράτηση στην αυλή του μητροπολιτικού ναού και η πόλη παραδόθηκε στη λεηλασία.
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Ο Νικόλαος Κασομούλης και ο Κωνσταντίνος Νικολάου, αφού πέρασαν από τα Ψαρά και την Ύδρα, έφθασαν στην Πελοπόννησο. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1821 συνάντησαν τον Δημήτριο Υψηλάντη στο Άργος. Ο τελευταίος, σε συνεργασία με τον Κασομούλη, συνέλαβε ένα φιλόδοξο σχέδιο γενικευμένου ξεσηκωμού της Μακεδονίας. Σύμφωνα με αυτό, θα αποστελλόταν δύναμη τακτικού στρατού στη Μακεδονία υπό τις διαταγές ενός υπασπιστή του Υψηλάντη, του Γρηγορίου Σάλα. Παράλληλα οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου και της δυτικής Μακεδονίας θα καταλάμβαναν καίριες θέσεις, π.χ. τη γέφυρα επί του Αξιού και τα Τέμπη. Ιδιαίτερα σημαντικός προβλεπόταν να είναι ο ρόλος της Νάουσας, η οποία διέθετε, σύμφωνα με τον Κασομούλη, «άφθονα ντουφέκια και σπαθιά».Επειδή τα εφόδια δεν επαρκούσαν στην Πελοπόννησο, ο Κασομούλης και ο Σάλας αναζήτησαν βοήθεια στις Κυκλάδες. Η περιοδεία τους, όμως, είχε πενιχρά αποτελέσματα. Εκτός αυτού ο Σάλας αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων και ασχολήθηκε περισσότερο με την προσωπική του διασκέδαση. Ο Κασομούλης, αφού κατόρθωσε να συγκεντρώσει με κόπο ελάχιστα πολεμοφόδια στα Ψαρά, επέστρεψε στον Όλυμπο. Μπροστά στον επαναστατικό αναβρασμό που επικρατούσε, ο Αβδούλ Αμπούδ συνέλαβε πολλούς ομήρους στη δυτική Μακεδονία. Παρόλα αυτά οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στις 8 Μαρτίου 1822. Οι Τούρκοι, χάρη στην υπεροπλία τους, κατέστειλαν την εξέγερση σύντομα. Σχεδόν ταυτόχρονα εξεγέρθηκε και η Νάουσα. Η αντίδραση των Τούρκων ήταν σκληρή, αλλά η πόλη αντέταξε ηρωική άμυνα. Τελικά, στα μέσα Απριλίου 1822 ο Αβδούλ Αμπούδ, με ένα στράτευμα 20.000 ανδρών, κατέβαλε τους επαναστάτες και έσφαξε τον πληθυσμό. Με αυτό τον τραγικό τρόπο έσβησε και η τελευταία επαναστατική εστία στη Μακεδονία.
ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΠΡΟΕΛΑΥΝΟΥΝ
Ο Παπάς εγκαινίασε την εκστρατεία με ένα σώμα που περιελάμβανε 2.000 ένοπλους μοναχούς. Πρώτος στόχος του θα ήταν η Ιερισσός. Την 1η Ιουνίου οι κάτοικοι αυτής ενώθηκαν με τους επαναστάτες και εκδίωξαν τους Τούρκους. Σε επιστολή του ο μητροπολίτης Ιερισσού, Ιγνάτιος, απέστειλε θερμές ευχαριστίες στον «ευγενέστατο και ορθοδοξότατο κύριο Εμμανουήλ Πάπα» και του ευχόταν να προελάσει νικηφόρος μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα εξεγέρθηκαν η Κασσάνδρα, η Σιθωνία και τα Χασικοχώρια. Ηγετική μορφή στις περιοχές εκείνες αναδείχθηκε ο καπετάν Χάψας.
