Ιστορία

Μπορούσε η Στρατιά του Έβρου να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη τo 1923;

Ο ανταποκριτής της εφημερίδας του Καναδά ‘’Torondo Star’’, ο μετέπειτα διάσημος νομπελίστας λογοτέχνης Έρνεστ Χεμινγουέι αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων στη Μικρά Ασία έγραφε: «Η επανάσταση του ’22 ήταν η εξέγερση ενός στρατού που είχε προδοθεί ενάντια σ’ εκείνους που θεωρούσε ότι τον είχαν προδώσει. Οι παλιοί βενιζελικοί αξιωματικοί επέστρεψαν και οργάνωσαν τη στρατιά του Έβρου. Για την Ελλάδα του ’22 η Θράκη ήταν σαν τη μάχη του Μάρνη εκεί θα παιζόταν και θα κερδιζόταν το παιχνίδι. Το θέαμα ήταν συγκλονιστικό. Όλη η χώρα μέσα σ’ έναν πολεμικό πυρετό. Τα τρένα κουβαλούσαν συνέχεια στρατιώτες. Κι ύστερα το αναπάντεχο: οι σύμμαχοι χάρισαν την Ανατολική Θράκη τους Τούρκους κι έδωσαν στον ελληνικό λαό προθεσμία τριών ημερών για την εκκένωσή της».

Στις 15 Σεπτεμβρίου 1922, 12.000 στρατιώτες της Μικράς Ασίας εξαντλημένοι αλλά στοιχισμένοι όπως παρατήρησε ο Άγγλος πρεσβευτής, πέρασαν από τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας. Η επανάσταση που επικράτησε αμέσως, είχε ως στόχους την παραίτηση του Κωνσταντίνου, τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, τον σχηματισμό Κυβέρνησης «αχρόου και εμπνεούσης εμπιστοσύνης στην Αντάντ» και την άμυνα της Θράκης. Η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου παραιτήθηκε και πρωθυπουργός ανέλαβε ο Σωτήριος Κροκιδάς.     

Οι Πλαστήρας και Γονατάς συναντήθηκαν με τους πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας. Οι δύο στρατιωτικοί συμπεριφέρονταν ιδιαίτερα φιλικά προς τους δύο πρεσβευτές ,ωστόσο απογοητεύτηκαν όταν άκουσαν ότι είχε ληφθεί οριστική απόφαση να δοθεί η Ανατολική Θράκη στην Τουρκία, καθώς πίστευαν ότι με την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου οι δύο χώρες θα άλλαζαν τη στάση τους. Ο Άγγλος πρέσβης τους είπε ότι πάρα πολλά γεγονότα έχουν συμβεί από τις εκλογές του 1920 και μετά ,ώστε η αλλαγή του καθεστώτος στην Ελλάδα να σημάνει και ριζική αλλαγή της στάσεως των Δυνάμεων απέναντί της. Τόνιζαν επίσης ότι η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να περιμένει βοήθεια από την Αντάντ. Μετά από όλα αυτά οι αρχηγοί της Επανάστασης δεν πρόβαλαν καμία αντίρρηση για το θέμα της Θράκης. Η Επανάσταση διόρισε εκπρόσωπο της Ελλάδας στο εξωτερικό τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Στα Μουδανιά όπου η ελληνική αντιπροσωπεία δεν ήταν παρούσα (επικεφαλής της ήταν ο Υποστράτηγος Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν) κλήθηκε απλά στην αγγλική ναυαρχίδα ‘’Σιδηρούς Δουξ’’ στις 22/9/1922, όπου της ανακοινώθηκε το σχέδιο των αποφάσεων που έπρεπε να αποδεχθεί. Ουσιαστικά δηλαδή την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού δυτικά του ποταμού Έβρου και την εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης από τον ελληνικό πληθυσμό. Στη διάρκεια των διαβουλεύσεων η ελληνική αντιπροσωπεία στα Μουδανιά έλαβε τηλεγράφημα από το Υπουργείο Εξωτερικών που γνωστοποιούσε ότι στα τουρκοβουλγαρικά σύνορα της Ανατολικής Θράκης υπάρχουν Τούρκοι και Βούλγαροι κομιτατζήδες έτοιμοι να επιπέσουν κατά των Ελλήνων κατοίκων Ανατολικής Θράκης άμα αποχωρήσει Ελληνικού Στρατού. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Α. Μαζαράκης-Αινιάν επέστησε την προσοχή των Συμμάχων στο ζήτημα αυτό και υπέβαλε παρατηρήσεις για τους όρους της Συνθήκης (24/9/1922). Ωστόσο όταν διαπίστωσε ότι καμία παρατήρησή του δεν λήφθηκε υπόψη ,δήλωσε εγγράφως ότι δεν θεωρεί τον εαυτό του εξουσιοδοτημένο να υπογράψει το κείμενο της Συνθήκης.

