Είναι αυτό που σήμερα ονομάζουμε Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Η αντιπαράθεση μεταξύ των ψαράδων, αλλά και των πολεμικών σκαφών των δύο χωρών, ήταν έντονη και πολλές φορές έφθασε στα όρια της σύρραξης. Πάντοτε, όμως, η μικροσκοπική Ισλανδία κατάφερνε να επιβάλει τη θέλησή της απέναντι στην άσπονδη φίλη και σύμμαχό της στο ΝΑΤΟ, Μεγάλη Βρετανία.
Καθώς τα αλιεύματα συνεχώς μειώνονταν, οι ψαράδες αναζητούσαν νέες θαλάσσιες περιοχές, πολλές από τις οποίες ανήκαν στη δικαιοδοσία και την κυριαρχία άλλων κρατών, ξένων προς αυτούς. Η χρησιμοποίηση του ατμού στα πλοία το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα τούς έδωσε ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Μεγάλη Βρετανία και Ισλανδία εξαρτούσαν πολλά από την αλιεία, κυρίως η Ισλανδία, της οποίας το 25% του εργατικού δυναμικού ήταν ψαράδες.
Ο «Πρώτος Πόλεμος του Βακαλάου» καταγράφεται το 1893, όταν η Δανία, που κατείχε τότε την Ισλανδία, επέβαλε αλιευτικό όριο 13 ναυτικών μιλίων (24 χιλιομέτρων) γύρω από τις ακτές της για τα ξένα πλοία. Οι βρετανικές μηχανότρατες αψήφησαν την απαγόρευση, αλλά το δανικό ναυτικό επέδειξε αποφασιστικότητα και απάντησε με κατασχέσεις πλοίων και μεγάλα πρόστιμα στους ναυτικούς. Η βρετανική κυβέρνηση, φοβούμενη ότι διακυβεύεται το μέλλον της αλιευτικής της βιομηχανίας, ήλθε με βαριά καρδιά σε συμφωνία με τη Δανία. Τα βρετανικά πλοία θα μπορούσαν να προσορμίζονται στην Ισλανδία, αλλά δεν μπορούσαν να ψαρεύουν μέσα στην απαγορευμένη ζώνη των 13 ναυτικών μιλίων.
Όταν η μηχανότρατα «Caspian» το 1899 παραβίασε τη συμφωνία, η αντίδραση των Δανών ήταν άμεση. Το πλοίο κανονιοβολήθηκε και υπέστη σοβαρές ζημιές, ενώ ο πλοίαρχός του δέθηκε στο μεσαίο κατάρτι ενός δανικού πολεμικού πλοίου και οδηγήθηκε στις Φαρόες Νήσους, όπου δικάσθηκε σε φυλάκιση 30 ημερών για παράνομη αλιεία. Το γόητρο της Γηραιάς Αλβιόνας «τσαλακώθηκε». Οι διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες παρέμειναν άλυτες, μέχρι το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1914), που καταλάγιασε εξ ανάγκης την αντιπαράθεσή τους.
Ο «Δεύτερος Πόλεμος του Βακαλάου» διήρκεσε από την 1η Σεπτεμβρίου έως τις 12 Νοεμβρίου 1958. Η αφορμή δόθηκε από την απόφαση της ισλανδικής κυβέρνησης να επεκτείνει την αλιευτική ζώνη της από τα 4 στα 12 μίλια. Η Μεγάλη Βρετανία ανακοίνωσε ότι τα αλιευτικά της θα συνεχίσουν να ψαρεύουν σε τρεις περιοχές της απαγορευμένης ζώνης με τη συνοδεία πολεμικών. Η ακτοφυλακή της Ισλανδίας αντέδρασε, με αποτέλεσμα να συμβούν μια σειρά από επεισόδια μεταξύ των πλοίων των δύο χωρών, ορισμένα και με τη χρήση πυρών. Στο τέλος, οι Ισλανδοί κέρδισαν και αυτό τον γύρο και κατοχύρωσαν το δικαίωμά τους.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1972 οι Ισλανδοί προκάλεσαν για μία ακόμη φορά τους Βρετανούς, επεκτείνοντας την αποκλειστική οικονομική ζώνη τους στα 50 ναυτικά μίλια (92,6 χιλιόμετρα). Ήταν η απαρχή του «Τρίτου Πολέμου του Βακαλάου», που κράτησε ως τις 8 Νοεμβρίου του 1973. Κατά τη διάρκεια του «πολέμου» οι Ισλανδοί χρησιμοποίησαν το μυστικό τους υπερόπλο, που τελικά έγειρε υπέρ τους την πλάστιγγα του «πολέμου». Ήταν ένας μηχανισμός, που κατασκεύασε ο διοικητής της Ακτοφυλακής Πέτουρ Σίγκουρσον, και έκοβε τα δίχτυα των ψαράδων, προκαλώντας τους ανυπολόγιστες ζημιές.
