Γεννήθηκε το 1797, στην πεδιάδα Bjelapavlici (Πετροπαύλιτς) στο κεντρικό Μαυροβούνιο. Είχε σλαβική καταγωγή. Οι πληροφορίες οι σχετικές με την αρχική περίοδο της ζωής του δεν είναι πλούσιες. Σε ηλικία 20 ετών το 1817 εγκατέλειψε τη γενέτειρά του μαζί με τα αδέλφια του Ράντο, Σπύρο, Λάζαρο και Θεόδωρο λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή: λιμός και εξ αυτού ανέχεια και συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ των φατριών λόγω της αδυναμίας του βλαδίκα Πέταρ Α΄ Πέτροβιτς -Νιέγκος να επιβάλει την τάξη. Θα μεταβεί αρχικά στην Σμύρνη, στην επαρχία του Αϊδινίου μέχρι το 1820 εργαζόμενος ως βοσκός, επιστάτης στην υπηρεσία των Καραοσμάνογλου. Είναι πολύ πιθανό να ανέπτυξε ληστρική δράση εκεί, αν σκεφτούμε ότι αργότερα που πήγε στην Αθήνα, είχε μηνυθεί από μουσουλμάνο της Σμύρνης για κλοπές που διέπραξε σε βάρος του. Τελικά φυλακίσθηκε, αλλά μόνο για μικρό χρονικό διάστημα επειδή αποφυλακίσθηκε επιλέγοντας να ενταχθεί ως μπαϊρακτάρης στο σώμα του Πεχλιβάν Πασά. Δεν υπάρχει η παραμικρή απόδειξη ή έστω ένδειξη για ένταξή του στη Φιλική Εταιρεία. Η δράση του επίσης στο σώμα του Πεχλιβάν Πασά μας είναι άγνωστη.
Η δράση του στην επανάσταση
Το καλοκαίρι του 1821 τον βρίσκουμε να είναι επικεφαλής ένοπλης ομάδας συγκροτημένης από συγγενείς του, άλλους μαυροβούνιους και σέρβους. Ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς του ανέθεσε τη διοίκηση των όπλων της επαρχίας Καρυστίας – επιλογή που υπαγορεύθηκε και από τα στρατιωτικά προσόντα του Μαυροβουνιώτη αλλά και από την αποφυγή εκλογής μιας άλλης ισχυρής προσωπικότητας, η οποίας θα υπονόμευε την πρωτοκαθεδρία του ίδιου του επισκόπου Ταλαντίου αλλά και του Αρείου Πάγου, ανώτατου πολιτικού οργάνου της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, μέλος του οποίου ήταν ο Ταλαντίου.
Η Εύβοια υπήρξε το πρώτο πεδίο δράσης του Μαυροβουνιώτη: συμμετείχε σε δέκα μάχες:
το 1821
α) στα Στύρα κατά του Ομέρ Μπέη της Καρύστου και του Γιουσούφ πασά, όπου τραυματίστηκε,
β) στις Πετριές κατά του Ομέρ μπέη,
γ) στο Κάδι κατά του Ομέρ μπέη.
Το 1822
δ) στα Στύρα κατά του Ομέρ μπέη της Καρύστου,
ε) στα Πολιτικά κατά του Αλή Πασά Τζαρκατζή,
ζ) στα Βλαχώρια εναντίον του Ομέρ μπέη,
η) στη Βάθυα κατά του Σαντή Ντίπα Αγά.
Το 1823
θ) στον πύργο του Καστροβαλά της Κύμης εναντίον του Ομέρ μπέη και του Γενιτσάραγα και
ι) στην Κύμη εναντίον του Ομέρ μπέη.
Πριν εγκατελείψει την Εύβοια ο Μαυροβουνιώτης παρά τις αποτυχίες του σε στρατιωτικό πεδίο πέτυχε να διευρύνει την πολεμική του πείρα, να συγκεντρώσει χρήματα και τιμαλφή είτε με πλιάτσικο σε βάρος χωρικών είτε με ιδιοποίηση της δεκάτης. Καθιερώθηκε έτσι ανεξάρτητος καπετάνιος. Επίσης λίγο πριν το 1823 είχε λάβει τους βαθμούς του πεντακοσιάρχου.