 

Ο Κεμάλ παράλληλα εκβίαζε την εξέλιξη των γεγονότων. Στρατεύματά του παραβίασαν την ουδέτερη ζώνη της Χερσονήσου της Νικομήδειας στη μικρασιατική ακτή της Κωνσταντινούπολης βαδίζοντας προς τον Βόσπορο. Ο Έλληνας διοικητής της Στρατιάς Θράκης Κωνσταντίνος Νίδερ (γιος Βαυαρού αξιωματικού και της Σουλιώτισσας κόρης του οπλαρχηγού Γιολδάση, γεννημένος στο Μεσολόγγι) ζήτησε τότε επειγόντως να παραβιάσει την ουδέτερη ζώνη από την Ανατολική Θράκη και να κινηθεί προς την Τσατάλτζα και τον Βόσπορο. Δυστυχώς η Κυβέρνηση απέρριψε την αίτηση αυτό για να μη δώσει αφορμή ώστε να χαρακτηριστεί ανυπάκουη.

Ο Τσόρτσιλ χαρακτήρισε το σχέδιο του Ελληνικού Επιτελείου αριστοτεχνικό αν και εμπνευσμένο από την απελπισία και πρόσθεσε: ‘’Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Έλληνες ήσαν εις θέση να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη. Και μόνη η απειλή της επιχειρήσεως κατετάραξε τους Τούρκους’’.

Το άγνωστο αυτό γεγονός που φέρνουμε σήμερα στην επιφάνεια, δείχνει για ακόμη φορά το απύθμενο τουρκικό θράσος ,καθώς η γειτονική χώρα παραβιάζει διαχρονικά και με περισσή ευκολία κάθε διεθνή Συνθήκη και στην χειρότερη των περιπτώσεων επιπλήττεται χλιαρά, ενώ η χώρα μας φροντίζει να είναι πάντα το καλό, φρόνιμο και υπάκουο παιδί των Μεγάλων Δυνάμεων, που ακούει επαίνους και διθυραμβικά λόγια ,την ίδια στιγμή που μαχαιρώνεται πισώπλατα από αυτές.

Τελικά όπως είναι γνωστό (δείτε περισσότερα στο άρθρο μας για την ανακωχή των Μουδανιών στις 8/10/2017), η Ανατολική Θράκη εγκαταλείφθηκε από τους 400.000 περίπου Έλληνες κατοίκους της, χαρίστηκε κυριολεκτικά στην Τουρκία, όπως είπε ο έκπληκτος Ισμέτ Ινονού στον Κεμάλ. Ο Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν δεν υπέγραψε το απαράδεκτο αυτό Πρωτόκολλο, τελικά όμως η κυβέρνηση αποδέχθηκε την ανακωχή των Μουδανιών και την απώλεια της Ανατολικής Θράκης.

 

 

Η Στρατιά του Έβρου

 

Στις 7/20 Οκτωβρίου άρχισε στη Λωζάνη της Ελβετίας η διάσκεψη που θα οδηγούσε 9 μήνες αργότερα (24/7/1923) στην υπογραφή της ομώνυμης Συνθήκης Ειρήνης.

Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και της τουρκικής ο Ισμέτ Ινονού. Πριν όμως την έναρξη των εργασιών της Διάσκεψης στη Λωζάνη, στη Θράκη γινόταν η συγκρότηση μιας ιδιαίτερα αξιόλογης και αξιόμαχης στρατιωτικής δύναμης. Στις 6/9/1922 με διαταγή του Υπουργείου Στρατιωτικών καταργήθηκε η Στρατιά της Μικράς Ασίας και ιδρύθηκε η Στρατιά Θράκης με βασική αποστολή την εξασφάλιση της ακεραιότητας του κράτους από τουρκοβουλγαρικές συμμορίες ή από εχθρικό στρατό.

Μετά την επικράτηση της Επανάστασης, αυτή ανέλαβε τη συγκρότηση της Στρατιάς. Με διαταγή του νέου Υπουργού Στρατιωτικών Χαραλάμπη στις 19/9/1922 οριζόταν ότι η Στρατιά θα απαρτιζόταν από τα Γ’ και Δ’ Σώματα Στρατού. Ως τα τέλη Σεπτεμβρίου 1922 η Στρατιά Θράκης είχε 6 μεραρχίες Πεζικού και μία Ιππικού και δύναμη 55.000 ανδρών. Υπήρχαν σοβαρές ελλείψεις σε είδη ιματισμού, αντίσκηνα, πυρομαχικών πυροβολικού κλπ. Τα διαθέσιμα πυροβόλα όμως ήταν επαρκή για τις μεραρχίες που είχαν ήδη συγκροτηθεί. Όπως φαίνεται, ο Κωνσταντίνος Νίδερ γνωρίζοντας πολύ καλά τις δυνάμεις που διέθετε ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να φτάσει στον Βόσπορο. Η ακατανόητη αποδοχή της ανακωχής των Μουδανιών όμως είχε σαν αποτέλεσμα η Στρατιά να διαταχθεί να υποχωρήσει στη δυτική όχθη του Έβρου. Από τις 18 Οκτωβρίου 1922 άρχισε η προσπάθεια αναδιοργάνωσης της Στρατιάς που ενισχύθηκε και με δυνάμεις που έφθασαν στη Θράκη από τη Μικρά Ασία. Στα μέσα Δεκεμβρίου 1922 τον Κωνσταντίνο Νίδερ αντικατέστησε ο Θεόδωρος Πάγκαλος Υποστράτηγος και Υπουργός Στρατιωτικών ως τότε.

 


Την παραμονή της ανάληψης των νέων του καθηκόντων, ο Θ. Πάγκαλος έγραφε τα εξής:



«Ο έντιμος (…) Νίδερ, τον οποίο συνάντησα τότε, μου εζωγράφισε με περισσήν ενάργεια τα πράγματα. Οι στρατιώται ήσαν πλέον τελείως απειθάρχητοι και ως επί το πλείστον γυμνοί διέρρεον δια ξηράς, ενώ ανώτεροι διοικηταί, ακόμη και μέραρχοι, διεπληκτίζοντο, και εγκατέλειπον αυτοβούλως και άνευ αδείας του Αρχηγού ή του Υπουργείου την θέσιν των, και ήρχοντο εις τας Αθήνας. Κύματα προσφύγων εις αθλίαν κατάστασιν συνέρρεον αθρόως από την Ανατολικήν Θράκην».

 

Η ανάληψη της ηγεσίας της Στρατιάς του Έβρου από τον Θ. Πάγκαλο, είχε σαν αποτέλεσμα με τη λήψη σκληρότατων μέτρων, να συγκροτηθεί ένας πραγματικά ισχυρός στρατός. Ας δούμε πώς έγινε αυτό.

Πολλοί στρατιώτες, ιδίως βουλγαρόφωνοι, λιποτακτούσαν, ενώ άλλοι βουλγαρόφωνοι επιδίδονταν σε ληστείες.