Οι επαναστάτες κινήθηκαν πάνω σε δύο άξονες. Στα ανατολικά ο Εμμανουήλ Παπάς, μετά την Ιερισσό, προχώρησε προς τα Μαδεμοχώρια. Εκείνα ήταν μία αυτόνομη ομοσπονδία δώδεκα κοινοτήτων γύρω από μεταλλεία αργύρου, η οποία απολάμβανε ιδιαίτερα προνόμια από την Υψηλή Πύλη. Οι κάτοικοι τους, όμως, στο όνομα της ελευθερίας δεν δίστασαν να προσχωρήσουν στον Παπά. Εκείνος ενισχυμένος προχώρησε βόρεια και συγκεκριμένα με κατεύθυνση τα στενά της Ρεντίνας, τα οποία κατείχαν στρατηγική θέση πάνω στην οδό Καβάλας-Θεσσαλονίκης. Εκεί ο Παπάς θα μπορούσε να αποτρέψει πιθανή απόπειρα τουρκικής ενίσχυσης από την πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Όσον αφορά τον δυτικό άξονα επίθεσης, ο καπετάν Χάψας, με ιδιαίτερη ορμητικότητα, κατέφθασε στην επαναστατημένη κωμόπολη των Βασιλικών και έπειτα κατεδίωξε τουρκική δύναμη υπό τον Αγκούς αγά μέχρι το χωριό Σέδες, μόλις τρεις ώρες από τη Θεσσαλονίκη. Ο Γιουσούφ μπέης ένιωθε τον κλοιό να σφίγγει απειλητικά γύρω από την πόλη. Τρομοκρατημένος απηύθυνε εκκλήσεις για βοήθεια σε διοικητές γειτονικών περιοχών.
Ωστόσο η επανάσταση έπασχε από σοβαρά προβλήματα εφοδιασμού, τα οποία απειλούσαν τη συνέχιση της πορείας της. Ο Παπάς, αξιοποιώντας την προσωπική του περιουσία, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να καλύψει τις μεγάλες ελλείψεις σε όπλα και πολεμοφόδια. Παράλληλα με επιστολή του προς τον Δημήτριο Υψηλάντη(5) ζήτησε εφόδια και πλοία. Επίσης στράφηκε προς τους οπλαρχηγούς της περιοχής του Ολύμπου, που είχε μακρά παράδοση αρματολισμού. Οι τελευταίοι ήταν εμπειροπόλεμοι και θα ενίσχυαν σημαντικά την επανάσταση στη Χαλκιδική. Όμως η ανταπόκριση τους ήταν ισχνή. Δίσταζαν να απομακρυνθούν από τις βάσεις τους. Εξαίρεση αποτέλεσε ο Διαμαντής Νικολάου, ο οποίος υποσχέθηκε αποστολή σώματος. Στο αντίπαλο στρατόπεδο οι εκκλήσεις του Γιουσούφ μπέη συνάντησαν προσφορότερο έδαφος. Ο Μπαϊράμ πασάς, που είχε συγκεντρώσει ισχυρή δύναμη από την ανατολική Θράκη και την Καλλίπολη για την καταστολή της επανάστασης στη νότια Ελλάδα, έσπευσε προς βοήθεια του. Οι συνθήκες γίνονταν πλέον κρίσιμες για τους επαναστάτες.
ΑΝΑΔΙΠΛΩΣΗ
Στα μέσα Ιουνίου του 1821 ο Μπαϊράμ πασάς κτύπησε το σώμα του Εμμανουήλ Παπά στα στενά της Ρεντίνας και το απώθησε εύκολα. Ο Παπάς μέσω των βουνών κατέφυγε στον Πολύγυρο, ενώ το τουρκικό ιππικό (3.000 άνδρες) με απηνή καταδίωξη εξολόθρευσε την οπισθοφυλακή του. Στη συνέχεια ο Μπαϊράμ πασάς μετέβη στη Θεσσαλονίκη, όπου κήρυξε γενική επιστράτευση. Συγκεντρώθηκε μια εντυπωσιακή δύναμη 30.000 πεζών και 5.000 ιππέων. Με τους Τούρκους συνέπραξαν και ορισμένοι Εβραίοι από την πολυάριθμη κοινότητα τους στη Θεσσαλονίκη.
Επόμενος στόχος των Τούρκων θα ήταν τα Βασιλικά. Οι επαναστάτες επιχείρησαν να εκκενώσουν την κωμόπολη από τα γυναικόπαιδα. Ωστόσο ο Αχμέτ μπέης των Γενιτσών πρόλαβε την κίνηση τους. Εισβάλλοντας στα Βασιλικά τα πυρπόλησε (μόνο τρία σπίτια σώθηκαν) και έσφαξε τον πληθυσμό.