Στις αρχές του 1973 οι Βρετανοί είχαν κάποιες επιτυχίες, όταν δύο πολεμικά τους διεμβόλισαν ισάριθμα ισλανδικά. Οι Ισλανδοί με ένα πολιτικό ελιγμό απείλησαν ότι θα εγκαταλείψουν το ΝΑΤΟ και στις 16 Σεπτεμβρίου ο γενικός γραμματέας της Συμμαχίας, Γιόζεφ Λουνς, έφθασε εσπευσμένως στο Ρέικιαβικ για συνομιλίες. Στις 3 Οκτωβρίου, η Μεγάλη Βρετανία πείστηκε να αποσύρει τα πολεμικά της και στις 8 Νοεμβρίου 1973 οι δύο πλευρές ήλθαν σε συμφωνία. Τα βρετανικά αλιευτικά θα εισέρχονταν σε συγκεκριμένες περιοχές της αποκλειστικής ζώνης των 50 μιλίων, αλλά δεν θα μπορούσαν να αλιεύουν περισσότερους από 130.000 τόνους ψαριών τον χρόνο.
Η συμφωνία μεταξύ των δύο κρατών εξέπνευσε το 1975, οπότε ξέσπασε ο «Tέταρτος Πόλεμος του Βακαλάου». Η Ισλανδία επεξέτεινε την αποκλειστική οικονομική ζώνη της στα 200 ναυτικά μίλια (370 χιλιόμετρα). Η Μεγάλη Βρετανία για μια ακόμη φορά δεν το αποδέχθηκε και προέτρεψε τους ψαράδες της να την παραβιάζουν. Οι Ισλανδοί συνέχιζαν να προκαλούν μεγάλες ζημιές στους Βρετανούς με τον «κόφτη διχτυών», αλλά και με τον διεμβολισμό των πλοίων τους.
Το σοβαρότερο περιστατικό έγινε πολύ κοντά στις ισλανδικές ακτές, όταν τρία βρετανικά ρυμουλκά προσπάθησαν να διεμβολίσουν ένα ισλανδικό πλοίο της ακτοφυλακής. Αυτό ανταπέδωσε με πυρά και τα τρία ρυμουλκά αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν. Η Ισλανδία προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, κατηγορώντας τη Μεγάλη Βρετανία για παραβίαση της εθνικής της κυριαρχίας. Την ίδια στιγμή, η Ισλανδία προσπάθησε να προμηθευθεί πλοία από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να βελτιώσει τις επιχειρησιακές δυνατότητες του στόλου της. Όταν η Ουάσιγκτον της το αρνήθηκε, το Ρέιϊκιαβικ στράφηκε προς τη Σοβιετική Ένωση.
Στην κορύφωση της κρίσης, η Ισλανδία με ένα ακόμη πολιτικό ελιγμό, απείλησε ότι θα κλείσει τη νατοϊκή βάση στο Κεφλάβικ, προκαλώντας ανατριχίλα στην Συμμαχία, η οποία έβλεπε να μειώνεται η ικανότητά της να αντιπαρατεθεί με τη Σοβιετική Ένωση στον Βόρειο Ατλαντικό. Το τελευταίο ναυτικό επεισόδιο έλαβε χώρα στις 6 Μαΐου 1976, με «θύμα» ένα ισλανδικό πολεμικό, που έπαθε σοβαρές ζημιές. Ήταν η τελευταία πράξη του Πολέμου των Βακαλάου. Τα μεσάνυχτα, τα βρετανικά πολεμικά αποσύρθηκαν από τη ζώνη των 200 μιλίων, κατόπιν πιέσεων της Ουάσιγκτον και του ΝΑΤΟ, που δεν ήθελαν να χάσουν ένα πολύτιμο σύμμαχο όπως ήταν η Ισλανδία.
Η διαμάχη μεταξύ των δύο χωρών λύθηκε οριστικά με το νέο Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, που τέθηκε σε ισχύ στις 14 Νοεμβρίου 1994 και προβλέπει, μεταξύ άλλων, Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη 200 ναυτικών μιλίων στην ανοιχτή θάλασσα για κάθε παράκτιο κράτος.