Βούλγαροι κομιτατζήδες, έκαναν δολιοφθορές σε σιδηροδρομικές γραμμές, με τη βοήθεια Τούρκων και Βούλγαρων χωρικών. Ο Πάγκαλος πήρε δραστικά μέτρα, τα οποία ορισμένες φορές όμως ήταν κάτι παραπάνω από σκληρά, για την επιβολή πειθαρχίας. Οι λιποτάκτες ντουφεκίζονταν και οι οικογένειές τους εκτοπίζονταν. Οι ύποπτοι συνεργάτες των κομιτατζήδων, εξορίστηκαν στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα και στα νησιά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να επικρατήσει πανικός και να δημιουργηθεί ρεύμα μετανάστευσης προς τη Βουλγαρία. Όλοι οι εκτοπισμένοι και οι «φυγάδες», προέρχονταν από χωριά που γειτνίαζαν με τη σιδηροδρομική γραμμή. Στη θέση των εκτοπισμένων, εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες. Κατά την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), τέσσερα βουλγαρικά χωριά στην Αλεξανδρούπολη ερήμωσαν τότε.

Τον Μάρτιο του 1923, η Επαναστατική Κυβέρνηση, προέβη σε μαζικές εκτοπίσεις στον Βόλο, στην Κρήτη και στα Κύθηρα. Στον Βόλο εκτοπίστηκαν αρχικά 300 και αναμένονταν άλλοι 4.000. Στο Καψάλι των Κυθήρων, εκτοπίστηκαν 311 Χριστιανοί Θράκες από το χωριό Κασσιτερά (Καλαντζή-Ντερέ) της Ροδόπης και 122 τουρκόφωνοι Μουσουλμάνοι από το χωριό Μαυρόπετρα (Καρακαγιά) της Αλεξανδρούπολης. Οι εκτοπισθέντες ήταν συνολικά 5.500, το 1,4 % των βουλγαρόφωνων της Δυτικής Θράκης, ενώ άλλοι 2.500 εγκατέλειψαν την περιοχή. Τον Μάρτιο του 1923, ολοκληρώθηκαν οι εκτοπίσεις. Ο Βούλγαρος πρέσβης στην Αθήνα Κανταρτζίεφ, διαμαρτυρήθηκε προς τις ελληνικές αρχές, ενώ η Βουλγαρία διεθνοποίησε το ζήτημα, προσφεύγοντας στην ΚτΕ, η οποία ανέθεσε το ζήτημα στον νομπελίστα Νορβηγό πολιτικό (και εξερευνητή) Νάνσεν, ο οποίος ζήτησε να λυθεί το θέμα της Θράκης στη Λωζάνη άμεσα. Τελικά, με την πρόοδο των συνομιλιών στη Λωζάνη και τον διαφαινόμενο καθορισμό του Έβρου ως σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ο Στυλιανός Γονατάς έδωσε εντολή να επιτρέψουν οι εκτοπισμένοι στις εστίες τους και να δημιουργηθούν μεικτοί συνοικισμοί, μαζί με τους πρόσφυγες. Τέλη του 1923 οι εκτοπισμένοι επέστρεψαν στα χωριά τους. Από αυτούς 1.750 εγκατέλειψαν την Ελλάδα. Αρκετοί είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια της εκτόπισης τους ή και αργότερα. Η Κυβέρνηση πήρε μέτρα και η κατάσταση βελτιώθηκε. Τελικά στις αρχές του 1924 οι βουλγαρόφωνοι της Δυτικής Θράκης δεν ξεπερνούσαν τους 20.000.

Ας επιστρέψουμε όμως στη Στρατιά του Έβρου. Τον Ιανουάριο του 1923, είχε στη δύναμή της 4.446 αξιωματικούς και 110.775 οπλίτες, σε πολύ καλή κατάσταση.

Βέβαια, υπήρχε έλλειψη βαρέων πυροβόλων, καθώς αυτά είχαν χαθεί στη Μ. Ασία. Έγινε προσπάθεια για να προμήθεια πυροβόλων από τη Σερβία, χωρίς αποτέλεσμα όμως.

Ο Πάγκαλος πίστευε ότι μπορεί να φτάσει με τη Στρατιά ως την Κωνσταντινούπολη, ενώ σύμμαχος του στην επιθετική αυτή πολιτική, ήταν ο αρχηγός του Στόλου, Ναύαρχος Α.Χατζηκυριάκος, ο οποίος ήθελε να οδηγήσει τα ελληνικά πλοία στα Στενά. Άλλωστε οι Τούρκοι δεν είχαν κανένα ναυτικό μέσο.