Ο Μαυροβουνιώτης με το σώμα του συμμετείχε σε επιτυχημένη πειρατική επιδρομή κατά της Θάσου που τους ανταπέδωσε λάφυρα. Ο Μαυροβουνιώτης αναγνωρίστηκε από την Προσωρινή Διοίκηση και τον Πρόεδρο του Βουλευτικού Σωτήριο Χαραλάμπη ως χιλίαρχος των σωμάτων της Αττικής ενώ αργότερα (1824) εντέλεται να μετακινηθεί στην Ύδρα με σκοπό την άμυνα του νησιού, κάτι που του αναγνωρίστηκε από τον Υδραίο πρόεδρο του Εκτελεστικού Γεώργιο Κουντουριώτη, ο οποίος τον προβίβασε στον βαθμό της στρατηγίας.
Στον εμφύλιο
Καλείται στη συνέχεια να παρουσιαστεί στην έδρα της κυβέρνησης στο Ναύπλιο με σκοπό τη συμμετοχή του στην καταστολή της ανταρσίας των πελοποννήσιων προκρίτων και της στρατιωτικής φατρίας του Κολοκοτρώνη. Η συμμετοχή στην καταστολή υπαγορευόταν από την προσδοκία οικονομικών αμοιβών και υψηλών θέσεων. Έτσι ο Μαυροβουνιώτης «υπήρξε ένας από τους σιδηρούς βραχίονες του Εκτελεστικού Σώματος , συμβάλλοντας τα μέγιστα στην τελική επικράτηση των κυβερνητικών».
Η πολιτική του φατρία
Μετά το πέρας του Εμφυλίου συγκρότησε με τον μπράτιμό του καπετάνιο της Εύβοιας Νικόλαο Κριεζιώτη, τον θεσσαλό πολιτικό Δρόσο Μανσόλα και τον ηπειρώτικης καταγωγής πρόκριτο των Θηβών Αδάμ Δούκα πολιτική φατρία στην Ανατολική Στερεά Ελλαδα που συνεργάσθηκε με το Γαλλικό Κόμμα και τον Ιωάννη Κωλέττη.
Στρατιωτική δράση
Συγκρούσθηκε με τις αιγυπτιακές δυνάμεις του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο, το 1825 (Σχοινόλακας Μεσσηνίας, κοντά στο Νεόκαστρο και στη συνέχεια στο Κρεμμύδι Μεσσηνίας) και κατά του ρούμελι βαλεσί Κιουταχή πασά, κατά του Κεχαγιάμπεη στην Άμφισσα (Σάλωνα) και στις Θερμοπύλες κατά του Κεχαγίαμπεη. Τέλος συμμετείχε στη μάχη στη Ρούσσα (ανατολική Ελλάδα) κατά αποσπάσματος Κεχαγιάμπεη.
Επίσης το 1826 συμμετείχε σε μια ακόμα καταδρομική -πειρατική επιχείρηση, αυτή τη φορά μεγαλύτερης εμβέλειας στο Λίβανο. Μετά την επιστροφή τους από το Λίβανο, στάθμευσε στη Σύρο αλλά στάλθηκε σε νέα αποστολή, τη διάσωση των εγκλωβισμένων άμαχων στην παραλία Λυκόρεμμα στη νότια Εύβοια από τα στρατεύματα του Ομέρ πασά.
Τον Ιούλιο του 1826 τέθηκε υπό τις διαταγές του Γεώργιου Καραΐσκάκη που του ανέθεσε την άμυνα της περιοχής: στο διάστημα αυτό συμμετείχε σε μάχες στην Αττική: τρεις στα Λιόσια κατά του Σιλιχτάρη, δύο στην Ελευσίνα εναντίον του Κιουταχή πασά και δύο στα Χαϊδάρι κατά του Κιουταχή πασά.
Ξανσυγκρούσθηκε με τον Κιουταχή τον Ιανουάριο του 1827 μετά από πίεση που δέχθηκε από τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο-Διονύσιο Βούρβαχη, αν και διαφώνησε με τον τελευταίο επικαλούμενος τις διαταγές που είχε λάβει από τον Καραϊσκάκη αλλά θεωρώντας ακατάλληλο το πεδίο μάχης.
