Οι οκτακόσιοι περίπου κλεισμένοι Τούρκοι δεν παραδίδονταν στον Νικόλαο Σολιώτη που ήταν ο αρχηγός της πολιορκίας. Το γενικό πρόσταγμα το είχε η δυναμική μητέρα του Κιαμίλ Νουρή Χανούμ, η οποία προσπαθούσε να επικοινωνήσει και με τον γιο της κρυφά για να τη συμβουλέψει τι να κάνει. Εν τω μεταξύ, η έλλειψη τροφίμων, οι επιδημίες και η αιχμαλωσία του Κιαμίλ μπέη μετά από την πτώση της Τριπολιτσάς, είχαν δυσμενή επίδραση στο ηθικό των μουσουλμάνων που ήταν κλεισμένοι στο κάστρο.
Στον Κιαμίλ μπέη, που ήταν από τους πλουσιώτερους αγάδες του Μοριά, με τσιφλίκια στην Κόρινθο, τη Νεμέα, τη Στυμφαλία, την Αργολίδα και την Μαντίνεια, οι Έλληνες είχαν φερθεί με μεγάλη ευγένεια, αποσκοπώντας βέβαια στα πλούτη του, τα οποία τα είχαν και απόλυτη ανάγκη για τα έξοδα του πολέμου. Ο Κιαμίλ μπέης όμως αρνείτο πεισματικά να αποκαλύψει που είχε κρυμμένους τους αμύθητους θησαυρούς του, με συνέπεια να αλλάξει η διάθεση εναντίον του, να γίνει πιο εχθρική και να εκτελεστούν ακόμα και συγγενείς του.
«Έτσι οι πολιτικοί επήγαν εις την Πιάδα (Επίδαυρο), και αρχίνησαν να κάμουν τους νόμους, και οι στρατιωτικοί επήγαμεν εις την Κόρινθο. Ο Γιατράκος επήρε τον Κιαμήλ μπέη και είκοσι ζορμπάδες Λεονταρίτες και Τριπολιτσιώτες. Ο Υψηλάντης, ο Αναγνωσταράς, ήτον όλοι εκεί, και ο Γιατράκος με τους Τούρκους επήγε εις τα Εξαμίλια, και τα άλλα στρατεύματα επήγαν μέσα εις την χώρα στην Κόρινθο και επολιορκούσαν το κάστρο. Μία ημέρα σηκώθηκα και επήγα εις τα Εξαμίλια και ηύρηκα τον Κιαμήλμπεη, διά να γράψει ένα γράμμα εις τον επίτροπό του και εις την γυναίκα του να παραδώσει το κάστρο. Ή εκείνος δεν έγραφε καθώς έπρεπε, ή εκείνοι δεν τον ήκουσαν, δεν επαράδωσαν το κάστρο. Εγώ του έκαμα χίλιους φόβους, πλην εστάθη αδύνατο.
Στην Κόρινθο εσκότωσε το στράτευμα είκοσι Τούρκους. Ήτον μερικοί Λαλαίοι μέσα και Αρβανίτες, και έβαλα τον Καραχάλιο και τους ομίλησε μια και δυο δια να παραδοθούν, και εκείνοι του έλεγον σήμερον και αύριο, και επέρασαν είκοσι ημέρες, διατί εκαρτέρευαν μεντάτι (ενισχύσεις) από τον Ομέρ Βρυώνη, οπού ήτον εις την Ανατολικήν Ελλάδα.
Επήγαιναν από τους Κορινθινούς (εννοεί τους πρόκριτους της Κορίνθου) και τους έλεγαν: “Μην παραδίδεσθε εις τον Κολοκοτρώνη, διατί σας έρχεται μεντάτι”, και ο σκοπός τους ήτον να φύγομεν ημείς, και τότε να μείνουν μονάχοι να πάρουν τα λάφυρα, και ο φθόνος ήτον ακόμη. (Οι πρόκριτοι επ’ ουδενί δεν ήθελαν να παραδίδονται τα κάστρα στον Κολοκοτρώνη και τελείως προδοτικά συμβούλεψαν τους Τούρκους να κρατήσουν το κάστρο της Κορίνθου, διότι ερχόταν ο Ομέρ Βρυώνης με ενισχύσεις.)
Εβγήκαν και ομιλήσαμεν, τους είπα να παραδώσουν το κάστρο και τα άρματά τους, και να πάρουν δύο φορεσιές (σκουτιά), και να τους βαρκάρουμε, να τους περάσουμε εις την Ρούμελη, άλλοι εις το Γαλαξίδι και άλλοι κατά τα Σάλωνα, και μ’ αποκρίθηκαν ότι: “Να πάμε απάνω να ειπούμε και των άλλων και σας στέλνουμε απόκριση”.
Ο κατής έκαμε λόγον και τους όρκωσε εις την πίστι τους· να μην κρύψουν κανένα άρμα, αλλά να τα δώσουν όλα. Και έτσι εξαρματώθηκαν όλοι και τα έβαλαν εις ένα σπίτι. Στην συνέλευσιν, αφού ήκουσαν ότι ζητούν να παραδοθούν οι Τούρκοι, εστείλαμε να ελθούν και πέντε έξη πολιτικοί, να παρασταθούν εις τα λάφυρα, και να βγάλουμε και του Έθνους. (Εννοεί τα λάφυρα που θα πήγαιναν στο Δημόσιο Ταμείο).