Ο καπετάν Χάψας με 200 μόλις άνδρες επεδίωξε να οργανώσει γραμμή άμυνας μπροστά στον προελαύνοντα Μπαϊράμ πασά στους πρόποδες του όρους Βουζιάρη, έξω από τα Βασιλικά. Ύστερα από σκληρότατη σύγκρουση οι επαναστάτες κάμφθηκαν. Εξήντα δύο από αυτούς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο καπετάν Χάψας, έπεσαν ηρωικά στο πεδίο της μάχης. Σε εκατοντάδες ανήλθαν οι απώλειες των Τούρκων. Με την κατάρρευση του μετώπου η κεντρική Χαλκιδική παραδόθηκε στο εκδικητικό τους μένος. Σε αναφορά του ο Μπαϊράμ πασάς επαιρόταν ότι κατέστρεψε 42 χωριά των «απίστων», μεταξύ αυτών τη Γαλάτιστα και τον Πολύγυρο. Μεγάλος αριθμός γυναικόπαιδων κατέληξε στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Οι διασωθείσες επαναστατικές δυνάμεις κατέφυγαν στις χερσονήσους της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας και του Αγίου Όρους, φυσικές οχυρές θέσεις. Τους ακολούθησαν 5.000 περίπου απελπισμένοι πρόσφυγες. Ειδικότερα την Κασσάνδρα, που εξελίχθηκε σε επαναστατικό κέντρο, υπερασπίζονταν 2.700 ένοπλοι. Σε αυτούς προστέθηκαν 400 άνδρες υπό τους Κωνσταντίνο Μπίνο και Μήτρο Λιάκο, που απέστειλε ο Διαμαντής Νικολάου. Λίγο αργότερα κατέφθασε και ο ίδιος ο Νικολάου με 200 ακόμα άνδρες. Τις ακτές επιτηρούσαν δύο ψαριανά πλοία, ένα τοπικό και ένα προερχόμενο από τη Λήμνο. Οι Ψαριανοί κατόρθωσαν να εντοπίσουν δύο τουρκικά πλοία που θα διενεργούσαν αποβατική ενέργεια στην Κασσάνδρα και τα καταδίωξαν. Το ένα από αυτά εξόκειλε στο ακρωτήριο της Συκιάς, στη Σιθωνία. Οι Ψαριανοί το πυρπόλησαν, αφού πρώτα αφαίρεσαν τα πυροβόλα του. Το δεύτερο πλοίο εξόκειλε στις ακτές του Αγίου Όρους. Οι Τούρκοι ναύτες επιχείρησαν να το υπερασπισθούν, αλλά μάταια. Τελικά πυρπολήθηκε και αυτό. Ο Παπάς οχύρωσε τη διώρυγα της Ποτίδαιας, που χώριζε την Κασσάνδρα από την υπόλοιπη Χαλκιδική, και τοποθέτησε πυροβόλα τα οποία προμηθεύτηκε από τους Ψαριανούς. Στην απέναντι ακτή ο Γιουσούφ μπέης είχε συγκεντρώσει 8.000 άνδρες. Στις αρχές Ιουλίου οι Τούρκοι εκτόξευσαν ισχυρή επίθεση και διέβησαν τη διώρυγα. Καθώς, όμως, κατευθύνονταν προς το χωριό Πινάκα, ο Διαμαντής Νικολάου, με ευφυή ελιγμό, απέκλεισε τη διώρυγα στα μετόπισθεν τους. Ταυτόχρονα ασκήθηκε ισχυρή πίεση στην εμπροσθοφυλακή τους. Τότε τους κατέλαβε πανικός και οδηγήθηκαν σε άτακτη φυγή. Πίσω τους άφησαν 500 νεκρούς, επτά σημαίες και άφθονα κιβώτια με πυρομαχικά. Επίσης κατέφθασαν 11 ψαριανά πλοία τα οποία έπληξαν με τα πυροβόλα τους το εχθρικό στρατόπεδο και άφησαν πολεμοφόδια. Παρά τις θεαματικές αυτές επιτυχίες, ο Παπάς δεν έτρεφε αυταπάτες. Οι δυνάμεις του, αποκομμένες από τις υπόλοιπες επαναστατικές εστίες, απαιτούσαν συνεχή ροή μεγάλου όγκου εφοδίων.
