Ο Αντώνης Οικονόμου γεννήθηκε το 1775 στην Ύδρα και από νεαρή ηλικία ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα. Όταν το πλοίο του ναυάγησε στο Γιβραλτάρ, ταξίδευσε στην Κωνσταντινούπολη, με σκοπό την εξεύρεση δανείου για την αγορά καινούργιου. Εκεί συνάντησε τον Παπαφλέσσα, ο οποίος τον μύησε στη Φιλική Εταιρεία το 1820.
Αμέσως μετά επέστρεψε στην Ύδρα για να οργανώσει την προετοιμασία της επανάστασης στο νησί. Βρήκε συμπαράσταση από άνεργους ναυτικούς, τους οποίους στρατολόγησε με χρήματα Πελοποννήσιων φίλων του. Εκείνη την περίοδο, μεγάλο μέρος του ναυτικού πληθυσμού της Ύδρας, που ανερχόταν σε 10.000 άτομα, παρέμενε χωρίς δουλειά, μετά τη λήξη των Ναπολεόντειων Πολέμων και την ειρήνευση στην Ευρώπη.
Με την έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, ο Οικονόμου προσπάθησε να συνεγείρει την άρχουσα τάξη του νησιού, αλλά οι πρόκριτοι και οι καραβοκύρηδες της Ύδρας δίσταζαν να πάρουν μέρος στην Επανάσταση και ζητούσαν εγγυήσεις για τη σοβαρότητα του εγχειρήματος. Τότε, ο Αντώνης Οικονόμου δεν έχασε χρόνο και με τους άνδρες του κατέλαβε την καγκελαρία και εκδίωξε τον διοικητή Νικόλαο Κοκοβίλα, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τη διακυβέρνηση του νησιού.
Οι προεστοί, που αιφνιδιάστηκαν από την εξέλιξη αυτή, αναγκάστηκαν αναγνωρίσουν την εξουσία του και κάτω από τη λαϊκή πίεση να συνδράμουν χρηματικά στον εξοπλισμό του στόλου. Έτσι, στις 16 Απριλίου του 1821, με καθυστέρηση ενός μήνα, ο Οικονόμου κήρυξε την επανάσταση στο νησί και ανέθεσε στον Γιακουμάκη Τομπάζη την αρχηγία του υδραίικου στόλου, τον οποίο έθεσε στη διάθεση του Αγώνα.
Γρήγορα, όμως, ο Οικονόμου απώλεσε το κύρος του μεταξύ των υποστηρικτών του, οι οποίοι ήταν κυρίως ναύτες και μικροκαραβοκύρηδες, επειδή απαγόρευσε την πειρατεία και θέσπισε αυστηρούς κανόνες για τη διανομή των πολεμικών λειών. Οι πρόκριτοι του νησιού, που είχαν χάσει την εξουσία τους, επωφελήθηκαν από τη διαμάχη των αντιπάλων του και οργάνωσαν συνωμοσία κατά του Οικονόμου.
Στις 12 Μαΐου, μπράβοι των προεστών επιτέθηκαν στον Οικονόμου στην Καγκελαρία της Ύδρας, με σκοπό να τον σκοτώσουν. Στη σύντομη συμπλοκή που ακολούθησε υπήρξαν θύματα και από τις δύο πλευρές. Ο Οικονόμου κατόρθωσε να διαφύγει με πλοίο, αλλά περικυκλώθηκε από τους εχθρούς του και συνελήφθη. Κάποιοι από τους συγγενείς του κατόρθωσαν να τον απελευθερώσουν και να τον φυγαδεύσουν στην απέναντι ακτή της Αργολίδας.
Ο Οικονόμου παρέμενε επικίνδυνος για τους προκρίτους της Ύδρας, που είχαν επανακτήσει την εξουσία στο νησί. Όταν ο πρόκριτος των Καλαβρύτων Σωτήρης Θεοχαρόπουλος ζήτησε από τους Υδραίους να στείλουν πλοία για το έλεγχο του Κορινθιακού Κόλπου, αυτοί για να στέρξουν στο αίτημά του ζήτησαν πρώτα τη σύλληψη του Οικονόμου. Πράγματι, ο Θεοχαρόπουλος τον συνέλαβε και τον έθεσε υπό περιορισμό, πρώτα στη Μονή της Αγίας Βαρβάρας Καλαβρύτων και στη συνέχεια στη Μονή Αγίου Γεωργίου Φενεού (γνωστή και Μονή «του Φονιά»), στερώντας έτσι από την Επανάσταση ένα πολύτιμο μαχητή και ηγέτη.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1821 ο Οικονόμου δραπέτευσε από το μοναστήρι και με 14 άνδρες του κατευθύνθηκε προς το Άργος, όπου παρεπιδημούσαν αρκετοί σύνεδροι της Α’ Εθνοσυνέλευσης, ανάμεσά τους και οι εκπρόσωποι της Ύδρας. Στο άκουσμα ότι ο Οικονόμου με τους άνδρες του κατευθύνονται προς το Άργος, οι Υδραίοι πρόκριτοι καταθορυβήθηκαν. Τότε, με σύμφωνη γνώμη του Δημήτριου Υψηλάντη, που ήταν ο αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων, οι Αχαιοί πρόκριτοι Ανδρέας Λόντος και Σωτήρης Χαραλάμπης συγκρότησαν μια ομάδα από 70 άνδρες, με σκοπό την εξόντωσή του.
Ο Κολοκοτρώνης, που πληροφορήθηκε το γεγονός, εξέφρασε την αντίθεσή του και έστειλε τον φρούραρχο του Άργους Δημήτριο Τσώκρη με 200 άνδρες να προστατεύσει τον Οικονόμου. Όμως, ο Τσώκρης ενεπλάκη σε αψιμαχία με τους Τούρκους και καθυστέρησε να εκτελέσει την εντολή του Κολοκοτρώνη. Οι άνδρες του Λόντου συνάντησαν τον Οικονόμου ανάμεσα στο Κουτσοπόδι και το Άργος και τον σκότωσαν στις 16 Δεκεμβρίου του 1821, ύστερα από σύντομη συμπλοκή. Ο Τσώκρης, που έφθασε εκεί μετά από λίγο, το μόνο που έκανε ήταν να θάψει το πτώμα του Οικονόμου.