Ήταν από την κατάταξη νεοσύλλεκτων στρατιωτών, λίγο πριν αναχωρήσουν για το αλβανικό μέτωπο. Η επεξηγηματική πληροφορία ήταν σαφής: «Γραφείο Στρατολογίας Στρατοπέδου Παύλου Μελά. Από 11-11-40 έως 16-12-40. Ανθυπασπιστής Στρατολογίας Χρήστος Κολοκοτρώνης. Όρθιοι: Ασαέλ Ιακώβ, Κ. Αικατερινάρης, Ανδρ. Χριστάκης, Λοχίας Γ. Μαστροκώστας. Κάτω: Λοχίας Γεώργιος Τζανετάκης, Αλ. Θεοδωρόπουλος και Ελιεζέρ Κοέν». Η ίδια σημείωνε ότι «στα αρχεία του συλλόγου Θρακιωτών του χωριού μου, βρήκα έναν συνονόματό σου, δεν ξέρω αν έχετε σχέση. Πάντως αν είναι ο δεύτερος από αριστερά σου μοιάζει νομίζω»!
Η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη γιατί πρωτοβουλίες όπως αυτή, πέραν της συναισθηματικής φόρτισης που προκαλούν, συντελούν και στην περαιτέρω τεκμηρίωση της ιστορίας. Η φωτογραφία σηματοδοτούσε κατά κάποιο τρόπο την έναρξη μιας ένδοξης, όσο και οδυνηρής για πολλούς περιόδου. Όπως άλλωστε και άλλες παρόμοιες, αλλά και τα έγγραφα που σχετίζονται μ’ αυτές, δεν αφορούν όπως μόνο μια οικογένεια, αλλά φωτίζουν γεγονότα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αξιόπιστα τεκμήρια για την ιστοριογραφική απεικόνιση της κρίσιμης δεκαετίας του ’40.
Απάντησα λοιπόν στη φίλη για να την ευχαριστήσω και την επιβεβαίωσα ότι «πράγματι δεύτερος από αριστερά και όρθιος είναι ο πατέρας μου Κύρκος. Κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό από τους πρώτους, παρότι ως μοναχογιός ήταν προστάτης, καθώς ο πατέρας του Γιάννης σκοτώθηκε το 1914 στη Βοστόνη των ΗΠΑ. Ήταν ωστόσο από τους τελευταίους που επέστρεψαν από το αλβανικό μέτωπο την άνοιξη του 1941, όταν εγώ ήδη είχα γεννηθεί κι εκείνος λίγο νωρίτερα είχε τραυματιστεί…
Το ίδιο συνέβη ύστερα από τρία χρόνια, το 1944. Όταν γεννήθηκε ο αείμνηστος αδελφός μου Νίκος, ο πατέρας βρίσκονταν στο βουνό με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και πολεμούσε τον κατακτητή. Ήταν ο γνωστός καπετάν Λάμπρος της Χαλκιδικής. Στον ενδιάμεσο χρόνο των δύο γεννήσεων, οι Γερμανοί είχαν φυλακίσει την μάνα μου Ουρανία για να την εκβιάσουν προκειμένου να αποκηρύξει τον καταζητούμενο πατέρα μου…
Εκείνος μετά την «Συμφωνία της Βάρκιζας» το 1945 και τις διώξεις που ακολούθησαν, κατέφυγε στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας, στο στρατόπεδο πολιτικών προσφύγων. Ήταν ένας από τους 96 καπετάνιους του ΕΛΑΣ, που ο εκεί υπεύθυνος της πολιτικής καθοδήγησης Μ. Πεχτασίδης τους εξανάγκασε σε «επαναπατρισμό», με ό,τι σήμαινε αυτό την σκοτεινή εκείνη περίοδο. Η πραγματική αιτία ήταν γιατί διαφωνούσαν και διαμαρτύρονταν έντονα για την συμπεριφορά και την γενικότερη στάση του απέναντί τους.
Ωστόσο παρά τις εξελίξεις αυτές και παρότι ήταν υπόδικος, κατέθεσε στη «Επιτροπή ερεύνης του ΟΗΕ», που επισκέφτηκε τη χώρα μας κατόπιν πρόσκλησης της ελληνικής κυβέρνησης. Ήταν από τους λίγους που τόλμησαν να υπερασπιστούν τα δίκια της Αριστεράς, έστω κι αν έπαιζε το κεφάλι του κορώνα γράμματα… Έγραψε λοιπόν μεταξύ των άλλων προς τους Αντιπροσώπους της Επιτροπής: «Έχω την τιμή να σας αναφέρω ότι είμαι και εγώ ένας αγωνιστής που πολέμησα τους κατακτητές με τον ένδοξο ΕΛΑΣ ως καπετάνιος. Μετά την Βάρκιζα κατέφυγα στη Γιουγκοσλαβία για να σώσω τη ζωή μου από τους έξαλλους και εγκληματικούς μοναρχοφασίστες διώκτες μου.
Επί πλέον είμαι ένας από τα 96 άτομα που φύγαμε από το Μπούλκες, και ήλθαμε στην πατρίδα μας την Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1946. Αγαπώ με πάθος την ωραία μου πατρίδα. Περηφανεύομαι που είμαι Έλληνας και ένα μέλος του ηρωικού και ακατάβλητου ελληνικού λαού που για την λευτεριά του και την ανεξαρτησία του δεν φείδεται θυσιών. Η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης ν’ αποκρύψει εις εσωτερικές αιτίες του εμφυλίου πολέμου και να τις αποδώσει εις έξωθεν βοήθεια με άφησαν κατάπληκτο. (…)
Μετά τιμής
Κ. Αικατερινάρης»
(Πηγή: εφημ. «Αγωνιστής», φ. 12-3-1947)
Η δημοσιοποίηση ωστόσο αυτού του ζητήματος και εκτός Ελλάδος φαίνεται ότι τον έσωσε! Αθωώθηκε στη συνέχεια απ’ όλα τα στρατοδικεία στα οποία οδηγήθηκε (βλ. επισυναπτόμενη σχετική απόφαση). Αυτό όμως δεν τον γλύτωσε από τις εξορίες, όπως άλλωστε και την μάνα μου, που λίγα χρόνια νωρίτερα, κατά την ημέρα των εορτασμών για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 30 Οκτωβρίου του 1944, συμπολίτες της τη σήκωναν στα χέρια… Αφού την έκλεισαν φυλακή την εξόρισαν στη Μακρόνησο την πρωτοχρονιά του 1948…
Εμβληματική είναι η φωτογραφία με τις γυναίκες από την Χαλκιδική, στην ταράτσα του παλιού καπνομάγαζου επί της οδού Ολύμπου 2 στη Θεσσαλονίκη, λίγο πριν τις στείλουν στο Αιγαιοπελαγίτικο νησί. Ανάμεσά τους και δύο ανήλικα παιδιά. Λίγο πριν το πλοίο «Ελένη» αναχωρήσει για την Μακρόνησο, η κ. Αναστασία, μάνα του γνωστού ζωγράφου Πάνου Παπανάκου και οικογενειακή μας φίλη, πήρε τον τετράχρονο αδελφό μου Νίκο και τον κράτησε στο σπίτι της για ένα διάστημα… Είχε ειδοποιηθεί από την μάνα μου, με την διαμεσολάβηση ενός δημοκρατικού και ευαισθητοποιημένου Κρητικού χωροφύλακα της φρουράς που τις συνόδευε…
eranistis.net