Τα τουρκικά στρατεύματα είχαν φτάσει στα Δαρδανέλια, απέναντι από τις ακτές της Θράκης. Το ερώτημα ήταν αν ο Κεμάλ θα τολμούσε να χτυπήσει τα συμμαχικά στρατεύματα που επιτηρούσαν τα Στενά. Προφανώς φοβούμενος και πιθανή ελληνική επίθεση στη Θράκη, απέφυγε οποιαδήποτε παρακινδυνευμένη κίνηση. Οι Βρετανοί, ήταν οι μόνοι που υποστήριζαν την ελληνική πλευρά και η κυβέρνηση Lloyd George, αναζητούσε ενισχύσεις από τις αποικίες. Μόνο η Αυστραλία προσφέρθηκε να στείλει στρατεύματα. Η Νέα Ζηλανδία αμφιταλαντεύονταν, ενώ Καναδάς, Ινδία και Νότια Αφρική, έδειχναν αρνητική διάθεση. Γάλλοι και Ιταλοί, έδειχναν απροκάλυπτα το φιλοτουρκικό τους πρόσωπο.

Οι Τούρκοι στο μεταξύ, καταπατώντας (καθόλου περίεργο…) τους όρους της ανακωχής των Μουδανιών, ανέπτυξαν μεταξύ Έβρου και Κωνσταντινούπολης 40.000-50.000 άνδρες.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ


Το αδιέξοδο στη Λωζάνη-Νέος πόλεμος επί θύρας



Στο μεταξύ, στη Λωζάνη οι διαπραγματεύσεις είχαν βαλτώσει. Οι Τούρκοι πρόβαλαν όπως πάντα μαξιμαλιστικές απαιτήσεις, έχοντας και τον «αέρα» του νικητή της Μ. Ασίας. Ο Βενιζέλος με τηλεγράφημά του προς την ελληνική κυβέρνηση, ζητούσε να μάθει αν ο στρατός μας μπορούσε σε μια βδομάδα να φτάσει αν όχι στον Βόσπορο, τουλάχιστο στην Τσατάλτζα (την αρχαία ελληνική Εργίσκη), λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολη. Τόνιζε δε ο Βενιζέλος, ότι είναι τέτοια η θρασύτητα των Τούρκων, ώστε οι Σύμμαχοι θα μείνουν ουδέτεροι και μάλιστα θα δουν με ικανοποίηση μια πιθανή ελληνική νίκη. Σε νέο τηλεγράφημά του, ο Βενιζέλος ανέφερε ότι στέλνει τον Κ. Μαζαράκη-Αινιάν να δει από κοντά την κατάσταση της Στρατιάς του Έβρου (Δεκέμβριος 1922). Ο Μαζαράκης τηλεγράφησε στον Βενιζέλο στη Λωζάνη, ότι η κατάσταση του Στρατού μας, ήταν εξαιρετική και ότι μέσα σε λίγες μέρες μπορούσε να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη. Ο Βενιζέλος πίστευε όμως, ότι για να κηρυχθεί πόλεμος στην Τουρκία, έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρχει συμμαχία με τη Σερβία, φοβούμενος πιθανή βουλγαρική επίθεση. Πρότεινε αρχικά τη συμμετοχή της Σερβίας με 4 μεραρχίες, με παραχώρηση σ’ αυτή, της Φλώρινας. Ο Υπουργός Εξωτερικών Αλεξανδρής, συναντήθηκε με τον Σέρβο πρέσβη στην Αθήνα Μπάλουχιτς, ο οποίος έδειξε απροθυμία για σερβική εμπλοκή. Ο Βενιζέλος επέμεινε. Ανέθεσε στον πρεσβευτή μας στο Βελιγράδι Μαυρουδή, να διαπραγματευθεί με τον Σέρβο πρωθυπουργό Πάσιτς, την αποστολή λιγότερων μεραρχιών για ενίσχυση των ελληνικών στρατευμάτων. Η αποστολή Μαυρουδή (Ιανουάριος 1923), δεν ήταν επιτυχής, όπως και η αποστολή του Μαζαράκη, καθώς ούτε αυτός κατάφερε να συναντήσει τον Πάσιτς.