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
Η κατάσταση στην Κασσάνδρα με την πάροδο του χρόνου εκτραχυνόταν. Πείνα και επιδημίες ταλαιπωρούσαν τους μαχητές και τους πρόσφυγες. Ο Παπάς άρχισε νέο κύκλο επαφών προς αναζήτηση βοήθειας. Ο Διαμαντής Νικολάου επέστρεψε στον Όλυμπο για συνεννοήσεις με τους τοπικούς οπλαρχηγούς. Οι τελευταίοι έστειλαν στην Κασσάνδρα ως πληρεξούσιους τον Κωνσταντίνο Νικολάου, αδελφό του Διαμαντή, και τον Νικόλαο Κασομούλη(6), οι οποίοι ζήτησαν από τον Εμμανουήλ Παπά συστατικές επιστολές για να μεταβούν στην Πελοπόννησο. Ο Παπάς τους τις έδωσε, μαζί με προσωπικές του επιστολές απευθυνόμενες στον Δημήτριο Υψηλάντη και στους προύχοντες της Ύδρας και των Σπετσών. Ο Κασομούλης πριν αναχωρήσει, επιθεωρώντας τις οχυρώσεις, αντιλήφθηκε το χαμηλό ηθικό των υπερασπιστών της Κασσάνδρας. Έγραψε χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματα του για την «αγανάκτησιν αυτών από τας ελλείψεις».Τον Σεπτέμβριο του 1821 ο Παπάς υπέστη βαρύ πλήγμα: το σώμα του Μήτρου Λιάκου τον εγκατέλειψε. Παρόλα αυτά αποφάσισε την αποστολή 600 ανδρών στα νώτα του τουρκικού στρατοπέδου, με τολμηρή αποβατική επιχείρηση. Ήλπιζε έτσι να ανακουφίσει προσωρινά την πολύπαθη Κασσάνδρα. Δυστυχώς η επιχείρηση προδόθηκε και κατέληξε στον όλεθρο του αποβατικού σώματος. Οι Τούρκοι αποκεφάλισαν τους αιχμαλώτους μαχητές και έστειλαν τα κεφάλια τους σαν τρόπαια στη Θεσσαλονίκη. Έπειτα από αυτή την αποτυχία αναχώρησαν και οι υπόλοιποι μαχητές του Ολύμπου, καθώς και τα ψαριανά πλοία, επειδή στα πληρώματα τους δεν παρέχονταν τρόφιμα και μισθοί. Στον Παπά απέμειναν μόλις 430 άνδρες. Τότε συνέλαβε το σχέδιο να μεταβεί στην περιοχή του Ολύμπου, για να την υποκινήσει σε επανάσταση. Επρόκειτο για μια απέλπιδα απόπειρα αντιπερισπασμού. Τελικά, γνωρίζοντας ότι εκεί επικρατούσε έλλειψη εφοδίων, αποφάσισε να παραμείνει στην Κασσάνδρα. Στο μεταξύ έλαβε την απαντητική επιστολή του Δημητρίου Υψηλάντη. Ο τελευταίος τον διόριζε επίσημα πληρεξούσιο αρχηγό και διοικητή του Αγίου Όρους, της Κασσάνδρας και της Θεσσαλονίκης. Του εξηγούσε, όμως, ότι δεν υπήρχαν πολλά διαθέσιμα εφόδια στην Πελοπόννησο, καθώς μαινόταν η πολιορκία της Τριπολιτσάς. Θα του παρείχε βοήθεια στο μέλλον και του συνιστούσε υπομονή. Ήταν προφανές ότι η Κασσάνδρα βρισκόταν στο έλεος των Τούρκων. Ανάλογη ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στο Αγιο Όρος. Επιστολές στον Δημήτριο Υψηλάντη και στην Ύδρα απέστειλαν και οι ηγούμενοι, για να λάβουν την απάντηση ότι οι ίδιοι όφειλαν να στηρίξουν οικονομικά τον αγώνα με τα κειμήλια και τα αφιερώματα των μοναστηριών τους. Ο Υψηλάντης τους έγραψε χαρακτηριστικά ότι «το Έθνος εκινήθη κατά του τυράννου όχι με βασιλικούς θησαυρούς, αλλά με συνεισφοράς ιδιαιτέρας». Μεταξύ των μοναχών επικράτησε διαφωνία για το μέλλον της επανάστασης. Τελικά διόρισαν «αρχηγό και υπερασπιστή του Ελληνικού στρατεύματος» τον οπλαρχηγό Ρήγα Μάνθο, τον οποίο ο Παπάς είχε αποστείλει νωρίτερα ως αντιπρόσωπο του, και