Οι μάχες που έδωσε συγκεκριμένα ήταν: στο Καματερό, στη Λίατανη Θηβών και στο Κερατσίνι με τον Κιουταχή πασά. Στο Τρίκερι τρεις μάχες κατά του στρατεύματος του Νούρκα Σέρβανη και Νταΐραγα Κόνιτσα και στη Λάκκα Ζαγοράς εναντίον αποσπάσματος του Κιουταχή.
Επί Καποδίστρια
Οι διάφοροι εχθροί που στο μεταξύ είχε δημιουργήσει έστειλαν αναφορές στον Καποδίστρια που τον ενοχοποιούσαν για λαφυραγωγία σε βάρος των χωρικών της Αττικής,ηθική αυτουργία στη διάπραξη κτηνοβασίας που έλαβε χώρα δημοσίως σε στρατόπεδο της Ελευσίνας. Οι κατηγορίες αυτές έξωθησαν τον Καποδίστρια να το παραπέμψει τον Μαυροβουνιώτη σε σε στρατοδικείο , που τον απάλλαξε και τελικά μετά από εισηγήσεις φίλων του Μαυροβουνιώτη ο Καποδίστριας τον έκανε χιλίαρχο της Στ΄ χιλιαρχίας.
Ως χιλίαρχος ο Βάσος συμμετείχε δραστήρια στην εκστρατεία για την ανακατάληψη της Στερεάς Ελλάδας, και ειδικά σε οκτώ μάχες συμβάλλοντας σημαντικά στην απελευθέρωση της περιοχής. Πιο αναλυτικά , στο Στεβενίκο Λειβαδιάς κατά του Ομέρ πασά Καρύστου, στην πόλη της Λειβαδιάς εναντίον του ίδιου αντιπάλου, στην πολιορκία της ακρόπολης των Σαλώνων κατά του Μεχμέτ Διβόλη, στο Μαρτίνο Λιβαδειάς κατά Μαγιούτ πασά,στο Λιθάδο Εύβοιας κατά Ομέρ πασά, στον Άγιο Ιωάννη, δύο συμπλοκές, (Χασιά Αττικής) κατά σώματος Σιλιχτάρη.
Όταν το 1829 οι Χιλιαρχίες διαλύθηκαν και αντικαταστάθηκαν από Ελαφρά Τάγματα, αρνήθηκε να διοικήσει τάγμα και εντάχθηκε σε Ταξιαρχικό Σώμα ως χιλίαρχος. Αρχικά φίλα προσκείμενος προς το Καποδιστριακό καθεστώς, όταν απομακρύνθηκε από το στράτευμα το 1829 τήρησε ίσες αποστάσεις από τον Κυβερνήτη και την αντιπολίτευση.
Ο Χρήστος Λούκος θεωρεί πως ο Μαυροβουνιώτης είχε δείξει διάθεση σύμπραξης με την αντιπολίτευση λόγω του αποκλεισμού του από τον νέο στρατιωτικό οργανισμό των ταγμάτων. Μάλιστα συναντήθηκε με εκπρόσωπο της Ύδρας και του εξήγησε υπό ποιες συνθήκες θα μπορούσε να επιτύχει το αντικυβερνητικό σχήμα.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, εντάχθηκε στους Συνταγματικούς και αντιπολιτεύθηκε τον Αυγουστίνο Καποδίστρια. Συστρατεύθηκε με τον μπράτιμό του Νικόλαο Κριεζιώτη και συνεισέφερε τα μέγιστα στη νίκη των Συνταγματικών κατά του Αυγουστίνου.
Στην Οθωνική περίοδο
Ο Μαυροβουνιώτης ήταν από τους λίγους ατάκτους αξιωματικούς της προηγούμενης περιόδου οι οποίοι εντάχθηκαν στον νέο Οθωνικό στρατό. To 1833 επανεντάσσεται στον στρατό ως μέλος της Εξεταστικής Επιτροπής Εκδουλεύσεων και Διαγωγής των Ατάκτων για την επαναστατική περίοδο. Έτσι από αυτήν την θέση ενέταξε αρκετούς δικούς του ανθρώπους στο στράτευμα.