 

Παράλληλα, τον Ιανουάριο του 1923, οι πρεσβείες μας σε Σόφια και Βουκουρέστι, ενημέρωναν την Κυβέρνηση στην Αθήνα ,ότι υπάρχουν πληροφορίες για εμπλοκή της Ρωσίας στο πλευρό του Κεμάλ. Φήμες, μιλούσαν για 2.000 Ρώσους που είχαν φτάσει στη Μήδεια (την αρχαία Σαλμυδησσό, στα παράλια του Εύξεινου Πόντου), ενώ υπήρχαν φόβοι ότι συνολικά 20.000 Ρώσοι θα έφταναν στην περιοχή. Τελικά, όλα αυτά αποδείχτηκαν… fake news, καθώς τελικά επρόκειτο για Ρώσους της Κωνσταντινούπολης που είχε στρατολογήσει ο Κεμάλ, για να δείξει ότι είχε την υποστήριξη των μπολσεβίκων. Στη Λωζάνη, η επιμονή των Τούρκων να ζητούν πολεμικές αποζημιώσεις από την Ελλάδα, οδήγησε σε ναυάγιο των διαπραγματεύσεων (22/1/1923).



Οι εργασίες της Διάσκεψης τερματίστηκαν. Οι Σύμμαχοι, έξαλλοι με την Τουρκία, αποχώρησαν



Οι διαπραγματεύσεις επαναλήφθηκαν στις 23 Απριλίου 1923. Οι Τούρκοι παρέμεναν αδιάλλακτοι. Η Στρατιά του Έβρου, άρχισε να αποδεικνύεται ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί για την ελληνική πλευρά. Στις 7 Μαΐου 1923, σε σύσκεψη στην Αθήνα, αποφασίστηκε η αντικατάσταση του Ελευθέριου Βενιζέλου από τον Υπουργό Εξωτερικών Αλεξανδρή. Στις 13/5/1923, ο Αλεξανδρής πήγε στη Λωζάνη και ανακοίνωσε στον Βενιζέλο ότι εφόσον συμφωνεί με τις προτάσεις της Κυβέρνησης, δεν τίθεται θέμα αντικατάστασής του. Ο Βενιζέλος, χαρακτήρισε ακραίες και πολεμικές τις ελληνικές θέσεις. Είπε επίσης στον Αλεξανδρή, ότι σκόπευε να μιλήσει με τον Ινονού, όχι ως αντιπρόσωπος της ελληνικής Κυβέρνησης, αλλά ως Βενιζέλος και ότι εφόσον δεν προέκυπτε συμφωνία, θα παραχωρούσε τη θέση του στον Αλεξανδρή.

Η συνάντηση Βενιζέλου-Ινονού έγινε, όμως δεν σημειώθηκε καμία συμφωνία. Ο Ινονού είπε ότι αν επέστρεφε στην Άγκυρα χωρίς κανένα αντάλλαγμα θα τον λιθοβολούσαν. Τότε ο Βενιζέλος πρότεινε την απόδοση στην Τουρκία του Τριγώνου του Κάραγατς και έδωσε στον Ινονού περιθώριο μίας εβδομάδας να απαντήσει. Η διορία πέρασε, χωρίς απάντηση από τους Τούρκους.

 