Σαν έβαλα τους τριάντα ανθρώπους μέσα και εξαρμάτωσαν τους Τούρκους, μού ομίλησαν, ότι τα έκαμαν όλα. Τότε έδωσα είδησιν εις τους απεσταλμένους της συνελεύσεως και επήρα τρακόσιους από τα διάφορα σώματα, και επήγα εις την πόρτα, και εσταύρωσα με μία σημαία ελληνική την πόρτα και έπειτα τους έμβασα μέσα και έβαλα αυτήν την σημαία απάνου εις το κάστρο». (Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη)
Σύμφωνα με την αφήγηση του Γέρου του Μοριά, αφού συγκεντρώθηκαν οι άνδρες από τα διάφορα στρατιωτικά σώματα, με τη συνοδεία του επισκόπου Δαμαλών Ιωνά, του Φωτάκου, του Πετμεζά και του ιδίου, μπήκαν από τη νότια πύλη μέσα στο κάστρο της Ακροκορίνθου. Εκεί τον υποδέχτηκαν οι Τούρκοι αγάδες με επικεφαλής τον φρούραρχο Ασλάν μπέη, που του παρέδωσε τα κλειδιά του κάστρου και τον χαιρέτισε με την φράση:
“Χαλάλι σας! Χαλάλι σας!“.Ο Κολοκοτρώνης σταύρωσε τρεις φορές το πάνω μέρος της πύλης με την ελληνική σημαία και βροντοφώναξε: “Εμπάτε, ‘Ελληνες!”
«Μετά δε την καταγραφήν των εν τη Ακροκορίνθω διαφόρων πραγμάτων κινητών και ακινήτων, εξήλθον οι Οθωμανοί, εκ των οποίων άλλους μεν πολλούς παρέλαβον οι Έλληνες ως υπηρέτες των. Επεβίβασαν δε περίπου των εξακοσίων εις δύω ελληνικά πλοία διά να τους μεταφέρωσιν εις την Ασίαν. Κατά δυστυχίαν όμως τρικυμίας επιπεσούσης εις την θάλασσαν, επνίγησαν άπαντες». (Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος – Αμβρόσιος Φραντζής)
Ακολούθησε όργιο λεηλασίας, το οποίο περιόρισε ο Κολοκοτρώνης, ώστε να εισπράξει και το Δημόσιο Ταμείο το μερίδιό του, ενώ πολλοί από τους Τούρκους αιχμαλώτους εκτελέστηκαν, κάτι που αποκρύπτει ο Φραντζής στην ιστορία του, όταν μιλάει για το ναυάγιο των πλοίων που τους μετέφεραν και τον θαλάσσιο πνιγμό τους.
«Κατ’ αυτό οι ολιγαρχικοί, εν οις ο τε Μαυροκορδάτος και ο Νέγρης, αρπάζουσι την καθόλου εξουσίαν και τίθενται υπεράνω του Υψηλάντου και τον εξοντόνουσι. Καταργούσι και το σύμβολον του Φοίνικος και παρεισάγουσι το της Αθηνάς εις την σφραγίδα της κυβερνήσεως, το καταργούσι και από την ελληνικήν σημαίαν, ο εστιν αποδοκιμάζουσι το σύμβολον της αναγεννήσεως του έθνους από τον στακτόν του, το σύμβολον του αρχηγού της επαναστάσεως Αλεξάνδρου Υψηλάντου.
Διά ταύτα ο Υψηλάντης δεν έλαβε μέρος άχρι τέλους εις την εν Επιδαύρω συνέλευσιν και μένει εις την πολιορκίαν της Ακροκορίνθου, ενασχολούμενος εις τον πόλεμον, ότε από τον πόλεμον εξαρτάται η ελευθερία των Ελλήνων.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης, εν ω οι αντίπαλοι ερραδιούργουν εις την Επίδαυρον εναντίον του, επετάχυνε την πτώσιν της Ακροκορίνθου. Ήδη συνεργούντος του Κιαμίλμπεη, προέκειτο να παραδοθή και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επανήλθεν εις την πολιορκίαν με τον Παναγιώτην Κρεββατάν, τον Σωτήρη Νοταρά και τον Δαμάλων Ιωνάν διά να την παραλάβωσι και να καταγράψωσιν ομού με τινας των γερουσιαστών τα λάφυρα.
Την 14ην Ιανουαρίου 1822 οι Τούρκοι παρεδόθησαν διά συνθήκης, παραδόντες τας κλείς του φρουρίου εις τον Κολοκοτρώνην και οι μεν εντόπιοι έμειναν εις την Πελοπόννησον. Οι δε Αλβανοί ανεχώρησαν εις τα ίδια με τα όπλα των επί ελληνικών πλοίων. Και ο μεν Πανουργιάς ήθελε να θανατωθώσι διά τον φόβον μη δώσωσι πληροφορίας εις τους Τούρκους, ο δε Κολοκοτρώνης δεν συγκατετέθη εις τούτο. Αλλ’ ο Πανουργίας συνεννοήθη με τον Πέτρον Μαρκέζην, μέλλοντα να τους συνοδεύση επί των πλοίων και εφονεύθησαν όλοι». (Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου)
meteoronlithopolis.gr