Το 1834 διορίστηκε Συνταγματάρχης -Νομοεπιθεωρητής Αττικής και Βοιωτίας και το 1836 διοικητής του Σώματος Οροφυλακής Φθιώτιδας. Το 1843 προήχθη σε υποστράτηγο και ανέλαβε διοικητής Οροφυλακής Λοκριδας ενώ το 1846 διορίστηκε βασιλικός υπασπιστής του Όθωνα.
Σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα διαδραμάτισε ο Μαυροβουνιώτης καθώς συνεργάστηκε με το Γαλλικό κόμμα. Τέλος σημαντική οικονομική άνεση έχει αποκτήσει είτε ως ιδιοκτήτης εκτεταμένων γαιών σε Αττική, Φωκίδα και Εύβοια, είτε ως ενοικιαστής προσόδων.
Στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου
Στην επανάσταση της 3ηςΣεπτεμβρίου δεν έλαβε μέρος στη συνωμοσία. Παρά τις δεκάδες επιστολές που είχε λάβει από τους κινηματίες που προσπαθούσαν να τον καθησυχάσουν σχετικά με τις πραγματικές τους προθέσεις, ο Μαυροβουνιώτης απειλούσε να καταπνίξει την εξέγερση, αλλά συγκρατήθηκε από τον Όθωνα, ενώ έλαβε την διαβεβαίωση από πως η νέα κατάσταση δεν θα απειλούσε την στρατιωτική του θέση και την επιρροή του στην Ανατολική Στερεά.
Οικογενειακή κατάσταση
Ο Μαυροβουνιώτης όταν μετέβαινε στο Λίβανο στάθμευσε για λίγο στην Κέα,όπου γνώρισε την Ελέγκω , κόρη έμπορου Γιώργου Ιωαννίτη, και την ερωτεύθηκε, ενώ αυτή ήταν δεκαέξι ετών και έγκυος. Την απήγαγε με τη θέλησή της, την εγκατέστησε στον πύργο του φίλου του Γιαννούλη Δημητρίου, αρχηγού των αλβανοφώνων της Άνδρου, στον Αμόλοχο και την παντρεύτηκε μετά την επιστροφή του από το Λίβανο στο μοναστήρι της Ζωοδόχου πηγής στο Γαύριο της Άνδρου. Μετά το γάμο τους ζουν σε συνθήκες πολεμικές και η σύζυγός του εκτελεί χρέη νοσοκόμας στα πεδία της μάχης.
Όμως τελικά λόγω των διαφορετικών προσωπικοτήτων τους-εκείνη εγγράμματη και με φιλελεύθερες κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις και ισχυρή προσωπικότητα-ήλθαν σε ρήξη το 1839. Καθώς μάλιστα τον περισσότερο χρόνο ο Βάσος Μαυροβουνιώτης ζούσε μακριά από την γυναίκα του στην έδρα της Οροφυλακής, στη Στυλίδα, εκείνη συνήψε σχέση με άλλον άντρα.
Από την αλληλογραφία που αντήλλαξε το ζευγάρι φαίνεται πως για τον Βάσο ήταν μια τραυματική εμπειρία. Από το γάμο τους είχαν αποκτήσει τέσσερις γιους, τον Αλέξανδρο (1831), τον Κωνσταντίνο (1832), τον Γεώργιο (1833) και τον Τιμολέοντα (1836) (ο πρώτος κι ο τέταρτος έγιναν στρατιωτικοί). Επίσης μια κόρη την Ροδόεσσα (1826).
Το 1842 ο Βάσος ξαναπαντρεύεται, την Μπίλιω Οικονόμου, κόρη Υδραίου εμπόρου, από την οποία απέκτησε μια κόρη ονόματι Πέτρα.
Ο θάνατος
Πέθανε ξαφνικά από πνευμονία σε ηλικία πενήντα ετών , στις 9 Ιουνίου του 1847 στη διάρκεια προεκλογικής εκστρατείας.
Ο Μαυροβουνιώτης, «[…] χωρίς να ανήκει στα στα παλαιά μεγάλα αρματολικά τζάκια, κατόρθωσε στηριγμένος μόνο στα προσόντα του, να ανέβει στις υψηλές βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας και να παίξει σημαντικό ρόλο στην κοινωνία της μετεπαναστατικής Ελλάδας».
olympia.gr