Στις 22 Μαΐου, ο Αλεξανδρής έστειλε τηλεγράφημα στην ελληνική κυβέρνηση, με το οποίο πρότεινε να δοθεί μια μικρή προθεσμία ακόμα ως τις 26 Μαΐου στην Τουρκία και αν αυτή αρνηθεί τις ελληνικές προτάσεις, να καταγγελθεί η ανακωχή των Μουδανιών και στις 27 Μαΐου ο Στρατός μας να ξεκινήσει για την Κωνσταντινούπολη. Έστειλε όμως παράλληλα και τηλεγράφημα του Βενιζέλου, ο οποίος εφιστούσε την προσοχή στην Κυβέρνηση αν αποφάσιζε νέο πόλεμο με την Τουρκία (Δείτε περισσότερα στο εξαιρετικό άρθρο του Γεώργιου Σπέντζου «Η ΣΤΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ, ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΗΣ», που είναι διαθέσιμο, ελεύθερα, στο διαδίκτυο). Η Κυβέρνηση πήρε την απόφαση για πόλεμο και έδωσε σχετική εντολή στον Πάγκαλο. Το σχέδιο προέβλεπε αιφνιδιαστική διάβαση του Έβρου, αναζήτηση των εχθρικών δυνάμεων, ανατροπή της αμυντικής γραμμής της Τσατάλτζας και εγκατάσταση στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου. Καθοριστικός ήταν κι ο ρόλος του ελληνικού στόλου, που θα έμπαινε στα Στενά, θα αποβίβαζε στον Κόλπο του Ξηρού το Β’ Σώμα Στρατού και θα απέτρεπε την αποβίβαση τουρκικών στρατευμάτων στην Ανατολική Θράκη. Από την άλλη πλευρά, οι Τούρκοι είχαν στην Αν. Θράκη 30.000-35.000 άνδρες. Αρχηγός τους ήταν ο Ρεφέτ πασάς. Φαίνεται ότι θα πρόβαλαν υποτυπώδη αντίσταση αρχικά και θα αμύνονταν οργανωμένα στην Τσατάλτζα, ενισχυόμενοι από το τουρκικό σύνταγμα Κωνσταντινούπολης (1.500 άνδρες) και δυνάμεις Χωροφυλακής (7.000 άνδρες). Υπήρχαν πληροφορίες, ότι η Βουλγαρία βάσει μυστικής συμφωνίας, θα παρείχε στην Τουρκία 40.000 άνδρες. Μέγα ερωτηματικό, ήταν και η στάση των Συμμάχων. Έδειχναν έντονη δυσαρέσκεια για τις προθέσεις της ελληνικής πλευράς. Το ερώτημα όμως είναι: θα πολεμούσαν εναντίον της Στρατιάς του Έβρου;


Ο δραματικός διάλογος Ινονού-Ριζά Νουρ μπέη



Η ώρα μηδέν είχε φτάσει. Όλα κρίνονταν από την απάντηση Ινονού στην τελευταία ελληνική πρόταση για παράδοση του Τριγώνου του Κάραγατς. Όλες οι πηγές αναφέρουν ότι ο Ινονού άλλαξε γνώμη και δέχτηκε την ελληνική πρόταση, χωρίς να εξηγούν το «γιατί».

Ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής έφερε στο φως έναν συγκλονιστικό διάλογο του Ινονού με τον αντιπρόεδρο της τουρκικής αντιπροσωπείας, βουλευτή Σινώπης Ριζά Νουρ μπέη.

Ριζά: «Και η επίθεση του Πάγκαλου είναι σίγουρη. Δεν συμφωνείς;».

Ινονού: «Οπωσδήποτε»

Ριζά: «Και δεν υπάρχει δυνατότητα άμυνας, δεν είναι έτσι;»

Ινονού: «Ναι»

Ριζά: «Τότε δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Οι δυο μας να πάρουμε αμέσως μιαν απόφαση παραιτούμενοι άλλων αξιώσεων να ξεπεράσουμε αυτόν τον τρομερό κίνδυνο. Διαφορετικά υπάρχει καταστροφή».

Ινονού: «Η κυβέρνηση θα μας καταστήσει υπεύθυνους»

Ριζά: «Θα γίνει πόλεμος και αν χαθεί η Κωνσταντινούπολις, υπεύθυνη θα είναι η ίδια η κυβέρνηση»

Ινονού: «Ναι! Αν δεν παραιτηθούμε, ο Πάγκαλος θα επιτεθεί και αναμφίβολα θα καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Και όλα θα πάνε στράφι».

Εκτός απ’ όλα τ’ άλλα, οι Ινονού και Ριζά, γνώριζαν πολύ καλά ότι και η μαχητική ικανότητα του τουρκικού στρατού, είχε μειωθεί αισθητά. Ο Άγγλος Αρχιστράτηγος Χάρινγκτον, ανέφερε ότι μέσα σε 6 μήνες, ως τον Μάιο του 1923, ο τουρκικός στρατός είχε χάσει το 50% της μαχητικής του αξίας.


