Αγωνιστής του ‘21 από τη Λακωνία. Ήταν προεστός του Μυστρά και δολοφονήθηκε κατά το δεύτερο έτος της Επανάστασης από την αντίπαλη οικογένεια των Γιατράκων, στο πλαίσιο της διαπάλης μεταξύ «πολιτικών» και «στρατιωτικών», που οδήγησε στην πρώτη εμφύλια σύρραξη το 1823.
Ο Παναγιώτης Κρεββατάς γεννήθηκε το 1785 στην περιοχή του Μυστρά και καταγόταν από παλιά αρχοντική οικογένεια που είχε εγκατασταθεί στη Λακωνία τον 14ο αιώνα. Ο συνονόματος παππούς του είχε πάρει μέρος στα Ορλοφικά και μετά την αποτυχία τού κινήματος κατέφυγε στην Ύδρα. Η περιουσία του δημεύθηκε από τους Τούρκους, αλλά ο πατέρας του Δημήτριος κατόρθωσε να την πάρει πίσω και να στείλει για σπουδές τον νεαρό Παναγιώτη στην Ιταλία.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Παναγιώτης Κρεββατάς έγινε πρόκριτος του Μυστρά, ενώ παράλληλα στράφηκε προς το εμπόριο με επιτυχία. Πριν από την Επανάσταση ήταν ένας από τους πλουσιότερους προύχοντες της Πελοποννήσου και από τους λίγους που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία (1 Ιουνίου 1819).
Στις αρχές Μαρτίου του 1821, επειδή κίνησε τις υποψίες των Τούρκων, έφυγε από την επαρχία του και μετέβη στα Καλάβρυτα. Στις 10 ή 13 Μαρτίου έλαβε μέρος στη σύσκεψη των προκρίτων, που έγινε στην Αγία Λαύρα και επέστρεψε στον Μυστρά για να πρωτοστατήσει στον ξεσηκωμό της περιοχής στις 26 Μαρτίου, μαζί με τον Αντώνιο Νικολόπουλο και τον Πέτρο Βαρβιτσιώτη. Στις 26 Μαΐου πήρε μέρος στη Συνέλευση των Καλτεζών για τον συντονισμό του Αγώνα και διορίστηκε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας.
Με πρωτοβουλία του οργανώθηκε τοπική εφορία, η οποία βοηθούσε το στρατόπεδο των Βερβαίνων με αποστολές αγωνιστών και εφοδίων. Συμμετείχε στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στην πόλη (23 Σεπτεμβρίου), ενώ τον Δεκέμβριο τού 1821 πήρε μέρος στην πολιορκία τής Κορίνθου.
Το 1822 έγινε μέλος του Βουλευτικού και παραχώρησε τη στρατιωτική αρχηγία του Μυστρά στον Παναγιώτη Γιατράκο. Τον Ιούλιο, μετά την εισβολή του Δράμαλη στην Πελοπόννησο, έφυγε και αυτός από την Αργολίδα και κατέφυγε στην Τριπολιτσά. Καθ’ οδόν συναντήθηκε με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και μεταξύ τους αναπτύχθηκε μία σταθερή φιλία, η οποία προκάλεσε και τη δολοφονία του. Έπειτα από αίτημα του Κολοκοτρώνη, ο Κρεββατάς προσέφερε σημαντικές ποσότητες από τρόφιμα και πολεμοφόδια, συμβάλλοντας έτσι ουσιαστικά στην ήττα τού Δράμαλη, ενώ ο ίδιος πείστηκε να επιστρέφει στην Αργολίδα, μόνος απ' όλους τους βουλευτές και τους προεστούς.
Με τη στάση του αυτή, ο Κρεββατάς προκάλεσε τον φθόνο και την έχθρα τους, αφού δεν μπορούσαν να του συγχωρήσουν ότι εγκατέλειψε την τάξη τους κι εντάχθηκε στην παράταξη των «στρατιωτικών». Όπως γράφει στα «Απομνημονεύματά» του ο αγωνιστής Νικόλαος Σπηλιάδης, «ζώντος αυτού και ηνωμένου μετά του Κολοκοτρώνη δεν ηδύναντο ο Ζαΐμης είτε άλλοι ολιγαρχικοί να πράξωσιν ό,τι ήθελον, ουδ’ οι Γιατράκοι να μεταχειρίζωνται ιδιοτελώς τα όπλα και εισοδήματα της επαρχίας Μιστρά».
Έτσι, έπεισαν τον Παναγιώτη Γιατράκο, αντίπαλο του Κολοκοτρώνη, από τον οποίο ο Κρεββατάς σκόπευε να αφαιρέσει την αρχηγία του Μυστρά και να τη δώσει στον Νικηταρά, να τον βγάλει από τη μέση. Στις 16 Νοεμβρίου 1822 άνθρωποι του Γιατράκου, με κύριο οργανωτή τον αδελφό του Γεώργιο, έστησαν ενέδρα στον Κρεββατά στην περιοχή Κυανή Σκάλα κοντά στη γέφυρα Κοπάνου, στον ποταμό Ευρώτα και τον σκότωσαν.
Αν κι ένας από τους δολοφόνους πιάστηκε και ομολόγησε στην Τριπολιτσά, η κυβέρνηση Μαυροκορδάτου όχι μόνο τούς άφησε ατιμώρητους, αλλά δύο μήνες αργότερα προήγαγε τον Γεώργιο Γιατράκο στο βαθμό του στρατηγού, ενώ η οικογένεια του Κρεββατά αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα.
Ο Αναστάσιος Γούδας, στον έκτο τόμο του έργου του «Βίοι Παράλληλοι», βιογραφεί τον Κρεββατά, παίρνοντας τις πληροφορίες του από συγχρόνους της Επανάστασης, και εξαίρει τις αρετές και τη μετριοφροσύνη του θύματος αυτού των πολιτικών παθών, που «εν μόνον είχε μέλημα και μίαν φιλοδοξίαν, την απελευθέρωσιν της πατρίδος».