άρχισαν την κατασκευή τάφρου. Ο Παπάς ήταν αντίθετος με τον διορισμό, καθώς εκείνος φαινόταν να του στερεί τη γενική αρχηγία. Λίγο αργότερα, σε σύσκεψη στο Αγιο Όρος, ο Μάνθος μίλησε υβριστικά στον Παπά. Ο τελευταίος, εξοργισμένος, διέταξε την εκτέλεση του. Ως νέο αντιπρόσωπο του όρισε τον μοναχό Νικηφόρο Ιβηρίτη. Ενώ συνέβαιναν αυτά τα θλιβερά γεγονότα στους κόλπους των επαναστατών, ο σουλτάνος διόρισε νέο διοικητή της Θεσσαλονίκης τον Μεχμέτ Αβδούλ Αμπούδ, με τη ρητή εντολή να συντρίψει τους επαναστάτες. Ο Μαχμούτ Β’ επειγόταν να ξεκαθαριστεί η κατάσταση στη Μακεδονία ώστε να μπορούν να διέρχονται απερίσπαστα τα στρατεύματα του με κατεύθυνση τις κύριες επαναστατικές εστίες της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Ο Αβδούλ Αμπούδ (= ο ροπαλοφόρος) αποτελούσε άριστη επιλογή, αφού συνδύαζε πολεμικές και διπλωματικές ικανότητες. Επικεφαλής 14.000 ανδρών κινήθηκε εναντίον της Κασσάνδρας. Παράλληλα φρόντισε να αποστείλει ισχυρό απόσπασμα 3.500 ανδρών στο Άγιο Όρος. Μπροστά στη διώρυγα της Ποτίδαιας αφιέρωσε λίγες ημέρες στην κατόπτευση των οχυρών θέσεων των επαναστατών. Έπειτα διενήργησε έφοδο, την οποία οι Έλληνες απέκρουσαν με θάρρος. Τότε πρότεινε την παράδοση τους με αντάλλαγμα γενική αμνηστία. Η πρόταση απορρίφθηκε. Έτσι οι Τούρκοι επιτέθηκαν πάλι, νωρίς το πρωί της 30ής Οκτωβρίου 1821. Αρχικά η επίθεση περιορίστηκε στο ένα άκρο της διώρυγας. Ωστόσο επρόκειτο για παραπλανητική ενέργεια. Σύντομα εκδηλώθηκε έφοδος και στο άλλο άκρο, η οποία συνάντησε ελάχιστη αντίσταση. Μεταξύ διασταυρούμενων πυρών τα τρία τέταρτα των Ελλήνων μαχητών έχασαν ηρωικά τη ζωή τους. Διακόσιες ελληνικές οικογένειες έσπευσαν τότε να διαφύγουν με καράβια στη Σκιάθο, στη Σκόπελο και στη Σκύρο. Αρχικά ο Αβδούλ Αμπούδ διέταξε τα στρατεύματα του να μη βλάψουν τους εναπομείναντες Έλληνες. Η διαλλακτική αυτή στάση συνέβαλε στην άμεση παράδοση της Σιθωνίας και στη συνέχεια του Αγίου Όρους. Αργότερα, όμως, ο Αβδούλ Αμπούδ απεκάλυψε το αληθινό του πρόσωπο, όταν παρέδωσε την Κασσάνδρα σε ένα όργιο αίματος και λεηλασιών. Ο Εμμανουήλ Παπάς μόλις και μετά βίας διέφυγε στο Άγιο Όρος. Εκεί επιχείρησε να οργανώσει εκ νέου αντίσταση. Πολλοί μοναχοί ανταποκρίθηκαν και ξεκίνησαν οχυρωματικά έργα στις μονές. Ταυτόχρονα οι πρόσφυγες φυγαδεύθηκαν με ψαριανά πλοία. Οι ηγούμενοι, όμως, είχαν ήδη έλθει σε επαφή με τον Αβδούλ Αμπούδ και επιθυμούσαν να διαπραγματευθούν. Σε ένδειξη καλής θέλησης προς τους Τούρκους, απελευθέρωσαν τον αιχμάλωτο ζαμπίτη και σχεδίαζαν μυστικά να συλλάβουν τον ευρισκόμενο στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου Εμμανουήλ Παπά. Εκείνος, απογοητευμένος, επιβιβάστηκε μαζί με τους συνεργάτες του, λαϊκούς και μοναχούς σε πλοίο και αναχώρησε για την Πελοπόννησο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού η κακή ψυχολογική του κατάσταση συνετέλεσε στο να υποστεί καρδιακή προσβολή και να πεθάνει. Η σορός του ενταφιάσθηκε με τιμές στην Υδρα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η