Το Τρίγωνο του Κάραγατς



Έτσι, με τη Συνθήκη της Λωζάνης δόθηκε στην Τουρκία το Τρίγωνο του Κάραγατς, που έχει έκταση 24.000 τ.χλμ και μεγάλη στρατιωτική και οικονομική σημασία.

Περιλάμβανε την κωμόπολη Κάραγατς (Ορεστιάδα), με 5.000 μόνιμους κατοίκους, 1.800 πρόσφυγες και 1.800 ξένους, την κωμόπολη Μποσνάκιοϊ (Βύσσα) με 3.000 Έλληνες κατοίκους και 825 πρόσφυγες, και τα χωριά Ντεμίρ Τας (Σιδηρόπετρα), με 600 Έλληνες κατοίκους και 475 πρόσφυγες και το Τσερέκιοϊ (Καστανιές), που εξαιρέθηκε και παρέμεινε στην Ελλάδα. Η οροθετική γραμμή στο Τρίγωνο του Κάραγατς, καθορίστηκε από τη Συνθήκη της Λωζάνης και υποχρεώνει την Ελλάδα να επαγρυπνεί συνεχώς, ώστε να αποτρέπει τις προσπάθειες της Τουρκίας να μεταβάλλει την κοίτη του Έβρου με χωματουργικές εργασίες. Τα γεγονότα στις Καστανιές με την προσπάθεια εισβολής από πρόσφυγες και μετανάστες προερχόμενους απ’ την Τουρκία, είναι άλλωστε πολύ πρόσφατα. Η παροχή εδαφικού ανταλλάγματος στο Τρίγωνο του Κάραγατς αντί για την καταβολή αποζημίωσης, είναι μοναδική για τη νεότερη ελληνική ιστορία. Ακόμα και κατά το τέλος του Αγώνα του 1821, το κατεστραμμένο οικονομικά ελληνικό κράτος, προτίμησε να δώσει ένα μέρος του συμμαχικού δανείου (12.531.164 φράγκα, από τα 60.000.000 συνολικά), για να πάρει τη Φθιώτιδα από την Τουρκία.

Επίλογος

Μετά τις εξελίξεις αυτές, ο Πάγκαλος ήταν έξαλλος και σε συνεννόηση με τον Χατζηκυριάκο επιδίωκαν να ξεκινήσουν μόνοι τους πόλεμο κατά της Τουρκίας. Η Κυβέρνηση τον καλούσε να συμμορφωθεί κι εκείνος απαντούσε ότι τον αντιμετωπίζουν ως «κοινόν αποσπασματάρχην».

Αναμφίβολα, η Στρατιά του Έβρου ήταν ένα ισχυρότατο διπλωματικό όπλο της Ελλάδας στη Λωζάνη. Η χώρα μας έχασε την ευκαιρία, να φτάσει στον Βόσπορο όταν επικεφαλής της Στρατιάς Θράκης ήταν ο Κ. Νίδερ. Ο Πάγκαλος, όπως είπε, είχε διαβεβαιώσεις του Βρετανικού Στρατηγείου Ανατολής, ότι οι δυνάμεις των Άγγλων μόνο «φιλολογική» αντίρρηση θα διατύπωναν σε πιθανή ελληνική προέλαση. Και ο ίδιος ο Ινονού, παραδεχόταν ότι οι Έλληνες θα καταλάμβαναν την Κωνσταντινούπολη. Άβουλη, δειλή, αναποφάσιστη και μοιραία η τότε ελληνική κυβέρνηση, παρασυρόμενη ίσως από τον Βενιζέλο, δέχτηκε στα Μουδανιά με την Ανατολική Θράκη και στη Λωζάνη (Ίμβρος, Τένεδος, Τρίγωνο Κάραγατς), ολέθριες, όπως αποδείχτηκε από το 1923 ως σήμερα, παραχωρήσεις, που δημιούργησαν περισσότερα προβλήματα απ’ όσα έλυσαν…

Πηγή: Πρώτο Θέμα

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