επανάσταση της Χαλκιδικής έληξε οριστικά με την παράδοση του Αγίου Όρους, τον Ιανουάριο του 1822. Οι όροι που επιβλήθηκαν στους μοναχούς ήταν βαρύτατοι. Μεταξύ αυτών ήταν η αποστολή ομήρων στην Κωνσταντινούπολη, η εγκατάσταση τουρκικής φρουράς και η καταβολή διπλάσιων των καθυστερημένων φόρων. Το τέλος της επανάστασης έβρισκε τη Χαλκιδική ερειπωμένη. Συνολικά 78 χωριά και 59 αγιορείτικα μετόχια καταστράφηκαν. Ο ηρωικός αγώνας όμως δεν πήγε χαμένος. Οι επαναστάτες επί έξι περίπου μήνες απασχόλησαν μεγάλο αριθμό τουρκικών δυνάμεων. Έτσι δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος για να εδραιωθεί η Επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Εξίσου σημαντικός ήταν ο ηθικός αντίκτυπος. Η επανάσταση της Χαλκιδικής ενέπνευσε ολόκληρες γενιές Μακεδόνων στους μετέπειτα αγώνες για ελευθερία. Ειδικότερα, ο Εμμανουήλ Παπάς άφησε λαμπρή παρακαταθήκη. Αποτελεί διαχρονικό πρότυπο αγνού μαχητή. Διέθεσε το σύνολο της περιουσίας του (500.000 περίπου γρόσια) για τις ανάγκες της Επανάστασης. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι δεν δίστασε να θυσιάσει την ίδια του την οικογένεια. Με την έναρξη της εξέγερσης η σύζυγος και τρία από τα παιδιά του, που βρίσκονταν στις Σέρρες, φυλακίστηκαν υπό την απειλή της εκτέλεσης. Τελικά με παρέμβαση του μητροπολίτη Σερρών η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια. Η οικογένεια του πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος. Πέντε από τους εννέα γιους του θυσιάστηκαν στον βωμό της ελευθερίας. Συγκεκριμένα, ο Αλέξανδρος έχασε τη ζωή του στο Μεσολόγγι, μαχόμενος με το σώμα του Μάρκου Μπότσαρη, ο Αθανάσιος συνελήφθη σε μάχη στην Αταλάντη και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα, ο Δημήτριος συνελήφθη στο Νεόκαστρο και απαγχονίστηκε. Την ίδια τύχη είχε και ο Γεώργιος. Ο Ιωάννης, ο οποίος είχε συμπαρασταθεί στον πατέρα του στη Χαλκιδική, έπεσε μαχόμενος στο Μανιάκι, δίπλα στον Παπαφλέσσα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Στην κοινότητα Εμμανουήλ Παπάς λειτουργεί Μουσείο της Επανάστασης του 1821 με πλούσια συλλογή όπλων.
(2) Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης από τη Μολδοβλαχία είχε το φιλόδοξο σχέδιο να διασχίσει τα Βαλκάνια, να υποκινήσει σε επανάσταση τους Σέρβους και τους Βουλγάρους και να καταλήξει στην Ελλάδα.
(3) Συνωνυμία με τον Γιουσούφ μπέη των Σερρών.
(4) Τα Χασικοχώρια εντοπίζονταν στην κεντρική Χαλκιδική, περιφερειακά του Πολυγύρου.
(5) Ο Δημήτριος Υψηλάντης εστάλη στην Πελοπόννησο από τον αδελφό του Αλέξανδρο, ως πληρεξούσιος του.
(6) Ο Νικόλαος Κασομούλης, με καταγωγή από την Κοζάνη, είχε πλούσια στρατιωτική δράση κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Συμμετείχε, εκτός των άλλων, στην εξέγερση του Ολύμπου, στην πολιορκία του Μεσολογγίου και στην εκστρατεία του Καραϊσκάκη στον Πειραιά. Αποτύπωσε τις εμπειρίες του στο έργο «Ενθυμήματα Στρατιωτικά», ένα από τα σημαντικότερα απομνημονεύματα αγωνιστών του 1821.